Μέσ’ από τη δίνη του αφρού, η Αίγινα χιμάει μπροστά σαν πέτρ’ από σφεντόνα. Δεν είναι κακοθαλασσιά μεγάλη, ένας συνηθισμένος μπάτης κάπως πιο δυνατός. Μα η βαρκούλα είναι σκαρωμένη μονάχα για ποτάμια και για λίμνες. Ο έλικας αγγίζει μια στιγμή το κύμα, δίνει στη βενζινάκατο έναν απότομο παλμό, πηδάει αυτή πάνω από την αφρισμένη του κορφή και ξαναπέφτει με τη μύτη να πάρει ορμή για ένα καινούριο πήδημα. Η κοπέλα κρατάει γερά το τιμόνι, σφίγγει τα δόντια, ένα πείσμα ψυχρό ατσαλώνει τη γαλανή ματιά της. Το βρεμένο μαγιό έχει κολλήσει πάνω στο ψημένο της κορμί, γυαλιστερό σα χάλκινο αγαλματάκι. Μιαν αμαζόνα που κρατάει ανάμεσα στα γόνατα, σφιχτά, το αφρισμένο άλογο, πεισματωμένο κάτω από τη θέλησή της… Δε βιάζεται ν’ αράξει. Δέκα μέτρα μόλις από τα ρηχά, γυρίζει απότομα τη βάρκα και ξαναπετάει πάνω στον αφρό να κάνει το γύρο της Μονής. Η βάρκα της αναριγάει, σειέται ολόκληρη από κραδασμούς, από την κουπαστή ώς κάτω τη ραχοκοκαλιά της τρόπιδας. Πάνω στην επικίνδυνη στροφή, χαθήκαν μες στο κύμα και πάλι ξαναφανήκανε πιο πέρα. Η βάρκα στον αέρα, ολόρθη, αγγίζει το νερό μονάχα με την πρύμνα. Τα μάτια της κοπέλας δείχνουνε μια περιφρονητική αγανάχτηση γι’ αυτό το φοβερό στοιχείο που δεν καταφέρνει ωστόσο να τη δαμάσει αυτή, ένα κορίτσι.
Στα ρηχά της Περιβόλας ένας κόκκινος σκούφος κολυμπά προς την ακρογιαλιά. Η Αφροδίτη, σαν ξύσανε πια τα γόνατά της το βυθό, σηκώθηκε μεμιάς ορθή, με το νερό λίγο ψηλότερ’ από τον αστράγαλο. Προχώρησε στην αμμουδιά.
— Η Αθηνά είναι τρελή! της φώναξε η Ήρα, ξαπλωμένη παραπέρα, δείχνοντας τη μικρή βενζινάκατο στη μύτη του αντικρινού νησιού.
Το μαγιό της φάνταζε κίτρινο, τυφλωτικό μέσα στο ζαφειρένιο λιοπύρι του μεσημεριού — ωστόσο γλιστρούσε ο ήλιος πάνω της δίχως να ’χει δώσει την παραμικρότερη μελαχρινάδα στη γαλατένια της επιδερμίδα.
Η Αφροδίτη ανασήκωσε τους ώμους. Έβγαλε με μια κουρασμένη κίνηση τον κόκκινο καουτσουκένιο σκούφο και κουλουριάστηκε πλάι στην Ήρα. Τα χείλια της τρεμουλιάζανε μελανιασμένα.
— Η θάλασσα ήτανε κρύα σήμερα, της λέει.
Έριξε μια ματιά στ’ ανοιχτά, εκεί που ο σίφουνας του αφρού αναπηδούσε προχωρώντας με ορμή.
— Η Αθηνά τρελή; Τί ιδέα! Ξεθυμαίνει με τη θάλασσα, δεν τολμάει να ξεθυμάνει διαφορετικά. Στο βάθος είναι φοβητσιάρα. Τώρα τελευταία, βρίσκεται πάλι ερεθισμένη. Κατάλαβες τί τρέχει;
Πλάι της, η Ήρα σούφρωσε τα φρύδια. Η γραμμή των ματιών της σκοτείνιασε πάνω στο πρόσωπο, ίδιος ο ίσκιος που ραβδώνει την ασπράδα μιας μαρμαρένιας κολόνας. Η Αφροδίτη εξακολούθησε:
— Θα την κατευνάσουν οι καμουτσιές της θάλασσας.
— Είκοσι δυο χρονώ. Στην ηλικία της… Γίναμε πάνω κάτω φίλες με την προγονή μου —έχομε τόσο μικρή διαφορά στην ηλικία— και όμως δεν μπόρεσα να καταλάβω ακόμα τη νοοτροπία της.
— Μια ερωτόληπτη στο βάθος — με στρεβλωμένο ερωτισμό.
Γύρισε το κεφάλι της προς τη μεριά του λόφου, πίσω από τα ελιόδεντρα της Περιβόλας. Ένα σπιτάκι με πράσινα παραθυρόφυλλα ξεχώριζε πάνω στη γυμνή πλαγιά.
— Ο Καλάνης; απόρησε η Ήρα. Λες η Αθηνά;… Δεν ξέρω, έχει κάτι το πάρα πολύ αντρίκειο αυτός ο άνθρωπος, τόσο που καταντάει βάρβαρο, σκαιό. Δε βρίσκεις;
— Έχει κάτι το αποκρουστικό. Θαρρείς πως κάτι κρύβει από τον κόσμο.
— Εμένα μου κάνει την εντύπωση πως ψάχνει τον καθένα για να βρει ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό του. Ίσως ν’ αγαπάει μονάχα τα συναισθήματά του.
— Όπως υπάρχουν και γυναίκες που αγαπούν μονάχα τις αισθήσεις τους, παρατήρησε η Αφροδίτη.
— Για μένα το λες;
— Και για τις δυο μας.
Σ’ όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς οι σαρκωμένοι αθάνατοι σαλεύουνε υποβλητικά, πάνω στον ξέθωρο μεσημεριάτικο ουρανό, τα τερατόμορφα λουλούδια τους. Η βενζινάκατο είχε χαθεί πίσω από τ’ Αγκίστρι.
Η αμμουδιά γέμισε παιδιάτικα ξεφωνητά. Ένα ολόγυμνο αγοράκι ξεπρόβαλε πίσω από τα βράχια κι έτρεξε στην Αφροδίτη παραπατώντας μες στην άμμο, σκοντάφτοντας εδώ κι εκεί, στρουμπουλό και ηλιοκαμένο. Πίσω του έτρεχε η νταντά προσπαθώντας να το πιάσει.
— Έρη, χρυσό μου! φώναξε η Αφροδίτη.
Το πήρε στην αγκαλιά της. Ο μικρός έχωσε το προσωπάκι του κάτω από τη μασχάλη της.
— Δε μ’ αφήνει να κολυμπήσω, κλαψιάρισε δείχνοντας τη νταντά.
— Έννοια σου, το παρηγόρησε η μητέρα του. Νά, γιά δες, έρχεται ο μεγάλος φίλος σου — κι έδειξε πίσω της το λόφο πάνω από τα ελιόδεντρα.
Πραγματικά, ο Παύλος κατέβαινε την πλαγιά με ανοιχτές δρασκελιές. Η Αθηνά είχε αράξει πια τη βενζινάκατο στο μικρό λιμανάκι του Φάρου. Πήδησε στην ακρογιαλιά κι αφού χαιρέτησε από μακριά τον Παύλο σηκώνοντας το χέρι, προχώρησε στο μέρος που λιαζότανε η Αφροδίτη με την Ήρα.
— Έφτασες στην κατάλληλη στιγμή, την πείραξε η μητριά της.
Εκείνη προσπέρασε δίχως να σταθεί.
— Τριάντα δυο μίλια την ώρα, τους λέει μονάχα. Μ’ όλη την κακοθαλασσιά!
Ο Παύλος είχε κάνει τη γνωριμία τους τυχαία, όπως είχε βγει και στην Αίγινα μια κι έτυχε να ’ναι το πρώτο νησί στο δρόμο του καραβιού από τον Πειραιά.
Στο νοικιασμένο σπιτάκι, πάνω από την Περιβόλα, θα τέλειωνε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του: «Χημική ενότητα του Σύμπαντος». Είχε μπροστά του δυο μήνες απόλυτη ελευθερία που θα τους αφιέρωνε στο έργο του. Ελευθερία σημαίνει αυτό λοιπόν, η λέξη τούτη που μοιάζει με φτερούγισμα — σκεφτότανε κοιτάζοντας τον ουρανό. Ελευθερία σημαίνει το καθήκον; Καθένας είναι ελεύθερος να κλειστεί σ’ έναν δικό του κύκλο από ιδέες.
Περάσανε ωστόσο πολλές μέρες ανωφέλευτες για τη δουλειά εκεί, κάτω από το μοναδικό πεύκο της πλαγιάς, πλάι στο σπιτάκι. Ο μπάτης άρχιζε πρωινός. Τα κύματα ξεκινούσανε ανεμίζοντας τη λευκή χαίτη τους κοπαδιαστά σ’ όλο το βάθος του πελάγου, κρασπεδώνοντας τον αχνισμένο ουρανό. Τα πευκοβέλονα είναι ζεστά και μαλακά. Μιαν αφαίρεση του νου, σα να μην έδεσε ακόμα η σκέψη για να ωριμάσει ο καρπός, ένιωθε το μυαλό του έναν πόλο απομονωμένο, ανίκανο για μια ενέργεια. Χίλιοι ερεθισμοί αγκυλώνουνε τα πυρωμένα του ματόφυλλα. Η φυλλωσιά του πεύκου όλο και μουρμουρίζει κάτι λόγια που αναγκάζεται να τα θυμάται και όλο σειέται ο μίσχος του αθάνατου με το εξωτικό λουλούδι στην κορφή. Το καινούριο φεγγάρι νύχιασε τον ουρανό, έπειτα έσκαζε πάνω απ’ την Αφαία και η ακρογιαλιά ονειρευότανε ίδια μια νεραϊδούλα που ξαπόστασε μέσα στο σιντεφένιο της παλάτι.
Η πρώτη γνωριμία του στην Αίγινα ήταν ο μικρούλης Έρης. Τον βρήκε μια μέρα καθισμένο στην ακροθαλασσιά, το προσωπάκι του όλο απασχόληση κάτω από την πλατιά ψάθα. Πάσχιζε να δώσει ένα σχήμα στα όνειρά του πλάθοντας αδέξια τον άμμο — ένα σχήμα διαφορετικό απ’ ό,τι θα τους έδινε σε λίγα χρόνια. Ο Παύλος τον βοήθησε να χτίσει έναν πύργο από άμμο και κοχλίδια. Ο μικρός χτυπούσε τα χεράκια του με χαρούμενες φωνές.
— Θα καθίσω με τη μαμάκα μου στον πύργο.
— Ποιά είναι η μαμά σου;
— Η μαμάκα μου είναι όμορφη.
Μεγάλο προτέρημα για μια μητέρα.
— Και τον πατέρα σου θα τον αφήσεις ολομόναχο; Δεν είναι κρίμα;
Ο μικρός τον κοίταζε δίχως ν’ αποκρίνεται.
— Η κυρία είναι χωρισμένη, του λέει τότε η νταντά.
Καθώς ανασήκωσε τα μάτια του από τον Έρη, είδε να ’ρχουνται κατά κει τρεις κυρίες με λουτρικά.
— Μαμάκα, φώναξε ο Έρης, γιά δες τον πύργο που μου έχτισε!
Οι τρεις κυρίες προχωρούσανε μέσα στην αποθέωση που έβαζε τριγύρω ο ήλιος.
— Σας ευχαριστώ για τον Έρη μου, είπε η κυρία με τον κόκκινο σκούφο. Φαίνεται πως αγαπάτε πολύ τα παιδιά.
— Όταν βλέπω ξένα παιδιά θυμούμαι τα δικά μου.
— Κι όταν βλέπετε ξένες γυναίκες; Μήπως ξεχνάτε τη δική σας;
Σηκώθηκε κάπως σαστισμένος μπροστά στην ακαρτέρευτη εμφάνιση. Η μια κυρία σχολίασε χαμηλόφωνα:
— Και όμως δε μοιάζει παντρεμένος.
Είπε τ’ όνομά του. Οι τρεις κυρίες συστηθήκανε με τη σειρά. Πρώτη συστήθηκε η κυρία με τον κόκκινο σκούφο:
— Αφροδίτη Μηλιώτη.
Καθώς μιλούσε, δυο λακκάκια γλυκαίνανε τα μάγουλά της.
— Ήρα Ολυμπίου, είπε η άλλη με τον κίτρινο σκούφο.
Είχε κάποια μεγαλοπρέπεια η κορμοστασιά της. Τα μεγάλα μαύρα της μάτια κοιτάζανε με απάθεια, λίγο ψυχρά. Το μπουρνούζι γλίστρησε από τον ώμο της ξεσκεπάζοντας το μπράτσο, σφιχτοδεμένο και αλαβάστρινο.
Η τρίτη με το γαλάζιο σκούφο ήταν πολύ πιο νεαρή από τις άλλες, κοριτσόπουλο σχεδόν. Έψαχνε μες στον άμμο για βότσαλα, διαλέγοντας τα πιο πλατιά, έπειτα με μια κίνηση δυνατή, σα να ’ριχνε ακόντιο, τα πέταγε στρωτά στη θάλασσα. Αναπηδούσανε τρεις, τέσσερις, πέντε φορές πάνω στην επιφάνεια του νερού πριν να βουλιάξουν.
Γύρισε και τον κοίταξε με τα συλλογισμένα μάτια της.
— Αθηνά Ολυμπίου.
— Αδελφή της κυρίας; ρώτησε ο Παύλος.
— Προγονή της. Είναι γυναίκα του πατέρα μου. Είχα το δυστύχημα να μη γνωρίσω τη μητέρα μου.
Αργότερα είχε προσέξει ο Παύλος πως τα μάτια της ήτανε γαλανά.
— Μόνο αφού βραδιάσει, του είπ’ εκείνη. Τη μέρα, η θάλασσα, ο ουρανός, είναι τόσο εντατικά γαλάζια που τα μάτια μου δείχνουνε ξεπλυμένα γκρίζα. Όλα εδώ είναι τόσο γαλάζια…
Την πρώτη μέρα, καθώς τον αποχαιρετούσανε οι τρεις κυρίες, η Ήρα του λέει:
— Ελπίζω να σας βλέπομε συχνά στη συντροφιά μας.
Αφροδίτη, Αθηνά, Ήρα… Μήπως ελευθερία σημαίνει κάτι άλλο από να κλειστείς σ’ έναν κύκλο από ιδέες, όσο κι αν τις διάλεξες ο ίδιος; Ο ουρανός ενδιαφέρει τώρα πια μονάχα στη σχέση που έχει με τη γη, με το κομμάτι αυτό της γης που λέγεται Σαρωνικός. Αντίκρυ, το νησί της Μονής μοιάζει πειρατικό λημέρι.
Και όμως με τη συντροφιά τους ένιωθε πάντα κάποια στενοχώρια, δεν μπόρεσε να γεννηθεί καμιά οικειότητα, όσο και αν κατάντησε η καθημερινή του απασχόληση τώρα που απελπίστηκε από τη δουλειά. Οι τρεις κυρίες ζούσανε μπροστά του, μιλούσανε για διάφορα θέματα, παίρναν ενδιαφέρον για το ένα και το άλλο, μα ωστόσο μοιάζανε ασυμπλήρωτες εκείνη τη στιγμή, σα να ’λειπε κάτι ουσιαστικό από τον εαυτό τους ή σα να ενεργούσαν τυπικά και αυτόματα όσο η σκέψη τους τριγύριζε αλλού. Μια δυσαρμονία χτυπητή, τα λόγια και οι πράξεις τους βρισκότανε σε διαφορετικό επίπεδο από το νου, σα να τις απασχολούσε μια άλλη οργανική λειτουργία που δεν ήταν της στιγμής.
Είχε μια ψυχρή προτίμηση για την Αθηνά κι έτυχε ακόμη να σκεφτεί πως ένας άλλος θα μπορούσε ίσως να την αγαπήσει. Στο βραδινό περίπατο μιλούσανε οι δυο τους απρόσωπα και ήσυχα περνώντας μπροστά από άγνωστους φράχτες κι από άγνωστα σπίτια, πάνω σε δρόμους ανασκαλεμένους από τις βροχές του τελευταίου χειμώνα κι από το πέρασμα των κάρων. Κάποιες φορές το δειλινό, καθισμένοι στην ακρογιαλιά ο ένας πλάι στον άλλο, μένανε σκεφτικοί μπροστά στη νύχτα που αργοπορούσε. Τα μάτια της Αθηνάς παίρνανε τότε το βαθύ γαλάζιο τους χρώμα.
Είχαν συμφωνήσει ν’ ανταμώσουνε όλοι μαζί μετά το φαγητό για έναν περίπατο με την πανσέληνο. Εκτός από τον ταχτικό συνοδό της Αφροδίτης, τον αξιωματικό του ναυτικού, ήρθε μαζί τους ακόμη ένας κύριος. Πήγαινε μπροστά με την Ήρα και της μιλούσε κάπου κάπου σιγανά, με ύφος σοβαρό, σα να πρόκειται για υποθέσεις.
— Καλύτερα να καθίσουμε, είπε η Αφροδίτη. Γιατί να κουβαλούμε τις κουβέρτες τόσο δρόμο και να κουραζόμαστε;
Μόλις είχανε προχωρήσει εκατό βήματα. Το φεγγάρι ψήλωνε. Ανοίξανε τις κουβέρτες πάνω στην αμμουδιά, κολλητά στα βράχια, έτσι που να μένουνε κάτω από τον ίσκιο τους και το φεγγάρι να φωτάει τρόγυρα. Τα δυο ζευγάρια ξαπλωθήκαν πλάι πλάι. Ο Παύλος με την Αθηνά λίγο πιο κει, ακουμπώντας με την πλάτη στα μαδέρια μιας ψαρόβαρκας που κειτότανε ξενερισμένη.
— Και ο περίπατός μας; τη ρώτησε ο Παύλος.
Μα η Αθηνά κοίταζε τη θάλασσα. Μια βάρκα που ξεμάκραινε ανασήκωνε με τα κουπιά το μαύρο αναλυτό ατσάλι κάνοντάς το να σπιθοβολά. Η στάση της είχε απόψε μια συνέπεια με το περιβάλλον, ίσως και με τον εαυτό της, έτσι όπως καθότανε ασήμαντη μέσα στο σεληνόφωτο, χαμένη, τόσο που καταντούσε συγκινητική.
Πίσω τους ακούστηκε το νευρικό γέλιο της Ήρας.
— Δεν μπορείς να μείνεις ήσυχη; της παρατήρησε η Αφροδίτη.
— Φταίει αυτός εδώ, είπε η Ήρα γελώντας πάλι νευρικά.
— Ντίνο, τον μάλωσε η Αφροδίτη, δε βλέπεις τί ήσυχα που κάθεται ο Χάρης; Και ο κύριος Παύλος το ίδιο. Μας χαλνάς τη… Α! — έβαλε μια φωνή και σώπασε μεμιάς.
Το χέρι της Αθηνάς άγγιξε το μπράτσο του Παύλου.
— Έχετε δίκιο, πάμε να περπατήσουμε.
Ύστερ’ από λίγα βήματα τέλειωσε η αμμουδιά. Περάσανε το μισογκρεμισμένο πέτρινο γεφύρι και βγήκανε στον καρόδρομο. Οι φυλλωσιές απ’ τα ελιόδεντρα λαμπυρίζανε στο απόμακρο. Πίσω από ένα χαμηλό φράχτη φωτίστηκε το παράθυρο κάποιου σπιτιού. Ένας ίσκιος στάθηκε για λίγο μέσα στο φωτισμένο τετράγωνο, έπειτα χάθηκε στο βάθος.
— Τί ευτυχισμένο σπιτάκι! έκανε η Αθηνά.
— Κάθε φωτισμένο παράθυρο δείχνει ευτυχισμένο. Ακόμη κι ένα τρένο ή ένα καράβι που περνούνε ολόφωτα μέσα στη νύχτα.
— Η λαχτάρα της φυγής, ψιθύρισε η Αθηνά.
Εξακολουθήσανε το δρόμο τους. Ξαφνικά, δίχως καμιά αφορμή, άρχισε να του μιλά για τη μητέρα της. Αράδιαζε λεπτομέρειες από τη ζωή της, ασήμαντα γεγονότα, τόσο του σπιτιού όσο κι έξω, στον κόσμο. Είπε πόσο ήτανε λεπτή, χαριτωμένη, πόσο την θαυμάζανε, πόσο την αγαπούσανε όλοι. Δεν την θυμότανε καθόλου. Από τα λόγια της φαινότανε πως είχε κάνει μια λεπτομερειακή ανάκριση ανάμεσα σ’ εκείνους που την είχαν γνωρίσει. Τη λέγανε Φροσύνη.
Ήξερε κάθε ξεχωριστή χειρονομία της, τον τρόπο που χαμογελούσε, όπως μισόκλεινε τα μάτια… Μίλησε για τα φορέματά της, για τα χρώματα που της ταιριάζανε καλύτερα. Είχε φυλάξει μια μεταξωτή βεντάλια, ζωγραφισμένη με χαρούμενες μικρογραφίες. Μα δεν υπάρχει πια η βεντάλια, χάθηκε. Τρελαινότανε για την ιταλική μουσική, την παλιά, τα ρόντα του δέκατου όγδοου αιώνα με το αίσθημα εκείνο το δισταχτικό, που κάνει μια να φύγει μα όλο και ξανάρχεται.
— Τώρα, το σπίτι απομένει αδειανό, πάντα έτσι το γνώρισα.
Του φανέρωσε πρώτη φορά τη μεγάλη της θλίψη να μη γνωρίσει τη μητέρα της. Πήγαινε πλάι του με το κεφάλι σκυφτό, ολότελα ανθρώπινη απόψε που η σελήνη την ανάγκαζε να ξομολογηθεί. Την άκουγε σιωπώντας, με την καρδιά σφιγμένη, αβέβαιος και μελαγχολικός για τα παιδιάτικά του χρόνια.
Το νυχτερινό αεράκι σηκώθηκε από το μέρος της στεριάς. Φυσούσε κάπως χλιαρό από την ολοήμερη κάψα. Κάθε τόσο φτάνανε ώς εδώ οι νότες μιας μακρινής μουσικής, πότε κομμένες, πότε σε μιαν ακέρια φράση. Κάποιος έπαιζε πιάνο — ίσως μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο του σπιτιού που προσπεράσανε. Ασυναίσθητα, βραδύνανε μαζί το βήμα τους. Ικετευτικά, με σιγανή επιμονή, μια νότα σαν ανθρώπινη φωνή, λέει το παράπονό της με μιαν απαρηγόρητη διάθεση, σα μια λαχτάρα για ευτυχία — θαρρείς πως γονατίζουνε οι νότες μες στην αχλύ του σεληνόφωτου. Όλη την ώρα, μια φράση ερωτηματική ξανάρχεται με αγωνία. Η Αθηνά σήκωσε τα μάτια της και είδε το πρόσωπο του Παύλου συνοφρυωμένο.
— Πάμε, της λέει. Μια τέτοια μουσική είναι μια μείωση του ανθρώπου.
Καθώς ξεκινήσανε για την επιστροφή, τους παρακολουθούσε από μακριά ένα ρουμπάτο εκνευριστικά αισθηματικό. Πάνω στο φράχτη σιγότρεμε η περικοκλάδα.
Βρήκανε άλλους στην ίδια θέση, στα σκοτεινά, κάτω από τον ίσκιο που ρίχνανε τα βράχια. Η Αθηνά έβγαλε τα σαντάλια της.
— Αχ, νιώθω μια ηδονή να μου χαϊδεύει τα πόδια μου ο άμμος.
Έπιασε να μαζώνει μακρόστενα κοχλίδια και τα ’χωνε ανάμεσα στα νύχια και στο κρέας, έτσι που τα δάχτυλά της παίρνανε προέκταση, πολύτιμα, επιτηδεμένα, με ανταύγειες. Τα σήκωσε στο σεληνόφωτο και τα καμάρωνε.
— Δε μοιάζουνε με χέρια μπαγιαντέρας; και άρχισε να τα σαλεύει από τον καρπό φιδώνοντας τα δάχτυλα.
Τα μηνίγγια του χτυπούσανε σα να ’χε πυρετό. Η Αθηνά δεν τον πρόσεχε, κοιτούσε τα δάχτυλά της ευχαριστημένη από το παίξιμό τους, γελώντας όποτε τύχαινε να ξεφύγει ένα κοχλίδι από τα νύχια της. Μόνο σαν πέσανε όλα τα κοχλίδια γυρίζει και του λέει:
— Τώρα θα κοιμηθώ.
Πήγε και ξάπλωσε πάνω στην κουβέρτα, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι, ακίνητα τώρα και ησυχασμένα. Ο Παύλος κάθισε πλάι της. Στο μισόφωτο ξεχώριζε σιγά σιγά το εξογκωμένο της μέτωπο με τα πλακουτσωτά μηνίγγια. Την ανακάλυπτε απόψε. Τα φρύδια ήτανε μονάχα ένα χνούδι που δε φαινότανε σχεδόν, σαν ασχημάτιστα πάνω από τα κλειστά ματόφυλλα. Μια διαφάνεια πορσελάνας γαλάζωνε τις κόγχες και τρόγυρα το πρόσωπο, μια διαφάνεια εσωτερική, σαν ένα φως που αναδινόταν από την επιδερμίδα. Τα μάγουλα όμως απομένανε γεμάτα και είχαν το χρώμα του ώριμου καρπού, μια αντίθεση πλάι στην άλλη εξαΰλωση — μα ίσως να ’τανε βαμμένα όπως και τα χείλια που διατηρούσανε ωστόσο την παιδιάτικη έκφραση.
Ακούμπησε το χέρι του πάνω στα μαλλιά της. Του φάνηκε πως τα ρουθούνια της αναριγήσαν και σα να χάραξε το μέτωπό της ανάμεσα στα φρύδια.
Στην άλλη άκρη ακουστήκανε ομιλίες.
— Σσσσ…, έκανε η Αφροδίτη.
— Κάτι λέω στην Ήρα, δικαιολογήθηκε ο κύριος Ντίνος. Θέλετε να τ’ ακούσετε κι εσείς;
Ο Παύλος κοίταξε το γαληνεμένο πρόσωπο της Αθηνάς.
— Κοιμάται, τους λέει σιγανά.
Ένιωσε το χέρι της να σφίγγει το δικό του.
— Καλά, σωπαίνω, είπε ο άλλος. Να ρίξομε όμως πάνω μας το σκέπασμα.
— Δεν κάνει ψύχρα, παρατήρησε ο Παύλος.
— Φαίνεται πως δεν ξέρετε το κλίμα της Αίγινας.
Η Ήρα γέλασε. Πήρε από δίπλα της την άλλη κουβέρτα και την άπλωσε μονοκόμματα πάνω στα δύο ζευγάρια και στην Αθηνά. Η σελήνη ψήλωνε συμμαζεύοντας τους ίσκιους, λάμποντας με μια ψυχρή γυαλάδα πάνω από τα βράχια. Καθώς η Αθηνά γύρισε πάνω στο πλευρό, το αυτί της ξεχώρισε ανάμεσα στα μαλλιά της, χλωμό, λίγο στετό, σα να ’θελε ν’ αφουγκραστεί. Ξαφνικά, σα μια κραυγή που έσκισε τη σιγαλιά της νύχτας, το γυμνό της πόδι ξεπρόβαλε κάτω απ’ την άκρη της κουβέρτας, φωτερό μέσα στο σεληνόφωτο, αχνό, ίδιο νεφέλωμα. Δίχως μια σκέψη, ένστιχτα, ο Παύλος άπλωσε το χέρι του και της το σκέπασε με τη χούφτα. Η ώρα περνούσε. Της κράταγε το πόδι σα να ’χε βρει το χέρι του έναν προορισμό, ένα τέλος. Μα η σκέψη του τραβούσε αλλού, μες στο μυαλό του αναδευόντανε τα λόγια του γέρου αποκρυφιστή. Χαμένα λόγια μεθυσμένου, η σφαίρα της διανόησης …η ώθηση για τις ιδέες που δίνεται από τη γυναίκα… Στην αισθητική σφαίρα, ο άντρας είναι ο πομπός… Ένιωσε μες στο χέρι του την κορμίσια ζεστασιά της Αθηνάς. Έσκυψε πάνω της, τόσο κοντά που η ανάσα του της χάδεψε το πρόσωπο. Τα χείλια του σαλέψανε.
— Μη μου πείτε τίποτα, ψιθύρισε η Αθηνά.
Η Ήρα και ο κύριος Ντίνος είχανε σηκωθεί και διόρθωναν τα φορέματά τους. Η Αθηνά γύρισε το κεφάλι ανήσυχη.
— Πού πηγαίνετε; τους ρώτησε.
— Άσε τους, είπε η Αφροδίτη. Πάνε να μάθουν αν έχει αύριο πλοίο για τον Πειραιά, πρόσθεσε γελώντας.
Ο ώμος της κοπέλας ανασηκώθηκε αργά και πάλι τον άφησε να πέσει με μια κίνηση αποθαρρημένη.
— Δεν ήξερα πως είστε τόσο σχετικοί μ’ αυτό τον κύριο, της λέει ο Παύλος σιγανά.
— Είναι φίλος του σπιτιού, του αποκρίθηκε με άτονη φωνή.
— Τότε γιατί δεν έρχεται να σας βλέπει πιο συχνά; Δεν τον αντάμωσα ποτέ στο σπίτι σας.
Ρωτούσε μ’ επιμονή, σα να ’θελε να βγάλει από το νου μια ιδέα ή να πάρει μιαν απόφαση.
— Πώς θέλετε να ξέρω; είπε η Αθηνά. Κρατά ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο για το καλοκαίρι. Τί σχέση έχω εγώ με όλ’ αυτά και με παιδεύετε;
Τα μάτια της γυαλίζανε υγρά. Τα ’κλεισε και του γύρισε την πλάτη. Ο Παύλος μετακινήθηκε στη θέση του. Έπειτα σηκώθηκε αργά και άρχισε να βηματίζει πλάι στη θάλασσα κακόκεφος, με την καρδιά σφιγμένη από κάποια προειδοποίηση. Και άλλοτε του έτυχε να νιώσει το ίδιο αίσθημα, το ασυντέλεστο να τον παραμονεύει, κάτι που προορίζεται να πάει χαμένο. Δεν ήτανε δειλία, μια προειδοποίηση για το ανικανοποίητο. Μόνο στον εαυτό του μπορεί να λογαριάζει. Έχει το έργο του που του γεμίζει τη ζωή.
Μα ωστόσο τον έσφιγγε η καρδιά του — και το στόμα του ήταν πικρό.
— Ωχ! έκανε η Αθηνά και ανακάθισε. Κάτι με τσίμπησε στην πλάτη.
— Με τρόμαξες! είπε η Αφροδίτη.
Μίλησε σιγανά στο Χάρη και σηκωθήκανε οι δυο τους.
— Πηγαίνομε να κάνομε ένα μικρό περίπατο, τους λέει. Μη μας περιμένετε.
Καθώς φεύγανε, τα πόδια τους μπλέξαν σε κάτι δίχτυα που ήταν απλωμένα εκεί πλάι. Τα ξεμπλέξανε με ευκολία και ξεμάκρυναν πίσω από τα βράχια.
Η Αθηνά έβαζε τα σαντάλια της.
— Να σας βοηθήσω, της λέει ο Παύλος και συλλογίστηκε πως της κράταγε το πόδι πριν από λίγη ώρα. Κοίταξε την αδειανή παλάμη του με απορία.
— Ευχαριστώ. Τελείωσα και φεύγω. Δεν είναι ανάγκη να με συνοδέψετε.
Από τη θέση που στεκότανε την παρακολουθούσε να χάνεται σιγά σιγά μέσα στο σεληνόφωτο. Έμεινε ακίνητος για ώρα μπροστά στον ίσκιο του που έπεφτε λοξά πάνω στον άμμο. Οι μάλλινες κουβέρτες διατηρούσανε ακόμα τις βαθουλωτές καμπύλες από τα κορμιά.
Τις μάζεψε από χάμω, τις φορτώθηκε στον ώμο και ξεκίνησε για το Φάρο.
Το σπίτι της Ήρας κοιμότανε βυθισμένο μέσα στο σεληνόφωτο. Η Αθηνά πρέπει να γύρισε, δε θα πλανιότανε μονάχη της μες στα χωράφια τέτοια ώρα. Καθώς ψαχούλευε να βρει το σύρτη για ν’ ανοίξει την πόρτα του φράχτη, τα δάχτυλά του ξεσκιστήκανε πάνω στ’ αγκάθια της αραποσυκιάς. Κατόρθωσε να μπει στο περιβόλι. Ούτε μια ξεσκλίδα φωτερή δεν χάραζε μέσ’ από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Σφύριξε σιγανά και στάθηκε περιμένοντας. Τα κόκκινα κρίνα του μπίσκου φαντάζανε ματωμένα μέσα στη σκοτεινή τους φυλλωσιά. Το φιλαδέρφι ανάδινε το άρωμά του, γλυκόξινο και τσουχτερό. Τίποτα δε σαλεύει, κανένας δεν νοιάστηκε την απουσία του είτε τον ερχομό του. Ακούμπησε τα σκεπάσματα πάνω στο πεζούλι και ξαναβγήκε στο δρόμο πιπιλίζοντας τη στάλα το αίμα που σημάδευε την τζαγκρουνιά πάνω στο δάχτυλό του.
Κοσμάς Πολίτης. [1933] 1990. Εκάτη. Αθήνα: Ύψιλον.