17.2.22

Κοσμά Πολίτη Eroica

[...]Την Κυριακή το βραδινό, στο σπίτι του Βενιαμίν, μιλήσαμε για θάνατο και για αιωνιότητα ωσάν να πρόκειται για μια συνηθισμένη οποιαδήποτε υπόθεση.

Μας απασχόλησε όμως η σκέψη της ζωής.
Η παρθένα, η ωραία, η πικρή ζωή που απρόοπτα ορθώθηκε μπροστά μας.
Μας απασχόλησε η άνιση πάλη με την υπεροπλία της ζωής.
Μια δύναμη τόσο ακαταλόγιστη που να αποκλείει ακόμη και το ενδεχόμενο της αδικίας.

Λευκή, σκληρή, γυναικεία, κάπου μέσα στο θαμπό σκοτάδι ακουμπάει το πιγούνι πάνω στο διπλωμένο χέρι και μοιάζει να στοχάζεται στο βάθος του εαυτού της πού θα χτυπήσει πιο παράλογα.
Ειδεμή, ποιος σκιάχτηκε για τη χαριστική βολή στο τέλος;… Και ποιος εχθρεύτηκε την πιο γλυκιά γαλήνη;
Ο Βενιαμίν μάς έπαιξε στο πιάνο ένα ρόντο.
— Καταμεσής στην έρημο, μας λέει, βρίσκετ’ ένα βουνό από διαμάντι ατόφιο που η κορφή του χάνεται στα ουράνια. Κάθε χίλιους αιώνες πετάει ένα περιστέρι κατά κει και τη χαϊδεύει ανάλαφρα στο πέρασμά του, έτσι που μόλις την αγγίζει με την άκρια της φτερούγας. Το βουνό το λεν αιωνιότητα. Και οι εκατό χιλιάδες χρόνια μετρούν για ένα δευτερόλεπτο στο αμέτρητο του απείρου. Άμα τριφτεί ολόκληρο απ’ τη φτερούγα του περιστεριού, θα ’ρθει και η συντέλεια του χρόνου.
Τότε ο Σταύρος λέει συλλογισμένος:
— Καταπιανόμαστε με μυστικά που ποτέ δε θ’ αποκαλυφτούνε σε κανέναν — και ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του η οδύνη για το άγνωστο.



*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη Eroica (IV, εισαγωγή-επιμέλεια: Peter Mackridge, Εστία 1991, 1η έκδοση: Γκοβόστης 1938).