Λευκάδιος Χερν – Yakumo Koizumi (27 Ιουνίου 1850 – 26 Σεπτεμ-βρίου 1904): Θεωρείται ως ένας από τους εθνικούς συγγραφείς της Ιαπωνίας. Ο Τζόναθαν Κόλτ στο βιογραφικό μυθιστόρημα “Η Οδύσ-σεια του Λευκάδιου Χερν”, του προσδίδει το όνομα “περιπλανώμενο φάντασμα” και όχι τυχαία.
Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή.
Ο Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στο αγγλοκρατούμενο νησί της Λευκάδας και ήταν καρπός του έρωτα του Ιρλανδού στρατιωτικού γιατρού Τσαρλς Μπους Χερν και της Κυθηριώτισσας Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη.
Πριν ακόμα γεννηθεί ο πατέρας του πήρε μετάθεση στις Δυτικές Ινδίες. Όταν ο Χερν ήταν 2 ετών ταξίδεψε μαζί με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν μαζί με την οικογένεια του πατέρα του. Η Ελληνίδα μητέρα του δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο αυστηρό προτεσταντικό πλαίσιο και νοσταλγούσε την πατρίδα της τα Κύθηρα. Την φροντίδα του ανέλαβε η χήρα αδελφή της γιαγιάς του, η Σάρα Μπρενάν, που ήταν πολύ αυστηρή.
Όταν ήταν 3 ετών επέστρεψε ο πατέρας του για να ξαναφύγει πολύ σύντομα, αφήνοντας τη μητέρα του Χερν να περιμένει μόνη της ένα ακόμα παιδί. Τελικά η μητέρα του επιστρέφει στα Κύθηρα (Τσιρίγο) για να ανακαλύψει ότι δεν ήταν τυπικά παντρεμένη με τον πατέρα του Χερν. Αμέσως παντρεύεται έναν Ιταλό που την υποχρεώνει να εγκαταλείψει τα παιδιά της. Ο μικρός αδελφός του, ο Τζέιμς στέλνεται και αυτός στο Δουβλίνο στον πατέρα του. Τα παιδιά δεν ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους.
Όταν ο Χερν ήταν 7 ετών, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αγαπημένη του από τα παιδικά χρόνια και μετακόμισε. Ο Χερν δεν ξαναείδε τον πατέρα του από τότε και συνέχισε να ζει με τη δεσποτική Σάρα Μπρενάν που τον αποκαλούσε «το παιδί», δεν είχε ούτε όνομα, ούτε γονείς. Ήταν μια τραυματική περίοδος, γεμάτη εφιάλτες που ο ίδιος τους περιγράφει ως «μια αίσθηση που δεν έχει όνομα στη χώρα των ζωντανών».
Η μόνη του διαφυγή ήταν η βιβλιοθήκη της θείας του. Εκεί διάβαζε ατελείωτες ώρες Ελληνική Γραμματεία και ιδιαίτερα μύθους. Η θεία του φοβούμενη ότι ο Χερν θα απομακρυνθεί από τον Καθολικισμό, τον στέλνει εσωτερικό σε ένα εκκλησιαστικό σχολείο στη Γαλλία και αργότερα σε ένα καθολικό εκπαιδευτήριο στην Αγγλία. Εκεί στην αυλή του εκπαιδευτηρίου θα χάσει το αριστερό του μάτι. Παρά τη μυωπία που είχε, δε φόρεσε ποτέ γυαλιά και πάντα στις φωτογραφίες έβγαινε προφίλ για να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι.
Λίγο αργότερα η θεία του χάνει όλη την περιουσία της και ο Χερν στέλνετε στο σπίτι μιας πρώην υπηρέτριας. Εκεί ο Χερν περιφέρεται χωρίς σκοπό και το μόνο που κάνει είναι να επισκέπτεται βιβλιοθήκες και μουσεία.
Όταν γίνεται 19 χρονών, η θεία του δίνει ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη. Χωρίς βοήθεια και χωρίς χρήματα κοιμάται σε στάβλους και αποθήκες κάνοντας ευκαιριακές δουλειές. Στο Σινσινάτι γνωρίζει τον τυπογράφο Χέρνι Γουότκιν που έγινε φίλος του και τον προσέλαβε στη δουλειά του ως διορθωτή κειμένων. Μάλιστα του έδωσε και το όνομα «Κοράκι» από το ομώνυμο ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Συνεχίζει να επισκέπτεται τις βιβλιοθήκες και να διαβάζει με πάθος. Παράλληλα, αρχίζει να αρθρογραφεί σε εφημερίδες και να σκιτσογραφεί ο ίδιος τα κείμενά του. Η ικανότητά του να περιγράφει με λογοτεχνικό τρόπο την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων – των διαφορετικών αλλά και των παραδόσεων, των μύθων και των θρύλων που αυτοί είχαν, τον έκαναν πολύ γνωστό.
Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Enquirer και μέσα από τις ιστορίες φόνων που έγραφε έγινε ο πιο δημοφιλής δημοσιογράφος. Το 1874 κατάφερε να εκδώσει, μαζί με τον Χέρνι Φάρνι το εβδομαδιαίο εικονογραφημένο περιοδικό Ye Giglampz.
Σε μια εποχή που ο ρατσισμός επικρατούσε, ο Χερν παντρεύτηκε την Αφροαμερικανίδα Alethea. Απολύθηκε από την εφημερίδα, αλλά αμέσως τον προσέλαβε η Cincinnati Commercial. Ο γάμος δεν κράτησε και ο Χερν πηγαίνει στη Νέα Ορλεάνη ως απεσταλμένος της εφημερίδας. Εκεί μαγεύεται από την κουλτούρα των Κρεολών. Γράφει, εκδίδει βιβλία, δημιουργεί και τυπώνει περίπου διακόσιες ξυλογραφίες της καθημερινής ζωής των κατοίκων, συνεργάζεται με το περιοδικό Harper’s και ταξιδεύει στις Δυτικές Ινδίες, στη Μαρτινίκα.
Το 1890 πηγαίνει ως ανταποκριτής της εφημερίδας στην Ιαπωνία. Εκεί βρίσκει το σπίτι του. Διδάσκει αγγλικά σε ένα σχολείο στο Ματσούε και παντρεύεται την Setsuko Koizumi, που καταγόταν από οικογένεια σαμουράι. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, πήρε την Ιαπωνική υπηκοότητα, το όνομα Koizumi Yakumo (που σημαίνει το μέρος που γεννιούνται τα σύννεφα) και ασπάστηκε το Βουδισμό. Μετακόμισε στο Κουμαμότο όπου δίδαξε αγγλικά σε γυμνάσιο, μετά στο Κομπέ και τέλος στο Τόκυο, όπου - μεταξύ άλλων - δίδαξε Αγγλική Λογοτεχνία στο Tokyo Imperial University και το 1904 ως καθηγητής στο Waseda University.
Ο Χερν έζησε την Ιαπωνία σε μια εποχή σαρωτικών αλλαγών που η εκβιομηχάνιση κατέστρεφε κάθε τι παραδοσιακό. Αγαπούσε με παράφορο τρόπο αυτό που χανόταν και προσπάθησε να το καταγράψει. Πάντα όμως οι ήρωές του είχαν κάτι απόκοσμο, τρομαχτικό, παράδοξο. Πέθανε στο Τόκυο. Η Ιαπωνία τον τίμησε αναγνωρίζοντάς τον ως εθνικό συγγραφέα, δίνοντας το όνομά του σε Έδρες Πανεπιστημίων, δημιουργώντας μουσεία, στήνοντας μνημεία και τοποθετώντας το άγαλμά του στην κεντρική πλατεία του Τόκυο.
Η σχέση του με τον τόπο και τη χώρα καταγωγής του ήταν σημαντικό κομμάτι της ζωής του, αφού κράτησε και υπέγραφε τα βιβλία του με το όνομα Λευκάδιος και, όπως ανέφερε ο ίδιος σε μια διάλεξη του στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο: “Εκείνοι οι αρχαίοι Έλληνες παρ’ όλο που ήταν χαρούμενοι σαν παιδιά και καλοσυνάτοι, ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι, στους οποίους ανατρέχουμε για καθοδήγηση ακόμα και σήμερα. Αυτό που ο κόσμος σήμερα αισθάνεται ότι έχει περισσότερο ανάγκη είναι η επιστροφή αυτού του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος της ευτυχίας και της καλοσύνης”
(μετάφραση Τέτη Σώλου από την ομιλία του Μπον Κοϊζούμι στο Συμπόσιο The Open Mind of Lafcadio Hearn, Λευκάδα 2014).