4.2.22

Λουντέμης: «Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις. Καν'την τραγούδια,ξενύχτια..»

Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.
Καν την τραγούδια, ξενύχτια. Καν την βιβλία, αταξίες.
Μόνο μην τη μοιρολογάς. Είναι σαν να τη βρίζεις.
Σαν να της κλείνεις το δρόμο να ξανάρθει.
Κοίταξέ με προσεχτικά και θα καταλάβεις.
Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά.
Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει.
Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει.
Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο".
Κάτω από το πευκάκι ο κόσμος γίνεται απέραντος.
Σωπαίνουν όλες οι φωνές που είχες μέσα σου. Γίνεται ησυχία.
Οι ιδέες που βουίζουν μεσ στ' αυτιά σου....τα παράπονα που φουσκώνουν το στήθος σου...
Οι έγνοιες που χουν εκεί μέσα την φωλιά τους...
Όλα πέφτουν στο νερό, σκορπούνε, χάνονται.
Ακουμπάς στη ρίζα,αντίκρυ στην πεντάμορφη πόλη.
Ύστερα κλείνεις την πόλη όξω απ' τα μάτια σου, και φέρνεις στη θέση της ένα κήπο.
Δάσος οι νερατζιές...και το παγκάκι ολομόναχο κάτω από μια νερατζιά.
Είναι τα μάτια της λαμπερά και σε λούζουν.
Κείνη λέει τ'ονομά σου πολλές φορές.
Ακουμπάει το χέρι της στην άκρη των μαλλιών σου -έτσι.
Κι εσύ ο νιώθεις -το χέρι της!- το νιώθεις να κοκκινίζεις απ'την ντροπή.
Τόσο όμορφο, τόσο ντροπαλό χέρι...πάει, δεν είναι πια να ξαναγίνει.
Ύστερα κάτι γίνεται κι όλα σταματούν...
Οι νερατζιές απόμειναν σκυφτές από πάνω μας...
Το φιλί της μοσχοβολούσε νιότη!...
Αλίκη...Τ'ονομά σου έμεινε στα χείλη μου σαν το κλαδάκι της βραδυνής μας νερατζίας.
Το κρατώ και μοσχοβολά ο κόσμος.
Τάρα (αγάπη μου...αγάπη μου..), τώρα ζηλεύω το παγκάκι που ακουμπούσε το φουστάνι σου...
Και ζηλεύω και τον εαυτό μου που ήταν εκεί και το 'δε.... Αλίκη.. θέλω να πω ένα τραγούδι και φοβάμαι μην καεί το στόμα μου.
Μα βλέπεις, η αγάπη είναι ανήμερο θεριό που τρώει την ζωή μας....
Μα μόλις φύγει καταλαβαίνουμε ότι αυτή ήταν η ζωή μας.
Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε.
Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει.
Χάνουμε την αίσθηση της.
Και την ξαναποκτούμε μόνο ότν την χάσουμε.
Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες.
Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.
Καν'την τραγούδια,ξενύχτια.
Καν'την βιβλία, αταξίες.
Μόνο μην την μοιρολογάς.
Είναι σαν να την βρίζεις.
Σαν να τη κλεινεις τον δρόμο να ξανάρθει.
Η αγάπη είναι το φαρμάκι και το νέκταρ της ζωής μας.
Αν θέλεις να πιεις θα τα πιεις και τα δύο μαζί.
Ένα ένα δε στα δίνουν.
Γιατί κλείνεις τα μάτια σου;
Νυστάζεις ή πονάς;…

Μενέλαος Λουντέμης, «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους»