Ρεμπέτικα σε κηδεία
Ήταν την άνοιξη του 1986, τη χρονιά που είχαν σκοτώσει τον Ούλοφ Πάλμε, πρωθυπουργό της Σουηδίας. Πένθος, έκπληξη και καχυποψία απλώθηκε στην ειρηνική χώρα. Ποιος σκότωσε και γιατί τον πρωθυπουργό που επέστρεφε στο σπίτι με τη σύζυγό του, χωρίς φρουρά, από τον κινηματογράφο; Τον πρωθυπουργό που αγάπησε τους απλούς ανθρώπους όσο κανένας άλλος; Αυτόν που έκανε τόσα πολλά για τους Σουηδούς, που οι επόμενοι πρωθυπουργοί, ξηλώνουν ξηλώνουν κι ακόμα Πάλμε υπάρχει από κάτω;
Είχαμε πέσει όλοι σε μεγάλη στενοχώρια, ιδιαίτερα εμείς οι μετανάστες, στη Σουηδία. Αλλά και σε όλο τον πλανήτη όσοι ήθελαν έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Εγώ είχα κι έναν λόγο παραπάνω. Ήμουν δυο χρόνια παντρεμένος με μια Σουηδέζα και είχαμε αποκτήσει κι έναν γιο. Μ’ έτρεχε, τώρα, στους δικηγόρους, γιατί μετά μια τουρνέ που κάναμε με την ορχήστρα, βρήκε την κιλότα της τραγουδίστριας στη βαλίτσα μου. Μου το είχε πει ο μαέστρος, ένας ασχημομούρης μεσόκοπος μπουζουκτσής από τη Θεσσαλονίκη που την είχε ψιλιαστεί τη δουλειά, «μακριά από την τραγουδίστρια. Τη θέλω για πάρτη μου». Έλα όμως που αυτή μετά το τέλος του προγράμματος ήρθε στο δωμάτιό μου να μάθει την ελληνική γλώσσα. Της έδειξα ορθογραφία, γραμματική και συντακτικό. Με οξείες, περισπωμένες και μια υπογεγραμμένη. Και να δεις μια σύμπτωση. Το χωριό από το οποίο καταγόταν η γυναίκα μου λεγόταν Κιλότα.
Δεν μου είχε μείνει φράγκο από τους δικηγόρους που με τραβολογούσε η γυναίκα μου, όταν με βρήκε ο Πολύβιος από το Κιλκίς που ήταν μονίμως πανί με πανί.
− Χρήστο, έχω πρόσκληση να παίξουμε σε κηδεία. Είσαι;
− Αν είμαι, λέει, το ρωτάς; Πόσο;
− Εβδομήντα.
Μπουζούκι αυτός, τζουρά εγώ.
Δεν είχα παίξει σε εκκλησία ποτέ, ούτε σε κηδεία. Ούτε κι ο Πολύβιος. Δεν είχε πάει καν ο νους μου εκεί. Εγώ εκκλησία μόνον την εκκλησία του χωριού μου ήξερα και αυτήν σεβόμουν. Χτισμένη το 1848 όταν οι παππούδες μου ήταν σκλαβωμένοι στους Οθωμανούς. Πλάι στην κούλια του Ελία Ζαγάρ του τσιφλικά που την έχτισε κι αυτός την ίδια χρονιά για αντιπερισπασμό. Χαμηλή, στα μέτρα του ανθρώπου, με τον παντοκράτορα όμοιο με τον αδερφό μου, με το ξύλινο τέμπλο σκαλιστό από τεχνίτες υπομονετικούς, με αγιογράφους ανορθόγραφους σοφούς, με πλάκα στην εξωτερική δυτική πλευρά με σταυρό, ημισέληνο και το άστρο του Δαυίδ.
Και να που τώρα θα έπρεπε να παίξουμε στον καθεδρικό ναό της Στοκχόλμης και μάλιστα σε κηδεία. Ναός γοτθικού ρυθμού, με γερά τετράγωνα θεμέλια, όλο σιγουριά και γωνίες. Τεράστια βέλη με αιχμές που λογχίζουν τον ουρανό σαν φοβερή κραυγή, στην γκρίζα όψη του. Στο εσωτερικό ένας θεόρατος θόλος που σε μηδενίζει και κάτι κολόνες θηρία όλο παγωνιά και κατήφεια. «Πώς θα παίξουμε εδώ μέσα ρε Πολύβιε;».
Δημήτρη τον έλεγαν τον πεθαμένο. Από τα δεκάξι του είχε πάει στη Σουηδία και είχε κάνει προκοπή. Πέθανε στα πενήντα του, κι άφησε την Ινδή γυναίκα του χήρα και πέντε πανέμορφα ορφανά. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Η Ινδή αγαπούσε τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και για να τιμήσει τον άντρα της, που είχε αδυναμία στα ρεμπέτικα, μας κάλεσε να παίξουμε μέσα στην εκκλησία − δεν κωλώνουν αυτοί, είναι προτεστάντες − «στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι».
Κοίταξε στο φακελάκι με τα λεφτά ο Πολύβιος, γούρλωσε τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του, αλλά γρήγορα συνήλθε και το καπάκωσε με την παλάμη του.
«Τι τρέχει;», έκανα με τα μάτια κι έφερα μισή στροφή τον δείκτη του δεξιού χεριού μου.
«Ε−κα−τόν πε−νή−ντα», έκανε με το στόμα χωρίς να βγάζει φωνή.
«Ε−κα−τόν πε−νή−ντα».
Έκλαιγε η χήρα, τα παιδιά, οι συγγενείς. Έλληνες και Ινδοί, παρακινημένοι οι μεν από τους δε, ένωσαν τη θλίψη της ράτσας τους κι έκλαιγαν να σου σπαράζουν την καρδιά. Ναργκίς και Μάρθα Βούρτση συγχορδία. Πού και πού έβλεπες και κανένα ξανθό κεφάλι ψύχραιμου Σουηδού. Συγκινηθήκαμε κι εμείς από τα γοερά κλάματα των παιδιών, αλλά η ανάγκη για τα εκατόν πενήντα ήταν μεγάλη.
Έκανε νεύμα ο παπάς να αρχίσουμε, κι ο Πολύβιος ξέχασε θρήνους, παγωνιές και κατήφειες, έστρεψε το βλέμμα του προς τη φωτογραφία του νεκρού που ήταν καρφιτσωμένη στο φέρετρο και του ευχήθηκε:
«Α ρε Δημητράκη χίλια χρόνια να ζήσεις.»
Παίξαμε το περιγιάλι, αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου, αντιλαλούνε οι φυλακές, πέντε χρόνια δικασμένος, συννεφιασμένη Κυριακή. Φτιάχτηκε ο Πολύβιος και μου ένευσε να το γυρίσουμε στο τσιφτετέλι για να χαρεί μια στάλα ο κόσμος. Του έριξα μια ματιά, όλο φαρμάκι, και συμμαζεύτηκε.
Τέλειωσε η κηδεία, η συναυλία μας και βγήκαμε έξω. Μας πλησίασε ένας γραβατωμένος Σουηδός. «Τι τραγούδια είναι αυτά; Μου άρεσαν πολύ!», είπε και συστήθηκε ως εισαγγελέας Στοκχόλμης. Για μια στιγμή φοβηθήκαμε λιγάκι αλλά γρήγορα συνήλθαμε.
Αδημονούσα να τσεπώσω τα εκατόν πενήντα και να πάω στην τραγουδίστρια να τα ξεκοκαλίσουμε παρέα, αλλά ο εισαγγελέας δεν έλεγε να ξεκολλήσει από κοντά μας. Ώσπου του κλείσαμε ημερομηνία για το πρώτο μάθημα και ησύχασε. Από τότε με το ακορντεόν του, έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη του ρεμπέτικου και ειδικεύτηκε στα χασικλίδικα. Παίξαμε μαζί του έκτοτε πολλές φορές καθώς και με τον Ρόμπερτ το μπουζουκτσή που αργότερα παντρεύτηκε μια Βλάχα από τη Βέροια.
Γιώργος Ν. Σιώμος
Το διήγημα «Ρεμπέτικα σε κηδεία» του Γιώργου Ν. Σιώμου
Στην εικόνα: Α. Τάσσος, «Ρεμπέτης», χαρακτικό.