19.1.22

Ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΜΑΖΗΣ γράφει για τη γλώσσα:

Πάλι για γλώσσα:
Είναι διαφορετικά: Στήλη και στύλος
Στήλη είναι η πλάκα, συνήθως μαρμάρινη. Στις ανασκαφές βρέθηκε επιτύμβια στήλη. Από τη στήλη το ουσιαστικό στηλίτης, το στηλώνω και αναστηλώνω και η αναστήλωση των εικόνων.
Στηλίτης στην αρχαιότητα ήταν άτομο, του οποίου το όνομα αναγραφόταν σε στήλη για στιγματισμό, για διασυρμό. Ένα είδος δηλαδή πρόδρομης ρωμαϊκής προγραφής (praisscriptio) κατά την εποχή της τρομοκρατίας του Σύλλα (81π.Χ.) (αλλά και σε άλλες τρομοκρατίες,λ.χ. στη Γαλλική Επανάσταση). Τότε, όσοι προγράφονταν, έμπαιναν δηλαδή στους δημόσιους καταλόγους, λογίζονταν καταδικασμένοι σε θάνατο και μπορούσε ο «πάσα ένας» να τους σκοτώσει και να αμειφθεί.
Από το στηλίτης το ρήμα στηλιτεύω : αρχικά: γράφω σε στήλη. Μτφ. αποδοκιμάζω με ιδιαίτερη οξύτητα και συνήθως δημόσια, διαπομπεύω: στηλιτεύτηκε η επαίσχυντη συμπεριφορά του. Στηλίτευσε από τον άμβωνα τους ασεβείς.
Στύλος είναι κάθε επίμηκες στερεό σώμα, ξύλινο, μετάλλινο, για την υποστήριξη στέγης, η κολόνα. «Άρρενες παίδες στύλοι εισίν οίκου», λέει ο Ευριπίδης. Από το στύλος παράγεται το ρήμα στυλώνω και υποστυλώνω και ύστερα η υποστύλωση αλλα και το στυλίτης.
Στυλίτες ήταν χριστιανοί ασκητές που έμεναν μόνιμα στην κορυφή στύλων και δίδασκαν. Κάποιοι αγίασαν.

****
Τα ρήματα εγκλωβίζω και εγκιβωτίζω
Το εγκλωβίζω-ομαι κλείνω σε κλουβί, αποκλείω, στερώ την ελευθερία κάποιου) είναι σύνθετο από το εν+κλωβός. Υποκοριστικό του κλωβός είναι το κλωβίον, δηλαδή το κλουβί και μεγεθυντικό του είναι η κλούβα, της αστυνομίας. Με το κλουβί (και με την κλούβα) σχετίζονται τα πουλιά, όπως λέει και το δημοτικό άσμα.
Πουλάκι είχα στο κλουβί
Και το ‘χα ημερωμένο
το τάιζα τη ζάχαρη
Το πότιζα το μόσχο
Κι από το μόσχο τον πολύ
Κι από τη μυρωδιά του
Μου σκανταλίσθη το πουλί
Και μου φυγε τ’ αηδόνι
Και το άλλο
Ψηλά την χτίζεις τη φωλιά
Και θα λυγίσει ο κλώνος
Και θα σου φύγει το πουλί
Και θα σου μείνει ο πόνος
Με τα κλουβί σχετίζονται και οι κότες και τα κλούβια αυγά. Γίνονται κλούβια, όταν μείνουν για καιρό ως προσφώλι μέσα στο κλουβί. Τότε δεν τρώγονται, είναι για πέταμα. Φυσικά μιλούμε και για κλούβια μυαλά.
Το εγκιβωτίζω (από το εν + κιβώτιο =κλείνω σε κιβώτιο). Το κιβώτιο είναι υποκοριστικό της κιβωτού, που είναι το αρχικά πιο μεγάλο κουτί, στο οποίο ο Νώε διέσωσε όλα τα ζωντανά. Από το εγκιβωτίζω το ουσιαστικό εγκιβωτισμός, το οποίο στη δομή της διήγησης σημαίνει ότι ένα τμήμα της εγκλείεται σε άλλη διήγηση.