19.1.22

Τάκης Σινόπουλος, "Πέτρες"

ΗΤΤΑ
Κάτι μάθαμε από το μύθο της ήττας που πάλευε να ζήσει πότε με την παγωνιά και πότε με την έπαρση της άλλης νύχτας.
Έτσι άνοιγε την πόρτα η πείνα, ο πυρετός. Κι έλαμπε το κορμί σου, σκοτεινότερο το πρόσωπο.
Γυρεύαμε το θαύμα κι ήτανε η απόγνωση.
Ο αγώνας άρχιζε άλλη μια φορά — ο αγώνας είχε σίγουρα χαθεί.


ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Είχε δεν είχε μέρα — η νύχτα μας σακάτεψε, σπαράξαμε στα νύχια της. Μα εσύ, πες μου πού πήγαινες,
μετρώντας ήσυχα τα λάφυρα; τι λάφυρα καρπώθηκες μέσα από τόσες τύψεις;
Ο τόπος καίει ακέφαλος. Άλλα πουλιά παράξενα πέφτουνε χαμηλά, γυρεύουνε μια στέγη εδώθε από τη θάλασσα.
Τι να τους δώκω; όλα παραίσθηση και τίποτα. Λοιπόν δεν ήταν αίνιγμα τα λόγια σου,
μήτε και τούτο τ’ όνειρο που σβήνει απότομα,
χάνεται μέσα στη σκοτεινιά του.



ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ


Τι σκέφτεσαι;
Τι σκάβεις συνέχεια το πρόσωπό σου στον καθρέφτη;
όπως η μέρα φεύγει ή κάποτε
στη μνήμη ακούς τον ήχο των παρωχημένων.
Τόσα χρόνια περπατάς, ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα χωνεύεις.
 Μα απόψε,
τα σημάδια που ψάχνεις και βρίσκεις,
απ’ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης
και το πρόσωπο τρίζει.



Από τη συλλογή «Πέτρες» (1972), που περιλαμβάνεται στον τόμο: «ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ - ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ (1965-1980)», εκδ. Ερμής 2012