28.10.21

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Ο ΛΟΥΗΣ. Το ύψωμα 731

Ξυπνήσαμε κι είμαστε όλοι μας σα να βγαίναμε από κακό όνειρο. Ανακαθίσαμε ξαφνιασμένοι.
- Τι είναι;
Είχε πάρει να φέγγει. Βγάλαμε τα κεφάλια μας από τ’ αντίσκηνο.
- Το ύψωμα 731 καίγεται!...
Είχαμε τέσσερους μήνες πόλεμο και τέτοιο κακό δεν το είχαμε ματαϊδεί. Δέσαμε τις γκέτες μας γρήγορα. Σε λίγο είχαμε όλοι μας ειδοποιηθεί. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να χρειαστεί να ενισχύσουμε το ύψωμα. Πιάσαμε τα φρύδια του λόφου και κοιτάζαμε με σφιγμένη καρδιά. Το ύψωμα 731 ήτανε τυλιγμένο στον καπνό και στη σκόνη. Δε φαινότανε ούτε μια πέτρα. Το εχθρικό πυροβολικό το ’χε σκεπάσει με μια βροχή από οβίδες από πάνω ως κάτω.

- Πώς είναι δυνατό να υπάρχουνε εκεί πάνω άνθρωποι; ακούσαμε να λέει ένας αξιωματικός βηματίζοντας ανήσυχα.

- Πάει ο λόχος του Λούη… είπε κάποιος.

Όλοι μας λέγαμε για το λόχο του Λούη και θα νόμιζε κανείς, το λιγότερο, πως ο Λούης ήτανε διοικητής λόχου. Ενώ δεν ήτανε ο Λούης παρά ένας απλός στρατιώτης, ένας απλοϊκός ανθρωπάκος από την Αθήνα, που, όταν ήτανε πολίτης, πουλούσε κάρβουνα μ’ ένα καροτσάκι στις γειτονιές. Ήτανε όμως ένας περίεργος άνθρωπος. Ένας ξένοιαστος άνθρωπος, μ’ ένα γέλιο που ακούστηκε σ’ όλα τα ξεροχώραφα και σ’ όλες τις πέτρες της Αλβανίας που έτυχε να περάσουμε. Πάνω απ’ το σύνταγμα φτερούγιζε πάντοτε σα σημαία το τραγούδι του Λούη. Η φωνή του ήτανε δυνατή, πιο δυνατή κι από τη σάλπιγγα. Σηκωνότανε όρθιος στην ώρα της μάχης και χόρευε. Μόλις πριν δυο μήνες πήρε ένα γράμμα από τη γυναίκα του που του ’γραφε πως γέννησε κοριτσάκι. Το Σύνταγμα αναστατώθηκε από την είδηση. Ο Λούης μιλούσε σ’ όλους για το μέλλον της κόρης του με χίλιων ειδών παντομίμες. Έτσι θα περπατάει η κόρη μου, έτσι θα χαιρετάει η κόρη μου, έτσι θα βάζει το καπέλο της, έτσι θα ρίχνει τη γούνα της. Πριν δέκα μέρες όμως, έλαβε κι ένα δεύτερο γράμμα. Το κοριτσάκι του Λούη ήταν τυφλό. Είχε πάθει, καθώς του ’γραφαν, «αμαύρωση των οφθαλμών», μα για το Λούη δε φάνηκε ν’ άλλαξε τίποτα. Με φώναξε να του γράψω γράμμα στη γυναίκα του. Να μου στείλεις, της έγραφε, μια οκά χαλβά. Κι ύστερα το τραγούδι του δε σταματούσε μέρα και νύχτα. Ο ταγματάρχης δάγκωνε τα χείλη του για να μη γελάσει.
Τον πόλεμο κηρύξαμε
Δε θέλουμε γυναίκες…
Την προηγούμενη μέρα έφυγε με το λόχο του για το ύψωμα 731. Την άλλη ξέσπασε η μεγάλη ιταλική επίθεση. Κοιτούσαμε το ύψωμα και λέγαμε πως οι πέτρες θα ’χουνε γίνει ασβέστης. Όσο για τους ανθρώπους… ο θεός να βάλει το χέρι του.
- Δε θα ξαναϊδούμε κανέναν πια από το δέκατο λόχο…
Ο συνταγματάρχης προσπαθούσε να επικοινωνήσει με το ύψωμα. Τα καλώδια είχανε όλα κοπεί από το βομβαρδισμό του πυροβολικού. Παρ’ όλη την αποφασιστικότητα η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τα συνεργεία των τηλεφωνητών έφευγαν το ένα μετά το άλλο. Ένας οπτικός που μας απάντησε από το ύψωμα, σώπασε κι αυτός μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο βομβαρδισμός του πυροβολικού συνεχίζονταν. Κανείς δε μιλούσε για το τι θα γίνει. Κι ο τελευταίος στρατιώτης όμως ήξερες πως, αν έσπαζε η γραμμή του 731, το βράδυ θα μας εύρισκε ίσως πίσω κι από την Κλεισούρα.

- Το μέτωπο κινδυνεύει!…

Ο συνταγματάρχης προσπαθούσε να συνεννοηθεί με συνδέσμους. Το πυροβολικό άρχισε να βάζει τώρα παντού, για να εμποδίσει κάθε ενίσχυση. Δε μπορούσαμε να σταθούμε στα πόδια μας. Μέχρις δέκα χιλιόμετρα πίσω μας η γης καίγονταν. Κάθε στιγμή που περνούσε τα πράγματα γινόντουσαν και πιο σοβαρά. Μ’ όλη την ομίχλη, σχηματισμοί από αεροπλάνα φτάνανε να βοηθήσουνε το πυροβολικό. Σ’ απόσταση δέκα μέτρων δεν άκουγες τίποτα.

- Ο εχθρός εισεχώρησε στη χαράδρα προσπαθώντας να υπερφαλαγγίσει το ύψωμα 731, τέσσερα πυροβόλα της πεδινής πυροβολαρχίας μας γαβγίζουν σα γεννημένη σκύλα, ρίχνοντας χωρίς ούτε ενός δευτερολέπτου διακοπή στη χαράδρα. Έχουν ανάψει να ρίχνουν συνεχώς από τα χαράματα. Κοιτάζαμε τους πυροβολητές όρθιους μες στις οβίδες του εχθρικού πυροβολικού. Ένας να πέφτει και άλλος να παίρνει τη θέση του. Τα μάτια μας γιομίζουνε δάκρυα. «Ποτέ μου δεν είδα τέτοιο πράμα», λέει ο συνταγματάρχης. «Ούτε είδα ούτε και μπορούσα να το φανταστώ. Αν μου ’λεγαν πως έχω τέτοιους στρατιώτες δε θα το πίστευα. Και δε θα το πίστευα γιατί δε φανταζόμουνα ποτέ πως μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο τέτοιοι στρατιώτες.»

Είναι περασμένο το μεσημέρι. Το πυροβολικό έχει αραιώσει κάπως τις βολές του, επιτέλους. Μόνο απάνω στο 731 εξακολουθεί να τσακίζει τα δέντρα. Τα πολυβόλα δίνουν και παίρνουν. Τώρα έχουμε περισσότερες ελπίδες. Κάτω στο δρόμο βλέπομε να κατεβαίνουν τα πρώτα φορεία. Τρέχομε.

- Βαστάμε καλά, μας λένε οι πρώτοι στρατιώτες που περπατάνε ανάμεσα σε μια σειρά από γέρους και γυναικόπαιδα που τα οδηγούν προς τα πίσω, γιατί φοβόνται μήπως κάνουν κατασκοπεία. Είναι μια θλιβερή πορεία από Αλβανούς, μια πορεία τόσο συνηθισμένη σ’ όλους τους πολέμους. Είναι όλοι τους φορτωμένοι μ’ ό,τι μπόρεσε να πάρει ο καθένας τους. Και πίσω τους μικρά παιδιά που περπατάνε ξυπόλητα στο κρύο. Κοριτσάκια δέκα χρονών φορτωμένα τα μικρότερα αδερφάκια του από ένα μέχρι πέντε χρονών. Με σκοντάει ένας συνάδελφος.

- Ναι, είναι κρίμα…

Δεν είναι ώρα τώρα σκέφτομαι, να συζητάμε για τέτοια πράματα. Ο πόλεμος δεν είναι φιλοσοφία. Δυστυχώς αυτό είναι ο πόλεμος…
- Καλύτερα να μη σκέφτεσαι…
Μα σε λίγο, μια φωνή γνώριμη περνάει στ’ αυτιά μας.
- Ο Λούης!...
Τρέχουμε κατά πάνω του. Έχει ρίξει ανάρριχτα τη χλαίνη του. Μ’ αγκαλιάζει, με το ένα του χέρι και με φιλάει.

- Αμήν! μου λέει. Γλιτώσαμε. Τώρα πηγαίνω στα Γιάννενα να μου κόψουν τ’ αριστερό χέρι. Κοίταξε, κρέμεται. Έχει φύγει από τον ώμο…
Κι αμέσως το δυνατό γέλιο του πλατάγισε στον αέρα σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
- Χα! χα! χα!
Το πρόσωπό του είχε σταφιδώσει από το κρύο. Είναι γιομάτο χώματα και καπνό. Τα ρούχα του από πάνω ως κάτω είναι γεμάτα αίματα. Όπου να ’ναι θα συναντήσουνε τ’ αυτοκίνητα που θα ’ρχονται να τους πάρουν. Εμείς παρακολουθούμε το Λούη από κοντά. Η φωνή μας έχει κοπεί. Καθένας σκέφτεται πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει.
- Άμα θα πάτε στο 731 δε θα προφτάνετε να μετράτε σκοτωμένους.
Οι στρατιώτες με τα φορεία κι οι στρατιώτες που ’ναι κάπως ελαφρά τραματισμένοι κατεβαίνουν κάπως αργά ανάμεσα στα γυναικόπαιδα.
- Όλα καλά, μας λέει ο Λούης. Πόλεμος, πόλεμος. Αλλά τούτα τι μας φταίνε… Και δείχνει τα γυναικόπαιδα που περπατάνε μπροστά του.
- Άσ’ τους να πάνε στο διάβολο, οι Τουρκαλβανοί, λέει κάποιος.

Ο Λούης τον κοιτάζει στα μάτια και κοντοστέκεται. Κι όπως κάνει να περάσει από κοντά του ένα κοριτσάκι ίσα με πέντε χρονώ, χαμηλώνει μπροστά του, ανοίγει το γερό του χέρι, το παίρνει στην αγκαλιά του κι ανοίγει το βήμα του. Όλοι τού πέφτουμε από κοντά, να τ’ αφήσει κάτω.
- Με τι πόδια να περπατήσει, μας λέει. Δε βλέπετε τα ποδαράκια του που ’ναι καταμέλανα; Και δεν έχω και λίγο ψωμάκι να του δώσω… Άφησα και το σακίδιό μου στο χαράκωμα… Δε μου λες κοριτσάκι μου, λέει στο μικρό κοιτάζοντάς το στα μάτια, με βλέπεις; Για κοίταξέ με στο πρόσωπο, με βλέπεις;…

Το μικρό δεν ξέρει ελληνικά. Τον κοιτάζει στα μάτια περίεργα. Μια γυναίκα που φαίνεται πως καταλαβαίνει τη γλώσσα κάτι του λέει. Εκείνο κουνάει το κεφαλάκι του σα να του λέει, ναι.
- Ώστε με βλέπεις… Είναι ψέματα που μου είπανε πως δε με βλέπεις…
Και προχωρεί με το μικρό στην αγκαλιά του ανοίγοντας το βήμα του περισσότερο.
- Λούη, άφησε το παιδί κάτω να μη σου ’ρθει καμιά μεγάλη αιμορραγία, του φωνάζουμε εμείς…
Εκείνος σα να μην ακούει, περπατάει αδιάφορα ανάμεσα στα γυναικόπαιδα. Σε λίγο έχει πια απομακρυνθεί. Πιάνουμε την πλαγιά ενός βράχου. Τον ακούμε να τραγουδάει κάτω στο βάθος, ενώ στρίβει ο δρόμος:
Τον πόλεμο τον κηρύξαμε
δε θέλουμε γυναίκες…
Βγάζουμε τα μαντίλια μας και τον χαιρετάμε χωρίς να μας βλέπει…
- Λούη!...
- Στο καλό, Λούη!
- Καλή αντάμωση, Λούη!
Λίγο μετά αφού έγειρε ο ήλιος ήμαστε κιόλας έτοιμοι. Οι σαλπιγκτές, ο σημαιοφόρος, τα τουφέκια που τα κρεμάμε στους ώμους μας βιαστικά. Κάποιος ακούγεται να λέει:

- Να κάνεις πόλεμο και ταυτόχρονα ν’ αγαπάς του ανθρώπους όπως ο Λούης. Αυτό είναι το πιο μεγάλο και το πιο παράξενο σωστό.
Νύχτωσε. Ψαχουλεύοντας το σκοτάδι έχουμε πάρει τη χαράδρα σε μια φάλαγγα κατά άντρα. Οι οβίδες του πυροβολικού φωτίζουν τον ορίζοντα. Τραβάμε για το 731.