Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως αραιή, απαλή, σα καλοσύνη σε λουλούδια.
Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως.
Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα.
Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Άπ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.
Ν. Βρεττάκος, Τα Τρύπια Χέρια.