Γιατί να παραπονιόταν; Όπως όλοι οι Παλιοκαστρίτες ήταν συνηθισμένος να βλέπει τη φτώχεια και τη στέρηση να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι, να ’ναι αχώριστες φιλενάδες με την οικογένεια. Άλλωστε, αυτός δεν ήταν εμιγκρές όπως οι περισσότεροι Έλληνες που ’βλεπε γύρω του, δεν είχε μισέψει για να βγάλει λεφτά, δε σκόπευε να γεράσει στην ξενιτιά και να γυρίσει μια μέρα στην πατρίδα μ’ άσπρα μαλλιά, φραγκοφορεμένος, με μεταξωτά πουκάμισα, με χρυσές καδένες και με ρολόγια για να παριστάνει τον άρχοντα.
Κάποτε έδωσε ο Θεός και βρήκε μια καλή δουλειά σ’ ένα τυπογραφείο που τύπωνε ελληνικά αλλά και ξένα βιβλία, που ’χε πελάτες όχι μονάχα στο Τριέστι αλλά και σ’ άλλες πόλεις, στη Φλωρεντία, στην Πίζα και στη Βενετιά, που ’παιρνε παραγγελίες κι από άλλα μέρη της Ευρώπης, από τη Βιέννη, από το Παρίσι, από τη Λόντρα. Όλη την ημέρα ο τυπογράφος έβαζε τα τσιράκια του και τύπωναν βιβλία για την Εκκλησία, φυλλάδια με ιστορίες και ποιήματα που διάβαζαν οι μεγαλοκυράδες στ’ αρχοντικά, ονειροκρίτες, ερωτικά αναγνώσματα. Το βράδυ, όταν σχόλαγε ο Φώτης από τα μαθήματα κι ερχόταν να πιάσει δουλειά, ο ιδιοκτήτης έκλεινε καλά την πόρτα τ’ αργαστηριού και καταπιανόταν μ’ άλλης λογής χειρόγραφα, βιβλία πολιτικά και φιλοσοφικά, εφημερίδες που μίλαγαν για δικαιοσύνη και λευτεριά, που αντιμάχονταν όλους τους τυράννους, βασιλιάδες, αυτοκράτορες και σουλτάνους, που καλούσαν τους λαούς να ξεσηκωθούν και να χτυπήσουνε την τυραννία, να φέρουνε ρεπούμπλικα.
Μέσα σε κείνο το τυπογραφείο ο Φώτης γνώρισε κάμποσους φωτισμένους ανθρώπους της Ευρώπης, αριστοκράτες και αστούς, διανοούμενους, ποιητές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς. Όταν ο μελλοντικός δάσκαλος του Παλιόκαστρου τους έλεγε πως ήταν Έλληνας, τον κοιτούσανε με θαυμασμό, λες κι είχαν μπροστά τους κάνα αρχαίο μνημείο ή κάποιο προϊστορικό θεριό. «Πώς γίνεται κι υπάρχουνε ακόμα Έλληνες ύστερα απ’ όσα τράβηξε η πατρίδα τους επί αιώνες κι αιώνες από Ρωμαίους, Φράγκους και Τούρκους;» ρωτούσαν.
Ο Φώτης δεν μπορούσε να τους απαντήσει.
Σιγά σιγά είχε αρχίσει κι αυτός να βρίσκει απίστευτη, ανεξήγητη την επιβίωση της πατρίδας του, του ’ταν αδύνατο να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί κι αυτή η χώρα είχε επιζήσει ύστερα από τόσες και τόσες κατακτήσεις, βάρβαρες επιδρομές, πολέμους, σφαγές. Δεν είχαν άδικο οι ξένοι που ’μεναν εμβρόντητοι όταν τον άκουγαν να μιλάει μια γλώσσα που μιλιόταν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, που δεν την είχε μάθει σε σχολεία και σε Πανεπιστήμια. Καμιά φορά, εκεί που μελετούσε, σταμάταγε για λίγο τη δουλειά και έπαιρνε στα χέρια του μια Ιλιάδα, διάβαζε λίγους στίχους μεγαλόφωνα, σχεδόν τραγουδιστά, όπως έκαναν οι πλανόδιοι μουσικάντες στου Παλιόκαστρου τα πανηγύρια. Σαν άκουγε την ίδια του τη φωνή, μόνο και μόνο σαν πρόφερε τον πρώτο στίχο, κείνο το «Μήνιν άειδε, θεά», τα μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα.
Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 88-89.