26.6.21

Η κάθοδος των εννιά (απόσπασμα)

Βραδιάζοντας έφυγα με τον Κουτσό. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έμειναν τελευταίοι. Ο Γυαλής με τον Κωστανταράκο έκαναν άλλο ζευγάρι. Για κάμποσο πήγαμε μαζί.
Κει που χωρίζαμε έκανε να μου πάρει το στεν ο Κωστανταράκος.

—Εδεπά του λέω μακελευόμαστε, το στεν δεν το παίρνεις.

Έβαλα το χέρι στη σκαντάλη. Τον τράβηξε ο Γυαλής και φύγανε.
Ο Κουτσός έλεγε να καβαλήσουμε το βουνό και να πέσουμε πίσω μεριά. Από κει θα βλέπαμε τον Ταΰγετο. Δικοί μας τόποι. Κλώθαμε δυο μέρες. Μας παίδευε η δίψα.
Είδαμε μακριά ένα σπίτι με τσίγκους. Πήραμε την απόφαση να ζυγώσουμε. Φαινόταν έρημο. Σταθήκαμε και το κοιτάζαμε. Απάνω κει γύρισε ο Κουτσός απότομα πίσω του. Γύρισα και γω. Ήταν ένας άντρας ξιπόλητος μ' ένα δεμάτι σίκαλες στα χέρια. Δεν τον είχαμε καταλάβει.

—Γεια σας παιδιά, μας χαιρέτησε.

Έμοιαζε φιλικό το ύφος του.

—Νερό πατριώτη, του είπε ο Κουτσός.

—Ελάτε μέσα παιδιά.

Πήγε και τράβηξε το σκοινί της πόρτας. Μπήκαμε στην αυλή. Ήταν ένα πηγάδι και μια ξερή μυγδαλιά.

—Κώστα…, φώναξε.

Δεν του απάντησε κανένας.

—Έχουμε θέρο, είπε.

Πήρε ένα γκουβά και τον έριξε στο πηγάδι. Έβγαλε νερό.

—Να ξεϊδρώστε πρώτα παιδιά.

Γύρισε στη μάντρα και ξαναφώναξε.

—Αντώνη…

Πάλι δεν του απάντησε κανένας.

—Χάθηκαν οι μπάσταρδοι. Πάω να σας φέρω τίποτα να φάτε.

Μπήκε μες στο σπίτι.

Στην πόρτα της μάντρας φάνηκαν δυο παιδιά. Στάθηκαν μαζεμένα και μας κοίταζαν. Θα ήσαν σχεδόν συνομήλικά μου.

Ο άντρας βγήκε με μισό καρβέλι.

—Πού γυρίζετε, μάλωσε τα παιδιά.

Πηγαίνετε φέρτε καμιά ντομάτα.

Μας έδωσε το ψωμί κι έκατσε στο πηγάδι.

—Χτες πέρασε στρατός, είπε.

—Πολλοί; ρώτησε ο Κουτσός.

—Μια κατοστή.

—Κατά πού πήγαν;

—Στην Πόρτα Παναγιά πιστεύω.

—Το βουνό είναι ο Μαλεβός;

—Ναι.

—Καλά το 'λεγα. Για την Μπαρμπίτσα είναι ανοιχτός ο δρόμος;

—Δεν πιστεύω. Γέμισε ο τόπος ντουφέκια, μη ζυγώστε χωριάτη.

Τα παιδιά έφεραν ντομάτες, μας τις έδωσαν.

—Πηγαίνετε μέσα τοιμάστε τα σακιά, είπε ο άντρας.

Είχαν το ίδιο μπόι κι έμοιαζαν.

—Γιοι σου είναι; τον ρώτησε ο Κουτσός.

—Ναι, μια κοιλιά και οι δύο. Κόντεψε να τη σκοτώσουν τη μάνα τους.

Φάγαμε ψωμί και ντομάτες, στυλωθήκαμε.

—Γέρο, φώναξε το 'να παιδί από μέσα.

—Τώρα.

Ο Κουτσός σήκωσε το κεφάλι του μασώντας.

—Τσιγάρο μη σου βρίσκεται;

Έβγαλε ένα λαϊκό πακέτο. Είχε δυο τσιγάρα και μας τα 'δωσε.

Εγώ δεν κάπνιζα. Ο Κουτσός μου 'κανε νόημα και το πήρα.

—Δεν τα βρίσκω, φώναξε πάλι το παιδί.

—Τώρα, είπε ο άντρας.

Γύρισε σε μας.

—Έχω καπνό μέσα. Να σας φέρω.

Μπήκε στο σπίτι.

Έσκυψα στον γκουβά και ξαναήπια. Ο Κουτσός πήγε ίσαμε τη μάντρα, κοίταξε όξω. Ο άντρας μας έφερε μια σακούλα καπνό κι ένα μικρό μπλοκ σημειώσεων.

—Χαρτί δεν έχω καλό, είπε.

Ο Κουτσός γέμισε το παγούρι του. Εγώ έσκυψα και ήπια πάλι. Ο άντρας μας ξέβγαλε στην πόρτα.

Φύγαμε και μας έριξαν από πίσω. Μας ντουφέκισαν μέσα απ' το σπίτι. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον άντρα στην πόρτα να μας τινάζει μια χειροβομβίδα.

Έπεσα χάμω κι άρχισα να κυλάω τον κατήφορο. Η χειροβομβίδα έσκασε σηκώνοντας καλαμιές στον αέρα. Βρήκα ένα τούμπι και καλύφτηκα. Μόλις καταλάγιασε η έκρηξη, ο άντρας πετάχτη όξω απ' τη μάντρα. Πίσω του βγήκαν και τα δυο παιδιά με τις αραβίδες στο χέρι.

Πήραν τον κατήφορο κατά κει που 'σκασε η χειροβομβίδα. Τους έφερα στη μπούκα μου και τράβηξα. Ο άντρας κοντοστάθη, σήκωσε τα χέρια σα να μην το περίμενε κι έπεσε μπρούμυτα. Δίπλα του έπεσε και το 'να παιδί. Το άλλο γύρισε να φύγει λαφιασμένο. Του έριξα και το κράτησα.

Σηκώθηκα ορθός και τους ξανάριξα. Στάθηκα λίγο να ανασάνω. Τους είδα έτσι ξαπλωταριά καλά καλά κι ένιωσα μια άγρια μοναξιά να ξεπηδάει από μέσα μου. Τινάχτηκα τρέχοντας και τράβηξα μια κλωτσιά με λύσσα στο κεφάλι του άντρα. Κι αμέσως έκλαψα. Πριν λίγο μας είχε ποτίσει νερό που να τον πάρει ο διάβολος.

Γύρισα έκανα κάτω.

—Νάσιο, άκουσα τον Κουτσό.

Τον βρήκα μέσα στο χαντάκι με το καλό του πόδι σπασμένο στο καλάμι. Με κοίταξε, πώς με κοίταξε.

Τον φορτώθηκα στην πλάτη μου. Δαγκωνότανε να μη βογγάει. Μήδε ήξερα πού πήγαινα. Βρήκα ρουμάνι μπροστά μου, χώθηκα μέσα.

Ο Κουτσός λιποθύμησε κι έγινε ασήκωτος. Είχαν πέσει τα νεφρά μου. Τον άφησα χάμω κι ανέβηκα σ' ένα μαστό να ιδώ γύρω μου. Ύστερα κατέβηκα και τον κουβάλησα σούρνοντας στη ρεματιά.

Τον σημάδεψα στο κεφάλι. Η ρεματιά τράβηξε τη ντουφεκιά. Ούτε που σκέφτηκα πως μπορεί να με προδώσει ο αντίλαλος.

Θανάσης Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά, Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 50-56.