αύριο, αύριο, αύριο λένε:
το Πάσχα του Θεού»,
το Πάσχα του Θεού»,
Η ζωή είναι ωραία το βράδυ.
Καλή Ανάσταση!»,
Καλή Ανάσταση!»,
(Ν. Καρούζος)
«– Ανάσταση στα έαρα!
«– Ανάσταση στα έαρα!
– Επανάσταση στα έαρα!»,
(Ν. Καρούζος)
-“Αναστάσεως ημέρα,
-“Αναστάσεως ημέρα,
λαμπρυνθώμεν λαοί
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,
εκ γαρ θανάτου προς ζωήν
και εκ γης προς ουρανόν, Χριστόςο Θεός
τρανώς ακουσώμεθα,
και εκ γης προς ουρανόν, Χριστόςο Θεός
τρανώς ακουσώμεθα,
επινίκιον άδοντας. […]
Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι
Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι
τω προϊόντι
Χριστώ εκ του μνήματος,
Χριστώ εκ του μνήματος,
ως νυμφίω, και συνεορτάσωμεν
τας φιλεόρτοις τάξεσι,
τας φιλεόρτοις τάξεσι,
Πάσχα Θεού το σωτήριον. […]
Γυναίκες μετά μύρων θεόφρονες
Γυναίκες μετά μύρων θεόφρονες
οπίσω σου έδραμον
ον δε ως θνητόν,
ον δε ως θνητόν,
μετά δακρύων εζήτουν
προσεκύνησαν χαίρουσαι
προσεκύνησαν χαίρουσαι
ζώντα Θεόν
και Πάσχα το μυστικόν
και Πάσχα το μυστικόν
σοις Χριστέ μαθηταίς ευηγγελίσαντο.”
(Ιωάννη Δαμασκηνού, Υμνολογία)
(Ιωάννη Δαμασκηνού, Υμνολογία)
Κική ΔΗΜΟΥΛΑ, «Πάσχα προς Σούνιο»
«Η θάλασσα ψύχραιμη και ασύσπαστη
λες κι απ’ τις άκρες της σφιχτά
την έπιασ’ η στεριά και την τεντώνει.
Στην άκρη του γκρεμού,
που συγκρατεί το θέαμα,
ευωδιάζει ο ίλιγγος
κατρακυλούν αυτοκτονίες…
Αριστερά, η εποχή,
Σε μια ακατάσχετη επιφοίτηση χρωμάτων.
Κι εκεί, προσκυνητάρι κατηφές,
έναν Χριστό, μη αναστάντα προφανώς, εγκλείει.
Γιατί στεφάνι εκ πλαστικού
επάνω του ακόμη ξεχασμένο
το πάθος της σταυρώσεως παρατείνει.
Περί διαγενομένου του Σαββάτου,
Μαγδαληνής, Σαλώμης, και αρωμάτων
ιδέαν δεν έχει.
Σύμπτωσις:
Κι απ’ την καρδιά μου ο λίθος
Ουκ αποκεκύλισται
Ην γαρ μέγας σφόδρα.»
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
Κική ΔΗΜΟΥΛΑ, «Μεγάλο Σάββατο»
«Εὐχὲς κροτίδες καὶ φιλήματα ἀνταλλάσσουν
οἱ ἅγιες μέρες μεταξύ τους
κι ἐγὼ χτυπῶ τὴν πόρτα σου
ὄχι γιὰ νὰ εἰσέλθω μολονότι
κατάλληλο εἶναι τὸ σῶμα ποὺ φορῶ
μὲ προϋπηρεσία ἔντιμη μακρὰ
ἔξωθεν τοῦ Νυμφῶνος.
Βγὲς ἄφοβα.
Ὄχι ἀνταπόκριση ἀπόκριση ζητῶ
τὸ φίλημα ἐκεῖνο ποὺ ἔριξες
ἀπὸ τὸ ὕψος εὐγενέστατης εὐχῆς
Καλὴ Ἀνάσταση
καὶ σφάχτηκε ὁ λαιμὸς μὲ τὸ γιακὰ μου
ἦταν ἀπὸ τὰ κέρματα ποὺ ρίχνουμε
στὸ δίσκο τοῦ ἐθίμου;
ἦταν στὸ τίμιο ξύλο μου αγκίδα
περιγελαστική;
ἦταν μιὰ γενναιόδωρη ἔμπνευση
πτωχῆς ἀδιαφορίας;
Σὲ ρωτῶ
γιατὶ δὲν εἶδα ταμπελίτσα
δὲν εἶδα νὰ αναγράφεται
τὸ μέγεθος καὶ ἡ σύνθεση τῆς θέρμης
οὔτε καὶ εἶδα τυπωμένη
τὴ μάρκα τῶν χειλιῶν σου πουθενά.
Ἀνώνυμο τελείως
λαθραῖο δηλαδὴ τὸ πῶς νὰ αισθανθώ.»
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος)
Κωστής Παλαμάς,
“Ανάσταση”
“Ανάσταση κι αγάπη λαμπερή,
κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει
και ξημερώνει μέρα και φορεί
στολή μ’ αστέρια κ’ άνθια κεντημένη…
και μέσα στην καρδιά μου μυστικά
νιώθω να ξημερώνει μια ημέρα,
με κάλλη πλέον μαγικά,
απ’ όσα είναι στη γη και στον αιθέρα.”
“Ανάσταση κι αγάπη λαμπερή,
κάθε καμπάνα χαρωπά σημαίνει
και ξημερώνει μέρα και φορεί
στολή μ’ αστέρια κ’ άνθια κεντημένη…
και μέσα στην καρδιά μου μυστικά
νιώθω να ξημερώνει μια ημέρα,
με κάλλη πλέον μαγικά,
απ’ όσα είναι στη γη και στον αιθέρα.”
ΝΙΚΟΣ Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ο Σ,
«Το Πάσχα των Πιστών»
“Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν….
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.”
(ΝΙΚΟΣ Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ο Σ, Το Πάσχα των Πιστών, Νέες Δοκιμές, 1954)
Ζωή Καρέλλη,
“Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν….
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.”
(ΝΙΚΟΣ Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ο Σ, Το Πάσχα των Πιστών, Νέες Δοκιμές, 1954)
Ζωή Καρέλλη,
«Πριν την Ανάσταση»
«Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν’ ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι’ εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν’ ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν’ αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι’ οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση,
«Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
Δεν θέλω ν’ ανάψω το μέτριο φως.
Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
με ψαλμούς κι’ εξαπτέρυγα, άστραφταν
τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
των χριστιανών, φλόγες πίστης,
σημείο χαράς.
Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
για ν’ ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
κόκκιν’ αυγά, άναβαν βεγγαλικά
κι’ οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
δεν περιμένω τίποτα.
Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
την πλάνη της χαράς.
Χαρά δεν υπάρχει;
Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
όχι ορισμένη και πιθανή,
υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
η φωτεινή έκσταση,
δεν μπορούν δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθιά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.
«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι’ οι κρότοι
των όπλων κι’ όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι’ οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.
Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί,
που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.
«Ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη».
Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
με συγκινούσε βαθιά η χαρά
πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.
«Χριστός ανέστη». Ύμνος κι’ οι κρότοι
των όπλων κι’ όλες οι καμπάνες μαζί,
σ’ όλην την πόλη κι’ οι άνθρωποι
όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
τους πένθους, της συλλοής.
Κοιτάζω το παρελθόν.
Δεν σ’ αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
ξανά, που δίνεται παρηγοριά
της θλιμμένης επίμονης σκέψης.
Αρχή, χαραυγή,
«ήν δε όρθρου βαθέος…»
Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
το κόκκινο της θυσίας αίμα.
Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
να πάει με τους άλλους μαζί,
να χαρεί την γιορτή, την απλή χαρά,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.»
(Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951)(Πηγή: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=65312.0)
Κώστας Βάρναλης,
να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
ύστερ’ απ’ το πλήθος του πόνου,
πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.»
(Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης, 1951)(Πηγή: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=65312.0)
Κώστας Βάρναλης,
[Ανάσταση]
«Άκου τον ξάστερο ουρανό,
«Άκου τον ξάστερο ουρανό,
πώς οι καμπάνες σιούνε.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.
Ανάστασ’ είναι σήμερα.
Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε.
Ανάστασ’ είναι σήμερα.
Παιδιά, γυναίκες, γέροι
κόκκινο αυγό στην τσέπη τους,
κόκκινο αυγό στην τσέπη τους,
χρυσό κερί στο χέρι.
Όσ’ άστρα ναι στον ουρανό,
Όσ’ άστρα ναι στον ουρανό,
τόσα στον κάμπο κρίνα.
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.
Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη!
Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα.
Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι.
Ειρήνη! Ειρήνη!
Φιληθήτε οχτροί μαζί και φίλοι.»
(απόσπασμα από το ποίημα «Γυναίκα», Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, εκδ. Κέδρος)
(απόσπασμα από το ποίημα «Γυναίκα», Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, εκδ. Κέδρος)
Διονύσιος Σολωμός,
«Η ημέρα της Λαμπρής»
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.»
(Δ. Σολωμός, Άπαντα, εκδ. ΟΕΣΒ)
«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.»
(Δ. Σολωμός, Άπαντα, εκδ. ΟΕΣΒ)