Πέρασαν καλοκαίρια και χειμώνες...
Η ζωή μας έμοιαζε πάντα μ ’ ένα χείμαρρο. Πότε κατέβαινε ορμητικός και μας ξέβραζε πάνω σε κοφτερά βράχια, πότε στέρευε και μας κρατούσε ακίνητους σε νερόλακκους, πότε μας έβγαζε σε καταπράσινες όχθες και μας γέμιζε τις τσέπες με ζουμερά βατόμουρα.
Όπως και να είχε το ζήτημα, εγώ πιστεύω πως η ζωή μάς αγάπησε. Δεν ήταν μίζερη μαζί μας. Μας ταξίδεψε. Μπορεί να μη μας κανάκισε, αλλά μας έκρινε άξιους να μας εμπιστευτεί μερικά μυστικά.
Πώς ν’ ανθίζουν, ας πούμε, στις χούφτες μας τα μοσχομπίζελα.
Πώς να φτερουγίζουμε μαζί με τους γλάρους στη χαίτη των κυμάτων.
Πώς να λύνουμε τους κάβους, όταν μας νανουρίζουν τα λιμάνια.
Πώς να τρώμε τσάγαλα μαζί με το Θεό, σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά της μυγδαλιάς.
Ε! Δεν είναι λίγα αυτά. Αν είχαν βέβαια και οι άνθρωποι ουρά, θα καταλαβαίναμε τις προθέσεις τους και θα γλυτώναμε πολλά.
Αλλά... Δεν τους πλάσαμε εμείς.
Εγώ πήγαινα πότε πότε στο νησί. Κάθε φορά όμως κάτι γινότανε κι ανταλλάσσαμε πυρά με την Κορδάντζα.
Όσο κι αν έκανα υπομονή, όσο κι αν προσπαθούσα να υποταχτώ, λοξοδρομούσα.
Ο Τζόνυ σπανίως έκανε την εμφάνισή του κατά κει.
Πήγαινε ανελειπώς ο εκπρόσωπος.
Η Βάγια, με το πρόσχημα της Ολυμπίας, κάθε Κυριακή σχεδόν επισκεπτόταν «όλους τους γονείς».
«Έχουμε υποχρέωση να δίνουμε τον παρόν. Είναι γονείς μας!»
- Ας είναι καλά η Βάγια, μου ’λεγε η Κορδάντζα. Φρόντισε και ήρθε ο καθηγητής από την Αθήνα, ειδικά για να εξετάσει τη μάνα σας. Αυτό θα πει ενδιαφέρον! Τυχερή η κυρία Ολυμπία. Σπανίζουν σήμερα τα πονετικά παιδιά.
(Όλα τα βέλη τά ’ρίχνε πάντα παρουσία του Λιούλη).
- Και τι “απεφάνθη” ο κύριος καθηγητής;
- Της άλλαξε τα φάρμακα. Ουου! Μας γέμισε συνταγές κι αυτός. Εδώ έχω ένα ολόκληρο κατάστιχο. Άλλα το πρωί, άλλα τ’ απομεσήμερο, άλλα το μεσημέρι... Πω πω! Χαμός!
- Και το τηρείτε το κατάστιχο όπως σας είπε, ή στο περίπου της τα ποτίζετε;
- Ε! Προσπαθούμε. Καθόμαστε εδώ με τον πατέρα σου με τις ώρες και χωρίζουμε τις δόσεις. Και σε κάτι να λαθέψουμε, ηρεμιστικά είναι. Δεν είναι δηλητήριο.
- Δε σας είπε η Βάγια πως μπορεί να γίνουν και δηλητήριο, αν δεν προσέξετε;
- Μας είπε η κοπέλα να τηρούμε τις οδηγίες κι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Αν έχεις αμφιβολίες, έλα να καθήσεις εδώ, να τ’ αναλάβεις εσύ.
Εκεί με πατούσε πάντα. Στον κάλο. Στο «έλα να καθήσεις εδώ».
- Θεανώ, να σου πω κάτι εμπιστευτικά; Εγώ ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ. Από μικρή σου είχα αδυναμία. Κι ας μη με πονάς εσύ. Δεν πειράζει. Αυτό που θα σου πω, μη βγει παραέξω. Έτσι; Εντελώς μεταξύ μας. Ο πατέρας σου ετοιμάζει τη διαθήκη του.
- Και λοιπόν;
- Και λοιπόν, να έχεις το νου σου. Πολλά ψου ψου έχει με τη Βάγια.
- Η Βάγια είναι πλούσια. Δεν έχει ανάγκη τον πατέρα μου.
- Πρόσεχε, σου είπα. Κάτι πήρε τ’ αυτί μου για τη Σφοδελιανή. Και αφορά κι εμένα αυτό το ζήτημα, γιατί εκεί είναι το σπίτι μου. Αν έρθει στα χέρια σου, εντάξει. Εσύ είσαι κόρη μου. Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά αν μπει στη μέση αυτή; Καλό κορίτσι, όμως για μένα, ξένη. Κι εδώ που τα λέμε, πλούσια μεν, άπληστη δε. Πάντως ό,τι σου είπα, μεταξύ μας. Πρόσεξε. Μη με κάψεις.
«Μεταξύ μας» και «μεταξύ μας», είχε βάλει τόσα φυτίλια μέσα μου, που, αν άναβα ένα σπίρτο, θα τιναζόταν όλη η Κούλουρη στον αέρα. Αλλά δεν έδινα σημασία. Μάλλον διασκέδαζα. Έψαχνα να βρω τι ακριβώς θέλει από μένα εκτός από τη συναίνεση για την κυριαρχία της. Όσο κι αν μου άρεσε η Αγκάθα Κρίστι, δε μου έδινε λύση στο μυστήριο.
***
Αλκυόνη Παπαδάκη – Βαρκάρισσα της χίμαιρας