4.4.21

Στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου οι άθεοι αντάρτες, έβρισκαν καταφύγιο, μια φιλόξενη αγκαλιά, ψωμί κι ελπίδα...

[...]Έστριψε αριστερά και κατηφόρισε προς το παλιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τον αγαπούσε τον Άγιο Διονύσιο γιατί ήταν «δικός» του άγιος, ντόπιος, που είχε αγιάσει στο δικό του ευτυχισμένο βουνό. Σαν φρούριο μοιάζει το μοναστήρι. Κάστρο του χριστιανισμού και των αγωνιστών. 
Γι αυτό το βομβάρδισαν οι Γερμανοί άλλωστε. Είχαν πληροφορίες ή φαντάστηκαν ότι σ΄αυτό το απομονωμένο μοναστήρι, στη σκέπη του θεού, οι άθεοι αντάρτες, έβρισκαν καταφύγιο, μια φιλόξενη αγκαλιά, ψωμί κι ελπίδα στον οίκο του θεού.
Δύο σημαίες, η ελληνική και  η βυζαντινή κυμάτιζαν πάνω από την πύλη, στο μεγαλόπρεπο μνημείο. 
Και μια πινακίδα. 
Με την ιστορία του και την πηγή των επιδοτήσεων για την ανακαίνιση του μοναστηριού που οικοδόμησε ο Άγιος το 1542 και από τότε μέχρι σήμερα αποτελεί κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας.
«Πως το έχτισε αυτό ένας άνθρωπος;» αναρωτήθηκε.
Πέρασε με δέος στα ενδότερα. 
Άναψε κεριά στα εικονοστάσια. Σταυροκοπήθηκε αρκετές φορές κοιτώντας τους Αγίους στα μάτια, θαρρείς για να μαντέψει τις προθέσεις τους. Έπαιρνε βαθιές εισπνοές στη μυρωδιά που πλημμύριζε το χώρο. 
Ένα μείγμα από κερί, λάδι, πεύκο, δροσερό αέρα!
Ανέβηκε στο μπαλκόνι. 
Στάθηκε με το βλέμμα στην απέναντι χαράδρα. Στα επόμενα λεπτά ένας ξαφνικός αέρας αναστάτωσε το δάσος. 
Και σχεδόν αμέσως άρχισε η μπόρα. Η βροχή έπεφτε με τόση δύναμη από τον ουρανό που φοβόσουν. Αστραπές και βροντές για μισή ώρα «χάλασαν τον κόσμο». 
Τα σύννεφα άδειασαν στο βουνό, ότι απέμεινε το έδιωξε ο αέρας. Ένας ολόλαμπρος ήλιος ξεπρόβαλε στον ουρανό. 
Γυάλιζαν από τις ακτίνες του οι βράχοι.
 Τα ζύγισε όλα κοίταξε προς τις κορφές του ευτυχισμένου βουνού και αποφάσισε.
Προσευχήθηκε στον Άγιο. 
Το θρόισμα των φύλλων της οξιάς του φάνηκε πως ήταν η φωνή του και η ευχή του.




Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου Ο ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΗ ΓΟΡΓΟΝΑ