25-4-2021
-γράμμα απ’ το πολιορκημένο Μεσολλόγγι του Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ σε επιστήθιο φίλο του στη Ζυρίχη-
Αγαπημένε φίλε και συναγωνιστή
σου γράφω έγκλειστος απ’ τη νέα μου πατρίδα, το λατρευτό μου, αποκλεισμένο Μισολόγγι.
Όλο αυτό τον καιρό που... κατοικώ στην Ελλάδα αλληλογραφούσα συχνά με τον κοινό μας φίλο ντόκτορ Χέρμαν απ’ την Βέρνη, καθώς και άλλους, συμφοιτητές και μέλη της οικογένειάς μου. Από πλευράς τους προσκλήσεις και προκλήσεις για το συνετισμό μου ήταν ουσιαστικά αυτές οι επιστολές, να τα παρατήσω δηλαδή πάραυτα και να επιστρέψω στας Ευρώπας, σε περιμένει μέλλον λαμπρό, μου έγραφαν, έλα εσύ κι εμείς θα σταθούμε σθεναρά στο πλάι σου, ήδη σε βλέπουμε σαν ήρωα, όμως σε θέλουμε κοντά μας, θα γίνεις όνομα στην Ιατρική όπως γίναμε κι εμείς, με το σπαθί σου, γιατί είσαι άνθρωπος άξιος και διαθέτεις μυαλό θηλυκό, που γεννάει ιδέες δημιουργικές, θα διακριθείς, εξάλλου μπορείς να συνεχίσεις κι από δω τον αγώνα σου, με την άνεσή σου, θα βοηθήσουμε να δημιουργήσεις εδώ τυπογραφείο και να ιδρύσεις μια εφημερίδα που θα προπαγανδίζει τα συμφέροντα της μέχρι τούδε Ελεύθερης Ελλάδας και τον δίκαιο αγώνα των υπόδουλων Οθωμανών υπηκόων αυτού του τόπου όπου κάποτε άστραψε το πνεύμα του Ευριπίδη και του Αριστοτέλη, κι εμείς φιλέλληνες είμαστε, δεν ακολουθούμε τον Μέτερνιχ και τις φρικτές ανθελληνικές του αντιλήψεις, όλα τα σκλαβωμένα έθνη πρέπει να έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους, αυτά πλέον έχουν γίνει κτήμα των Ευρωπαίων διανοουμένων απ’ τον καιρό του Ρουσσώ, αλλά κοίταξε κάποτε και τον εαυτό σου, σαν και του λόγου μας. Γιατί ήδη κινδύνεψες, μου υπογράμμιζαν, πριν από λίγα χρόνια, όταν είχες πάρει μέρος στη ναυμαχία του Κορινθιακού κόλπου, όπως μάθαμε, απ’ τις εφημερίδες βέβαια, και παρά τρίχα γλίτωσες απ’ του Χάρου τα δόντια. Λοιπόν όλα αυτά, φίλε μου, ήταν γράμματα με πρόθεση την απολογία μου και την προτροπή για τον κατά την κρίση τους σωφρονισμό μου όμως εγώ τα λογάριαζα πάντοτε σαν επιθέσεις αγάπης.
Είχα διαβάσει μια τέτοια επιστολή φωναχτά ενώπιον του στενού συνεργάτη μου, του Στάνχοπ, που γνωρίζεις πόσο σπουδαία διάνοια είναι τούτος ο λαμπρός επιστήμονας, ο συνεκδότης μου στα «Ελληνικά Χρονικά» που τα τυπώνουμε με επιτυχία και ενθουσιώδη υποδοχή στο Μισολόγγι. Στην κρίση σου εναπόκειται, μου λέει ο φίλος μου ο Λάισεστερ Στάνχοπ, αν κάποτε μετανοήσεις, μη διστάσεις, δε θα σ’ εμποδίσω, να επιτρέψεις όποτε θες, στην Ελβετία. Θα αστειεύεσαι, αγαπητέ μου συνταγματάρχα, του απαντώ αβίαστα, εσύ δεν είσαι που έφερες εδώ πέρα με απίστευτες δυσκολίες το εγγλέζικο πιεστήριο, που είναι δωρεά του Φιλελληνικού κομιτάτου με έδρα το Λονδίνο; Για μένα αυτό το έντυπο είναι όνειρο ζωής, η δημοσιογραφία, φίλτατε, είναι ιδεολογία, πίστη, λατρεία, ίσως το σημαντικότερο κοινωνικό λειτούργημα. Ο τύπος διαμορφώνει συνειδήσεις, προάγει την εξέλιξη του πολιτισμού, συντελεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Το βιβλίο, η περγαμηνή, η καθημερινή φυλλάδα προπαντός ανοίγουν τους ορίζοντες της γνώσης, διευρύνουν τη μόρφωση, φέρνουν σε επαφή ακόμη και κάποιον απομονωμένο, απομακρυσμένο απ’ τον κόσμο με τις ειδήσεις και τα νέα του πλανήτη. Παράλληλα αξιοποιούν το πνεύμα και καλλιεργούν την διάνοια μέσω της παραγωγικής σκέψης των συντακτών του γραπτού λόγου, αρθρογράφων και ειδησιογράφων. Μην ξεχνάς με τι ζήλο και τι πάθος ξεκινήσαμε την έκδοση αυτής της φυλλάδας στο Μισολλόγι μας και με πόσα εμπόδια. Από την παραμονή των Χριστουγέννων του 1824. Συμπληρώσαμε λοιπόν πάνω από δύο χρόνια εκδοτικής ζωής αφού τώρα που σου γράφω έχουμε Πρωτοχρονιά του 1826. Δυο φορές την βδομάδα, κάθε Τετάρτη και Σάββατο βγαίνει το έντυπό μας και μοιράζονται εκατό φύλλα μέσα στο Μισολλόγι, χώρια οι αποστολές σε λοιπά μέρη της χώρας και στο εξωτερικό. Είχαμε βέβαια αρκετές διακοπές στην έκδοσή του εντύπου μας, μα δεν φταίγαμε εμείς, αλλά ο αποκλεισμός της πόλης, ο τρομερός λιμός, οι ζημιές που παθαίναμε κάθε τόσο από τα εχθρικά πυροβόλα. Η συγκέντρωση της ύλης δεν είναι κάτι απλό. Πρέπει να αξιολογούμε κάθε φορά το υλικό μας κατατάσσοντάς το σε τομείς. Ανακοινώσεις της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος, διαγγέλματα, προκηρύξεις και προπαγανδιστικά έγγραφα, επιστολές βουλευτών, επιστολές των συνδρομητών μας, ειδήσεις της πόλης και ειδησεογραφία απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα, ειδήσεις από το εξωτερικό, μεταφρασμένα αποσπάσματα αμερικανικών και ευρωπαϊκών εφημερίδων, κείμενα και ρεπορτάζ για τον αγώνα των Ελλήνων, ανακοινωθέντα από τα μέτωπα του πολέμου, νέα απ’ το μέτωπο των αντιπάλων, επιστολές φιλελλήνων αλλά και φιλελληνικών κομιτάτων, τα άρθρα που γράφουμε εμείς με θέματα όπως, περί θρησκείας, περί ελληνικών εθίμων, περί ελευθερίας του λόγου, περί συνταγματικών δικαιωμάτων και άλλα, φιλοξενούμενα κείμενα με χαρακτήρα λογοτεχνικό, προπάντων ποιήματα.
Εμείς οι δύο μόνο ξέρουμε πως κατορθώσαμε να στήσουμε αυτή την έξοχη δουλειά, ένα έργο ιερό, που έχουμε την τόλμη να το κρατάμε ζωντανό και μέσα στην πολιορκία. Τόσοι πατριώτες εδώ μέσα, εξαθλιωμένοι απ’ την αγωνία, τον κάματο και την ασιτία, περιμένουν απ’ αυτή την εφημερίδα να μάθουν τις ειδήσεις, να διαβάσουν τα λόγια αγάπης και εμψύχωσης που γράφουμε και να τους εμφυσήσουμε θάρρος. Συμπληρωματικά ασφαλώς και η εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος», που κυκλοφορούμε στην ιταλική γλώσσα και την αποστέλλουμε στην Ευρώπη για ενημέρωση των ξένων βοηθάει πολύ στον αγώνα.
Το Μισολόγγι αντιστέκεται, σε ασφυκτικό κλοιό από στεριά και θάλασσα, είναι στοίχημα για του Οθωμανούς πασάδες η πτώση του, φοβάμαι πως θα γίνει σφαγή, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν, γιατί αλλιώς είναι βέβαιοι ότι θα γίνουν «φερμανλήδες», και θα φύγει το κεφάλι τους απ’ τη θέση του. Κιουταχής και Μπραίμης δεν αστειεύονται. Θα μας κάνουν να φτύσουμε αίμα. Ο Παντισάχ είναι οργισμένος, ο τύραννος βρυχάται, η αυτοκρατορία του χάνει διαρκώς εδάφη με τις τελευταίες νικηφόρες μάχες των ραγιάδων του. Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω το Μισολόγγι μου, μόνο τη φλόγα που αντικρίζω στα μάτια των παλικαριών μού φτάνει. Το πρωί ανταμωθήκαμε με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Χρήστο Φωτομάρα. Είναι ημίθεοι αυτοί, πραγματικοί απόγονοι του Ηρακλή και του Θησέα. Και οι λοιποί Σουλιώτες, και οι άλλοι Γραικοί, Νότης Μπότσαρης, Δημήτρης Μακρής και τόσοι αγωνιστές. Είμαστε σε ασφυκτικό κλοιό, φίλτατε. Έχει πιάσει ο Καραϊσκάκης με τους δικούς του τις πλαγιές του Ζυγού, κάτι είναι κι αυτό. Μια ελπίδα έχουμε κι απ’ τον στόλο του Μπότσαρη, έστειλε εφόδια και τροφές, μα τίποτ’ άλλο. Εμείς δώσαμε όρκο απαράβατο να μην παραδοθούμε. Δε βαριέσαι, αδερφέ μου, ο θάνατος έχει αλλιώτικο χαμόγελο για τον καθένα μας, ποιος ξέρει, μπορεί κι εμείς, εδώ μέσα στη φάκα που πιαστήκαμε, να είμαστε μ’ άλλον τρόπο «φερμανλήδες».
Ώρα τη ώρα, μέρα τη μέρα, παρακολουθώ και πληροφορούμαι καταλεπτώς τα πάντα γύρω απ’ την πολιορκία μας, τα καταγράφω λεπτομερώς και τα μεταφέρω με απόλυτη ακρίβεια στο έντυπό μας. Στις έριδες που σημειώνονται ανάμεσα σε αρχηγικά κυρίως πρόσωπα τα οποία κατευθύνουν και τα πεπρωμένα μας δεν αναμειγνύομαι καθόλου. Φαίνεται πως σε καιρό άμυνας εντέλει επικρατεί η λογική. Προσπαθώ να εκτελώ τα δημοσιογραφικά μου χρέη στο ακέραιο και να είμαι το δυνατόν αντικειμενικός, αυτό ίσως είναι το ύψιστο χρέος του δημοσιογράφου. Με την συνείδηση μου καθαρή και ελεύθερη, εντελώς αδέσμευτη από σκοπιμότητες και οφέλη άλλων. Ο Μαυροκορδάτος, άντρας πανίσχυρος στην ελεύθερη Ελλάδα, με τον οποίο έχω πολύ στενά συνδεθεί, επιχείρησε κάποτε να μου αλλάξει άποψη για ορισμένα θέματα και να γίνω τρόπον τινά όργανό των βουλήσεών του, όμως δε δίστασα να έρθω σε σύγκρουση μαζί του. Μια φορά τα τσουγκρίσαμε και με τον Λόρδο Βύρωνα, φίλε μου, που ζει εδώ μαζί μας και μας συμπαραστέκεται, πήγε κι εκείνος να μου ασκήσει επιρροή σε κάποιο ζήτημα, μα στάθηκε αδύνατο.
Βρίσκομαι, όπως ξέρεις, σ’ αυτή την αξιολάτρευτη χώρα, από το 1821, τη χρονιά που ξεκίνησε η Επανάσταση. Χώρα ονειρική μα αδελφοφαγική, αν εννοείς αυτή την ιδιότυπη ελληνική λέξη. Είναι μια συνήθεια, ιδιότητα του χαρακτήρα τους καλύτερα, που έχει ριζώσει μέσα τους και τους ακολουθεί σαν κατάρα από γενιά σε γενιά. Δε λένε τούτοι οι Ρωμιοί να συνεργαστούν αρμονικά μεταξύ τους. Μπαίνουν στη μέση η αντιζηλία, ο ανταγωνισμός, η φιλαρχία, η εξουσιομανία, η φιλοχρηματία, οι παλιοί προσωπικοί λογαριασμοί, κάποτε και η προδοσία. Αυτή την έγνοια έχει κι ο Μπάιρον και τους επιπλήττει διαρκώς. Έγραψε μάλιστα ένα σχετικό ποίημα όπου ουσιαστικά τους περιφρονεί και τους καθιστά υπόλογους γι’ αυτό το χούι τους, έτσι το λένε οι ίδιοι, χούι, τούρκικη λέξη, βλέπεις είναι μεν εχθροί στον πόλεμο αλλά μέσα σε αιώνες κοινού βίου και συγχρωτισμού έχουν δανιστεί και ανταλλάξει ο ένας με τον άλλο πολλά και διάφορα. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με την ασίγαστη πνοή πνευματικής ελευθερίας που τον διακρίνει διαμένοντας στο νησί από απέναντί μας και παρακολουθώντας όλο το χρονικό του πολέμου, έγραψε τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων, ένα εκτενές ομοιοκατάληκτο ποίημα υψίστης ποιητικής αξίας και φλογερού πατριωτισμού, που τον βοήθησα κι εγώ να εκδοθεί στο τυπογραφείο μας μόλις ένα χρόνο πριν, το 1825. Ένα τέτοιο έργο ίσως έχει την δύναμη κάποτε να τους ενώσει.
Βαφτίστηκα ορθόδοξος, όπως θα έχεις πληροφορηθεί, έχω δε παντρευτεί μια ωραία κυρά Μεσολογγίτισσα, την Αλτάνα Ιγγλέζου. Μου συμπαραστέκεται η γυναίκα μου, συμμερίζεται την αγωνία μου να συνεχίσω το εκδοτικό και δημοσιογραφικό μου έργο, νιώθει πως η ψυχή μου όλη είναι τούτη η εφημερίδα. Ο δημοσιογράφος είναι λειτουργός, κατέχει θέση ηγεμονική και υπεύθυνη στην κοινωνική πυραμίδα. Όταν η εφημερίδα σου διδάσκει ήθος, και ο ίδιος έχεις φρόνημα υψηλό, εμψυχώνεις τους αναγνώστες, όπως κάνουμε εμείς εδώ με τους πολιορκημένους, καθώς πολιορκημένοι είμαστε και οι ίδιοι με τις φαμίλιες μας. Οι οποίοι συν τω χρόνω φτάνουν στα έσχατα, δεν υπάρχει μέσα στην πόλη μας ίχνος πρωτεΐνης πια, για να φάνε και να δυναμώσουν. Μια μπούκα ψωμί ζητάει το κοριτσάκι μου και τελευταία ούτε αυτό το ελάχιστο δε μπορώ να βρω για να χορτάσει κάπως την πείνα του. Αντιστεκόμαστε στην πολιορκία, φίλε μου, πολεμώντας με νύχια και με δόντια, θα αντέξουμε, κι αν δεν αντέξουμε, τότε θα μας γράψει η ιστορία.
Αγαπημένε μου φίλε, θα ταξιδέψουμε όλοι μας στο «κοινό λιμάνι του Άδη», όπως λένε οι αρχαίοι Έλληνες. Όμως ίδιο είναι να ισοπεδωθείς από βαριά ασθένεια και να σταυρωθείς ως το ξεψύχισμά σου με το να δώσεις τη ζωή σου για την ιδέα της Ελευθερίας, και μάλιστα για την ανεξαρτησία του αγαπημένου λαού των Ελλήνων; Κάλλιο ιδεαλιστές λοιπόν και «φερμανήδες» μελλοντικοί παρά κιοτήδες.
-γράμμα απ’ το πολιορκημένο Μεσολλόγγι του Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ σε επιστήθιο φίλο του στη Ζυρίχη-
Αγαπημένε φίλε και συναγωνιστή
σου γράφω έγκλειστος απ’ τη νέα μου πατρίδα, το λατρευτό μου, αποκλεισμένο Μισολόγγι.
Όλο αυτό τον καιρό που... κατοικώ στην Ελλάδα αλληλογραφούσα συχνά με τον κοινό μας φίλο ντόκτορ Χέρμαν απ’ την Βέρνη, καθώς και άλλους, συμφοιτητές και μέλη της οικογένειάς μου. Από πλευράς τους προσκλήσεις και προκλήσεις για το συνετισμό μου ήταν ουσιαστικά αυτές οι επιστολές, να τα παρατήσω δηλαδή πάραυτα και να επιστρέψω στας Ευρώπας, σε περιμένει μέλλον λαμπρό, μου έγραφαν, έλα εσύ κι εμείς θα σταθούμε σθεναρά στο πλάι σου, ήδη σε βλέπουμε σαν ήρωα, όμως σε θέλουμε κοντά μας, θα γίνεις όνομα στην Ιατρική όπως γίναμε κι εμείς, με το σπαθί σου, γιατί είσαι άνθρωπος άξιος και διαθέτεις μυαλό θηλυκό, που γεννάει ιδέες δημιουργικές, θα διακριθείς, εξάλλου μπορείς να συνεχίσεις κι από δω τον αγώνα σου, με την άνεσή σου, θα βοηθήσουμε να δημιουργήσεις εδώ τυπογραφείο και να ιδρύσεις μια εφημερίδα που θα προπαγανδίζει τα συμφέροντα της μέχρι τούδε Ελεύθερης Ελλάδας και τον δίκαιο αγώνα των υπόδουλων Οθωμανών υπηκόων αυτού του τόπου όπου κάποτε άστραψε το πνεύμα του Ευριπίδη και του Αριστοτέλη, κι εμείς φιλέλληνες είμαστε, δεν ακολουθούμε τον Μέτερνιχ και τις φρικτές ανθελληνικές του αντιλήψεις, όλα τα σκλαβωμένα έθνη πρέπει να έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους, αυτά πλέον έχουν γίνει κτήμα των Ευρωπαίων διανοουμένων απ’ τον καιρό του Ρουσσώ, αλλά κοίταξε κάποτε και τον εαυτό σου, σαν και του λόγου μας. Γιατί ήδη κινδύνεψες, μου υπογράμμιζαν, πριν από λίγα χρόνια, όταν είχες πάρει μέρος στη ναυμαχία του Κορινθιακού κόλπου, όπως μάθαμε, απ’ τις εφημερίδες βέβαια, και παρά τρίχα γλίτωσες απ’ του Χάρου τα δόντια. Λοιπόν όλα αυτά, φίλε μου, ήταν γράμματα με πρόθεση την απολογία μου και την προτροπή για τον κατά την κρίση τους σωφρονισμό μου όμως εγώ τα λογάριαζα πάντοτε σαν επιθέσεις αγάπης.
Είχα διαβάσει μια τέτοια επιστολή φωναχτά ενώπιον του στενού συνεργάτη μου, του Στάνχοπ, που γνωρίζεις πόσο σπουδαία διάνοια είναι τούτος ο λαμπρός επιστήμονας, ο συνεκδότης μου στα «Ελληνικά Χρονικά» που τα τυπώνουμε με επιτυχία και ενθουσιώδη υποδοχή στο Μισολόγγι. Στην κρίση σου εναπόκειται, μου λέει ο φίλος μου ο Λάισεστερ Στάνχοπ, αν κάποτε μετανοήσεις, μη διστάσεις, δε θα σ’ εμποδίσω, να επιτρέψεις όποτε θες, στην Ελβετία. Θα αστειεύεσαι, αγαπητέ μου συνταγματάρχα, του απαντώ αβίαστα, εσύ δεν είσαι που έφερες εδώ πέρα με απίστευτες δυσκολίες το εγγλέζικο πιεστήριο, που είναι δωρεά του Φιλελληνικού κομιτάτου με έδρα το Λονδίνο; Για μένα αυτό το έντυπο είναι όνειρο ζωής, η δημοσιογραφία, φίλτατε, είναι ιδεολογία, πίστη, λατρεία, ίσως το σημαντικότερο κοινωνικό λειτούργημα. Ο τύπος διαμορφώνει συνειδήσεις, προάγει την εξέλιξη του πολιτισμού, συντελεί στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Το βιβλίο, η περγαμηνή, η καθημερινή φυλλάδα προπαντός ανοίγουν τους ορίζοντες της γνώσης, διευρύνουν τη μόρφωση, φέρνουν σε επαφή ακόμη και κάποιον απομονωμένο, απομακρυσμένο απ’ τον κόσμο με τις ειδήσεις και τα νέα του πλανήτη. Παράλληλα αξιοποιούν το πνεύμα και καλλιεργούν την διάνοια μέσω της παραγωγικής σκέψης των συντακτών του γραπτού λόγου, αρθρογράφων και ειδησιογράφων. Μην ξεχνάς με τι ζήλο και τι πάθος ξεκινήσαμε την έκδοση αυτής της φυλλάδας στο Μισολλόγι μας και με πόσα εμπόδια. Από την παραμονή των Χριστουγέννων του 1824. Συμπληρώσαμε λοιπόν πάνω από δύο χρόνια εκδοτικής ζωής αφού τώρα που σου γράφω έχουμε Πρωτοχρονιά του 1826. Δυο φορές την βδομάδα, κάθε Τετάρτη και Σάββατο βγαίνει το έντυπό μας και μοιράζονται εκατό φύλλα μέσα στο Μισολλόγι, χώρια οι αποστολές σε λοιπά μέρη της χώρας και στο εξωτερικό. Είχαμε βέβαια αρκετές διακοπές στην έκδοσή του εντύπου μας, μα δεν φταίγαμε εμείς, αλλά ο αποκλεισμός της πόλης, ο τρομερός λιμός, οι ζημιές που παθαίναμε κάθε τόσο από τα εχθρικά πυροβόλα. Η συγκέντρωση της ύλης δεν είναι κάτι απλό. Πρέπει να αξιολογούμε κάθε φορά το υλικό μας κατατάσσοντάς το σε τομείς. Ανακοινώσεις της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος, διαγγέλματα, προκηρύξεις και προπαγανδιστικά έγγραφα, επιστολές βουλευτών, επιστολές των συνδρομητών μας, ειδήσεις της πόλης και ειδησεογραφία απ’ την υπόλοιπη Ελλάδα, ειδήσεις από το εξωτερικό, μεταφρασμένα αποσπάσματα αμερικανικών και ευρωπαϊκών εφημερίδων, κείμενα και ρεπορτάζ για τον αγώνα των Ελλήνων, ανακοινωθέντα από τα μέτωπα του πολέμου, νέα απ’ το μέτωπο των αντιπάλων, επιστολές φιλελλήνων αλλά και φιλελληνικών κομιτάτων, τα άρθρα που γράφουμε εμείς με θέματα όπως, περί θρησκείας, περί ελληνικών εθίμων, περί ελευθερίας του λόγου, περί συνταγματικών δικαιωμάτων και άλλα, φιλοξενούμενα κείμενα με χαρακτήρα λογοτεχνικό, προπάντων ποιήματα.
Εμείς οι δύο μόνο ξέρουμε πως κατορθώσαμε να στήσουμε αυτή την έξοχη δουλειά, ένα έργο ιερό, που έχουμε την τόλμη να το κρατάμε ζωντανό και μέσα στην πολιορκία. Τόσοι πατριώτες εδώ μέσα, εξαθλιωμένοι απ’ την αγωνία, τον κάματο και την ασιτία, περιμένουν απ’ αυτή την εφημερίδα να μάθουν τις ειδήσεις, να διαβάσουν τα λόγια αγάπης και εμψύχωσης που γράφουμε και να τους εμφυσήσουμε θάρρος. Συμπληρωματικά ασφαλώς και η εφημερίδα «Ελληνικός Τηλέγραφος», που κυκλοφορούμε στην ιταλική γλώσσα και την αποστέλλουμε στην Ευρώπη για ενημέρωση των ξένων βοηθάει πολύ στον αγώνα.
Το Μισολόγγι αντιστέκεται, σε ασφυκτικό κλοιό από στεριά και θάλασσα, είναι στοίχημα για του Οθωμανούς πασάδες η πτώση του, φοβάμαι πως θα γίνει σφαγή, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν, γιατί αλλιώς είναι βέβαιοι ότι θα γίνουν «φερμανλήδες», και θα φύγει το κεφάλι τους απ’ τη θέση του. Κιουταχής και Μπραίμης δεν αστειεύονται. Θα μας κάνουν να φτύσουμε αίμα. Ο Παντισάχ είναι οργισμένος, ο τύραννος βρυχάται, η αυτοκρατορία του χάνει διαρκώς εδάφη με τις τελευταίες νικηφόρες μάχες των ραγιάδων του. Όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω το Μισολόγγι μου, μόνο τη φλόγα που αντικρίζω στα μάτια των παλικαριών μού φτάνει. Το πρωί ανταμωθήκαμε με τον Κίτσο Τζαβέλα και τον Χρήστο Φωτομάρα. Είναι ημίθεοι αυτοί, πραγματικοί απόγονοι του Ηρακλή και του Θησέα. Και οι λοιποί Σουλιώτες, και οι άλλοι Γραικοί, Νότης Μπότσαρης, Δημήτρης Μακρής και τόσοι αγωνιστές. Είμαστε σε ασφυκτικό κλοιό, φίλτατε. Έχει πιάσει ο Καραϊσκάκης με τους δικούς του τις πλαγιές του Ζυγού, κάτι είναι κι αυτό. Μια ελπίδα έχουμε κι απ’ τον στόλο του Μπότσαρη, έστειλε εφόδια και τροφές, μα τίποτ’ άλλο. Εμείς δώσαμε όρκο απαράβατο να μην παραδοθούμε. Δε βαριέσαι, αδερφέ μου, ο θάνατος έχει αλλιώτικο χαμόγελο για τον καθένα μας, ποιος ξέρει, μπορεί κι εμείς, εδώ μέσα στη φάκα που πιαστήκαμε, να είμαστε μ’ άλλον τρόπο «φερμανλήδες».
Ώρα τη ώρα, μέρα τη μέρα, παρακολουθώ και πληροφορούμαι καταλεπτώς τα πάντα γύρω απ’ την πολιορκία μας, τα καταγράφω λεπτομερώς και τα μεταφέρω με απόλυτη ακρίβεια στο έντυπό μας. Στις έριδες που σημειώνονται ανάμεσα σε αρχηγικά κυρίως πρόσωπα τα οποία κατευθύνουν και τα πεπρωμένα μας δεν αναμειγνύομαι καθόλου. Φαίνεται πως σε καιρό άμυνας εντέλει επικρατεί η λογική. Προσπαθώ να εκτελώ τα δημοσιογραφικά μου χρέη στο ακέραιο και να είμαι το δυνατόν αντικειμενικός, αυτό ίσως είναι το ύψιστο χρέος του δημοσιογράφου. Με την συνείδηση μου καθαρή και ελεύθερη, εντελώς αδέσμευτη από σκοπιμότητες και οφέλη άλλων. Ο Μαυροκορδάτος, άντρας πανίσχυρος στην ελεύθερη Ελλάδα, με τον οποίο έχω πολύ στενά συνδεθεί, επιχείρησε κάποτε να μου αλλάξει άποψη για ορισμένα θέματα και να γίνω τρόπον τινά όργανό των βουλήσεών του, όμως δε δίστασα να έρθω σε σύγκρουση μαζί του. Μια φορά τα τσουγκρίσαμε και με τον Λόρδο Βύρωνα, φίλε μου, που ζει εδώ μαζί μας και μας συμπαραστέκεται, πήγε κι εκείνος να μου ασκήσει επιρροή σε κάποιο ζήτημα, μα στάθηκε αδύνατο.
Βρίσκομαι, όπως ξέρεις, σ’ αυτή την αξιολάτρευτη χώρα, από το 1821, τη χρονιά που ξεκίνησε η Επανάσταση. Χώρα ονειρική μα αδελφοφαγική, αν εννοείς αυτή την ιδιότυπη ελληνική λέξη. Είναι μια συνήθεια, ιδιότητα του χαρακτήρα τους καλύτερα, που έχει ριζώσει μέσα τους και τους ακολουθεί σαν κατάρα από γενιά σε γενιά. Δε λένε τούτοι οι Ρωμιοί να συνεργαστούν αρμονικά μεταξύ τους. Μπαίνουν στη μέση η αντιζηλία, ο ανταγωνισμός, η φιλαρχία, η εξουσιομανία, η φιλοχρηματία, οι παλιοί προσωπικοί λογαριασμοί, κάποτε και η προδοσία. Αυτή την έγνοια έχει κι ο Μπάιρον και τους επιπλήττει διαρκώς. Έγραψε μάλιστα ένα σχετικό ποίημα όπου ουσιαστικά τους περιφρονεί και τους καθιστά υπόλογους γι’ αυτό το χούι τους, έτσι το λένε οι ίδιοι, χούι, τούρκικη λέξη, βλέπεις είναι μεν εχθροί στον πόλεμο αλλά μέσα σε αιώνες κοινού βίου και συγχρωτισμού έχουν δανιστεί και ανταλλάξει ο ένας με τον άλλο πολλά και διάφορα. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με την ασίγαστη πνοή πνευματικής ελευθερίας που τον διακρίνει διαμένοντας στο νησί από απέναντί μας και παρακολουθώντας όλο το χρονικό του πολέμου, έγραψε τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων, ένα εκτενές ομοιοκατάληκτο ποίημα υψίστης ποιητικής αξίας και φλογερού πατριωτισμού, που τον βοήθησα κι εγώ να εκδοθεί στο τυπογραφείο μας μόλις ένα χρόνο πριν, το 1825. Ένα τέτοιο έργο ίσως έχει την δύναμη κάποτε να τους ενώσει.
Βαφτίστηκα ορθόδοξος, όπως θα έχεις πληροφορηθεί, έχω δε παντρευτεί μια ωραία κυρά Μεσολογγίτισσα, την Αλτάνα Ιγγλέζου. Μου συμπαραστέκεται η γυναίκα μου, συμμερίζεται την αγωνία μου να συνεχίσω το εκδοτικό και δημοσιογραφικό μου έργο, νιώθει πως η ψυχή μου όλη είναι τούτη η εφημερίδα. Ο δημοσιογράφος είναι λειτουργός, κατέχει θέση ηγεμονική και υπεύθυνη στην κοινωνική πυραμίδα. Όταν η εφημερίδα σου διδάσκει ήθος, και ο ίδιος έχεις φρόνημα υψηλό, εμψυχώνεις τους αναγνώστες, όπως κάνουμε εμείς εδώ με τους πολιορκημένους, καθώς πολιορκημένοι είμαστε και οι ίδιοι με τις φαμίλιες μας. Οι οποίοι συν τω χρόνω φτάνουν στα έσχατα, δεν υπάρχει μέσα στην πόλη μας ίχνος πρωτεΐνης πια, για να φάνε και να δυναμώσουν. Μια μπούκα ψωμί ζητάει το κοριτσάκι μου και τελευταία ούτε αυτό το ελάχιστο δε μπορώ να βρω για να χορτάσει κάπως την πείνα του. Αντιστεκόμαστε στην πολιορκία, φίλε μου, πολεμώντας με νύχια και με δόντια, θα αντέξουμε, κι αν δεν αντέξουμε, τότε θα μας γράψει η ιστορία.
Αγαπημένε μου φίλε, θα ταξιδέψουμε όλοι μας στο «κοινό λιμάνι του Άδη», όπως λένε οι αρχαίοι Έλληνες. Όμως ίδιο είναι να ισοπεδωθείς από βαριά ασθένεια και να σταυρωθείς ως το ξεψύχισμά σου με το να δώσεις τη ζωή σου για την ιδέα της Ελευθερίας, και μάλιστα για την ανεξαρτησία του αγαπημένου λαού των Ελλήνων; Κάλλιο ιδεαλιστές λοιπόν και «φερμανήδες» μελλοντικοί παρά κιοτήδες.