… «Ο δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος εμφανίστηκε στα γράμματα στα 1992 στα 27 του χρόνια, με τη συλλογή 72 ποιημάτων «Κάτι στιγμές...» για να μας δώσει μια δεκαετία αργότερα το βιβλίο του «Ο κήπος με τα ρόμπολα» (2003).
Ο Μπικηρόπουλος είναι «παιδί της πόλης», δραστήριο μέλος της ζωής της, αγαπά τον τόπο του, τη φύση, τον ερωτικό παλμό της γυναίκας ακόμα κι όταν στέκεται με κριτική διάθεση απέναντί τους: «Τίποτα δεν άλλαξε/ σ' αυτή τη / μίζερη πόλη / Μόνο οι τιμές/ στα μπαρ με τα ποτά της λήθης / και τα χρόνια / της μικρής πόρνης/ που έπαψε να βάφει χείλη, μάγουλα/ να δείξει/ 18...».
Αυτά που τον απασχολούν και βγαίνουν στην επιφάνεια των λέξεων έχουν σχέση επίσης με τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, τον πόλεμο, την αδικία, την έλλειψη επικοινωνίας, την αδύνατη αναζήτηση της ομορφιάς.
Όπως στο ποίημα «Σχετικά απόλυτο» της πρώτης συλλογής:
«Αν δεις ανατομικά τα πράγματα/ θα δεις/ ότι το μόνο όμορφο/ που υπάρχει στον πλανήτη μας/ είναι εκείνο το παράξενο/ άσπιλο/ λευκό λουλούδι./ Όμως, σε παρακαλώ, μη κοιτάξεις/ στη ρίζα του.../Πρέπει, ναι, πρέπει να υπάρχει κάτι/ ολόμορφο./ Ένα άσπιλο/ λευκό λουλούδι». Οι στίχοι της νέας συλλογής «Αλκυονίδες νύχτες», συνεχίζουν την επεξεργασία των μοτίβων του έρωτα θυμίζοντας κάποιες φορές με την έντονη μεταφορολογία τους το «Άσμα ασμάτων»:
«Ο λαιμός σου γυμνός/η κλείδα προκλητική/οι βολβοί των αυτιών σου/σαν ώριμα φρούτα…».
Ο μονίμως αμαρτωλός Μπικηρόπουλος, αναζητά τον έρωτα ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει, στο τρυφερό ψέμα για παράδειγμα.
Ο μονίμως αμαρτωλός Μπικηρόπουλος, αναζητά τον έρωτα ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει, στο τρυφερό ψέμα για παράδειγμα.
Δεν πρόκειται για συνειδητή προσφυγή στην απόρριψη, της πραγματικότητας (όπως είναι γνωστό ο έρωτας χρειάζεται την αμοιβαιότητα για να στεριώσει) αλλά μάλλον για μια πραγματική ένδειξη αγάπης αφού ο εμπνεόμενος από τον έρωτα, ο αγαπών, τείνει να πιστεύει, ότι έστω και με απλή σωματική εγγύτητα, ο έρωτας μπορεί να μας μετακινήσει στο βασίλειο της επικοινωνίας.
«Έχω ανάγκη να ακούσω/ λόγια τρυφερά/κι ας είναι όλα ψέμα./Πες μου μια φράση ολόκληρη/ γεμάτη από αγάπη/ κι ας μην την πιστεύεις/. Σφίξε το χέρι μου /μες το δικό σου/ κι ας μην το νοιώθεις./Φίλησε με/ στο στόμα με κλειστά τα μάτια σου/ έστω για δύο λεπτά/ κι ας ταξιδεύεις αλλού».