25.3.21

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821)

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) ήταν αρματολός, Φιλικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, από τους πιο άξιους συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά τον αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Διακρινόταν για το υψηλό του φρόνημα, την πειστικότητα του λόγου του, την εξυπνάδα του καθώς και για το πάθος του για την ελευθερία.
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι (4/3/1772). 
Η μητέρα του Νικολέτα, ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος Λάζος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους Λαζαίους, φημισμένους αρματολούς του Ολύμπου, οι οποίοι έδρασαν στο Λιβάδι και για 20 χρόνια στη Μηλιά Πιερίας, οπού έκτισαν σε ιδιόκτητη γη και τον περιβόητο Πύργο τους. Η μητέρα του, Νικολέτα, πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. 
Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην ιστορία, δείχνει τη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του.
Μέχρι το 1798 εκπαιδεύεται στο στρατόπεδο του συγγενή του 'Εξαρχου Λάζου, γενάρχη των Λαζαίων και εξελίσσεται σε πρωτοπαλίκαρο του, ως άριστος μαθητής και πολεμιστής. 
Το 1804 ξέσπασε η Σερβική επανάσταση. 
Οι Έλληνες, ιδιαίτερα της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και της Ηπείρου, είδαν με μεγάλη συμπάθεια τον αγώνα των Σέρβων. 
Με τέτοια αισθήματα έσπευσε και ο Ολύμπιος, συμπαρασύροντας κι άλλους αρματολούς, όπως οι Νικοτσάρας και Καρατάσος, προς βοήθεια του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς, όπου ενώνεται με τις δυνάμεις του Καραγεώργη και συμμετέχει στον παμβαλκανικό ξεσηκωμό ενάντια στους Τούρκους.
Παντρεύτηκε την χήρα του Πέτροβιτς, Στάνια, με την οποία απέκτησε 3 παιδιά.
Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων απέκτησε δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου.
 Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1817 ενώ ανέλαβε και πέτυχε να μυήσει τον εξόριστο αρχηγό των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργη.
Τέθηκε επικεφαλής της έναρξης του αγώνα στο Βουκουρέστι από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη όπου και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση και διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Διορίζεται αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων στο Δούναβη και αρχίζει τη μαρτυρική του διαδρομή στο Δραγατσάνι και το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, σώζοντας όσα μέλη του Ιερού Λόχου μπόρεσε, ύστερα από την προδοσία του Βλαδιμηρέσκου. Είχε συστήσει τότε να μη αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην πεδιάδα του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821, αλλά να τους κάνουν κλεφτοπόλεμο από τα βουνά, όμως δεν τον άκουσαν. Αφού περιέσωσε όσους μπόρεσε από τον Ιερό Λόχο, έφυγε μόνος του στα βουνά της Μολδαβίας, όπου οχυρώθηκε. Από προδοσία κάποιου Μολδαβού Επισκόπου, βρέθηκε πολιορκημένος στο Μοναστήρι του Σέκου από 8.000 Οθωμανούς, που τον χτυπούσαν με βαρύ πυροβολικό. Αμύνθηκε σκληρά, αρνούμενος κάθε διαπραγμάτευση με τους Τούρκους κι όταν όλα τελείωναν, πυρομαχικά, τρόφιμα και ελπίδες, έβαλε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του καμπαναριού και μαζί με τους άνδρες του, οι οποίοι αρνήθηκαν να τον εγκαταλείψουν και να παραδοθούν, τινάχτηκε στον αέρα, παρασέρνοντας και αμέτρητους αντιπάλους του στον θάνατο.

«Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα, στράτευμα φέρνουν περισσό,
πεζούρα και καβάλα, σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι, έχει ανδρείο στράτευμα,
όλο Γιανιτσαραίους, στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξεν’ από το μοναστήρι: Πού είστε, παλικάρια μου,
λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι; γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό κάτου στο Κομπουλάκι.
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά στις τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι: Αφήστε τα τουφέκια σας,
σύρετε τα σπαθιά σας, γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:
Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί, και πλέον δεν τον είδαν
Ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ’ ακούει».

ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
– Του Ολύμπου και του Κισσάβου