Γι’ αυτή τη συγκινητική μνήμη του πατέρα του, λοιπόν, οι πίνακες του Παύλου Σάμιου βρίθουν από πολύχρωμες γυναικείες γόβες.
6.2.21
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΜΙΟΣ (Αθήνα 1948-2021) ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΒΕΣ ΤΟΥ. Του Ηλία Κεφάλα
Πέθανε χθες ο σημαντικός ζωγράφος Παύλος Σάμιος, αφήνοντάς μας κληρονομιά το σπουδαίο εικαστικό έργο του. Ακούραστος καλλιτέχνης και ευγενέστατος φίλος έδινε ζωή στη συντροφιά και πνεύμα σε κάθε συζήτηση. Πολλές φορές...τον πείραζα, ζητώντας να μου εξηγήσει κάποιο έργο του κι εκείνος θύμωνε και μου έλεγε: θα σε βάλω κι εγώ να μου εξηγήσεις τα ποιήματά σου. Το έργο δεν το εξηγούμε, φώναζε, μόνο το αντιλαμβανόμαστε. Ή, ακόμα, το χαιρόμαστε αόριστα, χωρίς να το φορτώνουμε με συγκεκριμένες ιδέες. Εντάξει, εντάξει Παύλο, επέμενα εγώ, θα ρωτήσω όμως κάτι το πολύ απλό: Γιατί σε κάθε πίνακά σου υπάρχει συνήθως κι ένα ζευγάρι γόβες, πεταμένες επιμελώς σε κάποια γωνίτσα, λες και είναι το σταθερό φετίχ σου; Ο ζωγράφος γινόταν τότε τρυφερός και στο βλέμμα του ζωγραφιζόταν μια νοσταλγία. Είναι η μνήμη του πατέρα μου, έλεγε. Η οικογένειά μου είχε ένα μικρό παπουτσάδικο και μέσα σ’ αυτό άρχισα κι εγώ να δουλεύω από παιδί. Όταν κάποια γυναίκα ερχόταν να δοκιμάσει και ν’ αγοράσει παπούτσια, εγώ ως άδολο παιδί, αλλά δασκαλεμένος από τον πατέρα μου, έσκυβα να τη βοηθήσω να τα φορέσει και χωρίς τα χέρια μου ν’ αγγίζουν τις γάμπες της, άφηνα το μάτι μου να περιπλανιέται προς τα ύψη των γλουτών. Όταν η πελάτισσα έφευγε, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε κοντά του και με ρώταγε φορτικά: Λοιπόν, είδες; Τι χρώμα κυλόττα φορούσε; Μαύρη του έλεγα εγώ. Ωχ, ωχ, ωχ αναστέναζε ο πατέρας μου και παραδινόταν σε μια φαντασιακή ηδονή. Και, συνέχιζε: Όταν βρέθηκα στη Γαλλία και είχα ανάγκη από κάποια ψυχοθεραπεία, ανέφερα το γεγονός αυτό και ο θεράπων μου εξήγησε: Ο πατέρας σου είχε μεγάλο άγχος μήπως πάρεις κάποιον άλλον ερωτικό δρόμο μακριά από γυναίκες και γι’ αυτό σ’ έσπρωχνε άγαρμπα να γνωρίσεις τη γυναικεία φύση όσο νωρίτερα μπορούσες.