αφορμή στον ευρωπαϊκό Τύπο να ασχοληθεί με το θέμα.
Μεταξύ άλλων είχε εκτενές ρεπορτάζ η Deutsche Welle, όπου παρουσίασε τις απόψεις των σλαβόφιλων, δίνοντας τον λόγο και στον καθηγητή κ.Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη, καθηγητή στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονία, όχι τυχαία, αλλ’ εκ του λόγου ότι ο καθηγητής ήταν μάρτυρας υπεράσπισης του σλαβόφιλου Σωματείου μαζί με την κα. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σλαβολόγο-γλωσσολόγο στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μεταξύ άλλων ο κ. Τσιτσελίκης υποστήριξε ότι με «νεότερες επιστημονικές έρευνες, πιστοποιείται η ύπαρξη μιας σλαβικής γλώσσας στη Βόρεια Ελλάδα και υπάρχει μια γλωσσική συνέχεια».
Να πούμε κατ’ αρχάς, ότι υπήρξε κάποια εποχή, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου Έλληνες μιλούσαν και σλαβικά. Τους λόγους περιγράφει ο αείμνηστος γλωσσολόγος Νικ. Ανδριώτη (στον συλλογικό τόμο “Η γλώσσα της Μακεδονίας” – “Ολκός”, Αθήνα 1992, σελ. 211), ο οποίος έγραψε:
Η σλαβική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται επί Βυζαντίου στην βόρεια Μακεδονία με τους εξής τρόπους: “α. Από Σλάβους δούλους, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν στα κτήματά τους ως αγρότες β. Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που έμαθαν σλαβικά και μετά την απελευθέρωσή τους και επάνοδό τους, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσαν να τα χρησιμοποιούν και γ. Οι συναλλασσόμενοι με Σλάβους Έλληνες μάθαιναν εύκολα σλαβικά, ενώ ή εκμάθηση της ελληνικής από τους Σλάβους ήταν δύσκολη.
Με την πάροδο του χρόνου, υπήρχαν εντόπιοι που συνεννοούνταν με μια γλώσσα “Κρεολή” [πήρε την ονομασία της από τους μιγάδες Γαλλοαφρικανούς], με ανάμικτες λέξεις, ελληνικές, βουλγάρικες, αρβανίτικες, ελληνοβλάχικες για να φτάσει στα σημερινά “εντόπικα”, που οι νεότεροι φυσικά αγνοούν. Είναι απίστευτη όμως προσβολή στον ελληνισμό των δίγλωσσων να τους αποκαλούν Σλάβους.
Προσέξτε, ένα τραγούδι την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, με την ντοπιολαλιά: Να Γκραντάτς πούκαϊα, να Γκουμέντσα σλούσαϊα. Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια, Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ. Μόμιτε σε σμέια πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε. Γκ’ρτσιτε σε μόλια: Μπουγκάριν ντα ζακόλια, Μπουγκάριν ντα ζακόλια, Κρ’φτα ντα μα πία, Κρ’φτα ντα μα πία, ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία.
Δηλαδή: Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν, στη Γουμένισσα ακούγαν. Έλληνες αντάρτες ρίχναν, Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν. Τα κορίτσια κουβαλούσαν δώρα στους Έλληνες. Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν: Βούλγαρο να σφάζαν, Βούλγαρο να σφάζαν, το αίμα του να πίναν, το αίμα του να πίναν, την Ελληνική γη να καθαρίζαν. [Εξυπακούεται ότι για τις σκληρές εκφράσεις να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της εποχής].
Αλλά, και όταν μετά από την τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και την σύλληψη του καπετάν Κώττα, οδηγήθηκε αυτός στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.
Ακόμη, και το μοιρολόι των εντοπίων γυναικών στο ακέφαλο σώμα του Παύλου Μελά, στην ντοπιολαλιά ήταν. Έκλαψαν οι γυναίκες της Στάτιστας τον Έλληνα ήρωα, με το τοπικό ιδίωμα. Κι αυτές Βουλγάρες ήσαν;
Απορώ, γιατί αποκρύπτεται η ελληνική ψυχή αυτών των υπέροχων είτε δίγλωσσων, είτε με γνώση μόνον του εντοπίου ιδιώματος, που μαζί με τους άλλους Έλληνες Μακεδονομάχους συνέβαλαν να υπάρχει μια ελεύθερη Μακεδονία, που φαίνεται πως ενοχλεί πολλούς.
VORIA.GR