(Δυο νέοι, ώς 20 χρονώ, σταμάτησαν στα προπύλαια με μιαν έκφραση σα να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν, κάτι ν’ αναγνωρίσουν, ενώ τους ήταν όλα αφάνταστα γνωστά και συγκινητικά, μόνο που κάπως μικρότερα —πολύ μικρότερα— απ’ όσο τα σκέφτονταν στην ξενιτιά, από άλλο χώρο κι από άλλο χρόνο, — πολύ μικρότερα και τα τείχη κι οι τεράστιες πέτρες κι η πύλη των λεόντων και το παλάτι κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Καλοκαίρι πια. Νυχτώνει. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και τα μεγάλα εκδρομικά λεωφορεία έχουν φύγει. Ο χώρος ανασαίνει μες στην ησυχία, — μια βαθιά αναπνοή απ’ τα στόματα των αρχαίων τάφων και των αναμνήσεων. Ένα κομμάτι εφημερίδα σάλεψε στα καμένα χόρτα, φυσημένο από αόριστη πνοή. Ακούγεται το βήμα του νυχτοφύλακα και το μεγάλο κλειδί πού κλειδώνει τη μέσα πόρτα του πύργου. Τότε, σα ν’ απελευθερώθηκαν μες στη ζεστή δροσιά της νύχτας, οι γρύλλοι χτυπήσαν τα μικρά ταμπούρλα τους. Κάπου, πίσω απ’ το βουνό, έρπει μια αμφίβολη λάμψη — ίσως είναι το φεγγάρι. Και την ίδια ακριβώς στιγμή ακούστηκε απ’ την πέτρινη σκάλα, οξύς, σκληρός, παράτονος, ο θρήνος μιας γυναίκας. Οι δυο νέοι δεν κοιτάχτηκαν. Δέθηκαν με το κάτω τείχος σα δυο μεγάλες σκιές. Σε λίγο ο ένας σκούπισε τον ιδρώτα του απ’ το μέτωπό του με το μαντίλι του, έδειξε προς τα εκεί με χαλαρωμένο δάχτυλο και μίλησε στον άλλον, πού έμενε πάντα στοργικά βουβός και αφοσιωμένος σαν Πυλάδης.)
Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση — να ’μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα· να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνή ώς τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ώς τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.
Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κι εμείς, με την ωραία
χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει η οποία αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί του σκανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος της κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.
Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.
Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας·
ας σταθούμε πιο κάτου· — όχι στους τάφους των προγόνων·
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —
κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,
μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κι ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος· —
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια —τάδες;— τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκινήσαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες της εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, —δεν τρομάζουν κανένα,— με μιαν έκφραση
σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.
Ανέτοιμος, ναι· — δεν το μπορώ· μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα· —όχι λιγοψυχία,— ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κι εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι —ολότελα άγνωστο— και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας,—
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
άλλα μιας μόνον — όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Νά την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη· — το ’να της μάτι κλειστό και τ’ άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντας μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντευμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.
Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κι η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ώς τον διαμελισμό· και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ώς τον ορίζοντα πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας· — ή μήπως
γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τους τάφους και τον τάφο μας; Δεν ξέρω.
Όμως, πίσω απ’ τα τόσα στρώματα της ταραχής και του φόβου, μαντεύω
ν’ απλώνεται η απέραντη σιγή, — μια δικαιοσύνη,
μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει
στην τάξη των σπόρων και των άστρων. Πρόσεξες; — το μεσημέρι,
καθώς ερχόμασταν εδώ, η σκιά ενός σύννεφου σερνότανε στον κάμπο,
σκεπάζοντας τα σταροχώραφα, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες,
τ’ άλογα, τα πουλιά, τα φύλλα, — ένα διάφανο ιχνογράφημα
από ’να μακρινό τοπίο του απείρου, πάνω εδώ στο χώμα·
κι ο αγρότης που πορεύονταν στην άκρη της πεδιάδας
ήταν σα να κρατούσε περασμένην κάτω απ’ την αριστερή μασκάλη του
όλη τη σκιά του σύννεφου σαν πελώριο μανδύα
μεγαλόπρεπον κι όμως απλόν σαν την προβιά του.
Έτσι οικειώνεται η γης με το άπειρο, παίρνοντας κάτι
από γαλάζιο κι από αόριστο· και το άπειρο πάλι
κάτι απ’ τη γη, καστανό και ζεστό, κάτι από φύλλα,
κάτι από στάμνες και ρίζες, κάτι απ’ τα μάτια
εκείνης της καρτερικής γελάδας (τη θυμάσαι;)
κι απ’ τα στέρεα πόδια του γεωργού που χάνονταν στο βάθος.
Ωστόσο αυτή ή γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσε την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυχτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τί,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα· οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολόνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγωγείο,
απ’ τους στάβλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;
Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυγμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριαντάφυλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό καθρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια σ’ ανταύγεια, υδάτινο, — το αναθυμάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια —αυτό μου μένει ασκίαστο—
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο —μια αοριστία—
το άχρονο, το αναμάρτητο, — κάτι απαλό κι εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των έφηβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνότο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης άστρα.
Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει· μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι· δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμα της —τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συνάμα—
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι πού λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει ή ναφθαλίνη, ή διάψευση, ή σιωπή, — τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κι επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρίνες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιό, καπέλα, τσάντες, βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.
Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δε διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (— ποιό αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλιτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης —
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα, σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ώς το τέλος του χρόνου.
Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα — δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; — τί όμορφη που ’ναι ακόμη — δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, — θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει· — ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.
Κι η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, —
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
«μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο»,
ή: «ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος»,
ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες»,
ή: «μου διαφεύγει μια νότα από αυτήν την ευωδιά της νύχτας», και γελάει,
ίσως για να προλάβει κάποιον πού μπορούσε να γελάσει —
Αυτή η βαθιά της κατανόηση κι η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση)· — τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
με την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε
την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κι ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο —
Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, — πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, — όταν έσκυβε
να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα,
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσής του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα
και δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.
Ίσως αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ ή αδελφή μου — την αιώνια της νεότητα —
αυτή η γριά παιδίσκη, συνετή από αντίθεση, δοσμένη στην άρνηση
της ομορφιάς και της χαράς· — ασκητική, αποκρουστική στη σωφροσύνη της,
μόνη κι ασύνδετη. Ακόμη και τα ρούχα της
πεισματικά γεροντικά, ριχτά, ξεπεσμένα, γερασμένα,
και το κορδόνι της μέσης της άτονο, φθαρμένο,
σα φλέβα χωρίς αίμα γύρω στην κοιλιά της (και το σφίγγει ωστόσο)
σαν το κορδόνι μιας πεσμένης κουρτίνας που πια μήτε ανοίγει μήτε κλείνει
δείχνοντας έτσι λοξά ένα τοπίο μιας αιώνια στρυφνής αυστηρότητας
με κοφτά βράχια και δέντρα πελώρια, γυμνά, διακλαδωμένα
πάνω σε στερεότυπα, πομπώδη σύννεφα· κι εκεί, στο βάθος
η αδιόρατη παρουσία ενός χαμένου προβάτου,
ένα έμψυχο στίγμα λευκό, ένας κόκκος τρυφερότητας —δε φαίνεται—
κι η ίδια ή αδελφή μου ένας κάθετος βράχος
περικλεισμένος στη σκληρότητα του· — ανυπόφορη. Άκου την,—
σχεδόν μικρόλογη· — παρατηρεί τη μητέρα και διαρκώς εξεγείρεται
όταν βάζει ένα λουλούδι στα μαλλιά της ή στον κόρφο της,
όταν περνάει το διάδρομο μ’ εκείνα τα επιτυχημένα μουσικά βήματα της,
όταν γέρνει, με μιαν άνεση περίλυπη, κάπως λοξά το κεφάλι της
στάζοντας έναν ήχο πολυσήμαντο απ’ το μακρύ σκουλαρίκι της στον ώμο της
που τον ακούει μόνο αυτή, — το γλυκύ της προνόμιο. Κι η άλλη εξοργίζεται.
Συντηρεί την οργή της με την ένταση της ίδιας της φωνής της —
(αν θα την έχανε κι αυτήν τί θα της έμενε;) — θαρρώ πώς φοβάται την εκπλήρωση
της τιμωρίας, μη και δεν της μείνει τίποτα. Ποτέ της
δεν άκουσε κι αυτή το νύχτιο χόρτο να θροΐζει μυστικά απ’ το πέρασμα
ενός ευλύγιστου, αόρατου ζώου μπροστά στα παράθυρα, την ώρα του δείπνου·
δεν είδε ποτέ την ανεμόσκαλα, τη δίχως λόγο ακουμπισμένη
σ’ έναν τοίχο ψηλό και γυμνό, μια μέρα αργίας· δεν πρόσεξε
αυτό το «δίχως λόγο»· δε διέκρινε
τη φούντα ενός καλαμποκιού να ξύνει το πέλμα ενός μικρότατου σύννεφου,
ή το σχήμα της στάμνας μπρος στον έναστρο ουρανό, ή ένα δρεπάνι
παρατημένο μόνο του, πλάι στην πηγή, ένα μεσημέρι,
ή τον ίσκιο του αργαλειού στην κλειστή κάμαρα, όταν θειαφίζουν τ’ αμπέλια
κι ακούγονται οι φωνές των αγροτών κάτω στον κάμπο,
ενώ κάποιο σπουργίτι, καταμόναχο σ’ όλο τον κόσμο,
τσιμπολογώντας στην αυλή μυγάκια, σπόρους, λίγα ψίχουλα,
επιχειρεί να συλλαβίσει την ελευθερία του. Τίποτα δεν είδε.
Θεότυφλη, φυλακισμένη στην τυφλότητά της. Μα πώς γίνεται
να ζει μια ζωή μονάχα απ’ την αντίθεση της σε μιαν άλλη,
μονάχα απ’ το μίσος για μιαν άλλη, κι όχι απ’ την αγάπη
της δικής της ζωής, χωρίς μια θέση δική της; Και τί θέλουν;
Τί θέλουν από μένα; «Εκδίκηση. Εκδίκηση», φωνάζουν.
Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί τους, μια κι η εκδίκηση τους τρέφει.
Δε θέλω πια να την ακούω. Δεν το ανέχομαι. Κανένας
δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου,
τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πάμε.
Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας,
ανάμεικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —
ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,
οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,
οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείο
σεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνοντας
στο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.
Να εγκαταλείπαμε ξανά τη γη των Μυκηνών· —πώς μυρίζει το χώμα δω πέρα
σκουριά χαλκού και μαύρο αίμα. Η Αττική πιο ανάλαφρη. Δεν είναι; Νιώθω
πως τώρα, αυτή την ορισμένην ώρα, είναι η ώρα
της τελικής μου παραίτησης. Δε θέλω
να ’μαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους.
Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση· —
τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη
και μάλιστα βίαιος; — στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.
Δε νιώθω μίσος πια· — ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.
Κάποια συμπάθεια μάλιστα μ’ αγγίζει για τη φόνισσα· — μεγάλους γκρεμούς αναμέτρησε,
μεγάλη γνώση μεγάλωσε τα μάτια της μες στο σκοτάδι
και βλέπει, — βλέπει το ανεξάντλητο, το ανέφικτο και το αμετάβλητο. Με βλέπει.
Θέλω κι εγώ να δω του πατέρα το φόνο μες στην κατευναστική του θανάτου γενικότητα,
να τον ξεχάσω μες σ’ ολόκληρο το θάνατο
πού περιμένει κι εμάς. Τούτη η νύχτα με δίδαξε
την αθωότητα όλων των σφετεριστών. Κι όλοι μας
σφετεριστές σε κάτι, — αυτοί των λαών, αυτοί των θρόνων,
εκείνοι του έρωτα ή και του θανάτου· η αδελφή μου
σφετερίστρια της μόνης μου ζωής· κι εγώ της δικής σου.
Καλέ μου, εσύ, με πόση υπομονή μοιράζεσαι
ξένες, ανόητες υποθέσεις. Ωστόσο το χέρι μου
είναι δικό σου παρ’ το· σφετερίσου το κι εσύ· — δικό σου,
γι’ αυτό και δικό μου· παρ’ το· σφίξε το· το περιμένεις
ελεύθερο από τιμωρίες, αντεκδικήσεις, αναμνήσεις,
ελεύθερο· — το ίδιο κι εγώ το θέλω,
για να μου ανήκει ολότελα, κι έτσι μονάχα
να σου το δώσω ολότελα. Συχώρεσέ μου
τούτη τη μυστική μοναξιά και μοιρασιά —την ξέρεις—
που με χωρίζει στα δυο. Τί όμορφη νύχτα —
Μια νοτισμένη μυρωδιά από ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, —
ή μήπως αρμπαρόριζα; — συγχέω τα αρώματα· κάποτε,
το αίμα μυρίζει αρμύρα πόντου, και το σπέρμα δάσος· —
μια εκούσια μετατόπιση ίσως, — τη γυρεύω απόψε,
όπως εκείνος ο στρατιώτης που μας έλεγε μια νύχτα στην Αθήνα:
αντιλαλούσε τ’ ακρογιάλι απ’ τις κλαγγές κι απ’ τους βόγγους,
κι αυτός κρυμμένος στα καμένα θάμνα, πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι,
κοιτούσε στο φεγγάρι την ταλαντευόμενη σκιά της ήβης του πάνω στο μηρό του
σε μιαν αβέβαιη στύση, πασκίζοντας να υπάρξει, δοκιμάζοντας
τη θέληση του επάνω στο ίδιο του το σώμα, για μια μετατόπιση
απ’ το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιου.
Πάμε πιο κάτω· δεν μπορώ να την ακούω· οι γόοι της
χτυπούν τα νεύρα μου και τα όνειρα μου, όπως χτυπούσαν
εκείνα τα κουπιά τους επιπλέοντες σκοτωμένους —
που τους φωτίζαν πότε πότε οι πυρσοί των καραβιών, οι διάττοντες του Αυγούστου
κι άστραφταν όλοι, νέοι κι ερωτικοί, απίστευτα αθάνατοι,
σ έναν υδάτινο θάνατο πού δρόσιζε την πλάτη τους, τα σφυρά τους, τα σκέλη τους.
Τί σιωπηλά που αλλάζουν οι εποχές. Νυχτώνει απέραντα.
Μια ψάθινη καρέκλα μένει μόνη, ξεχασμένη κάτω απ’ τα δέντρα,
μες στη λεπτή υγρασία και στους αχνούς που αναδίνει το χώμα.
Δεν είναι θλίψη· μήτε αναμονή σχεδόν· τίποτα.
Μια κίνηση ακίνητη απλώνεται στο χτες και στο αύριο
Η χελώνα είναι μια πέτρα στα χόρτα· σε λίγο σαλεύει —
ήρεμο απρόοπτο, κρυφή συνενοχή, ευτυχία.
Ένα μικρό στίγμα κενού μένει μες στο χαμόγελο σου· —μήπως
γι’ αυτά που σου λέω ή που πρόκειται να πω κι ακόμη δεν τα ξέρω,
ακόμη δεν τα βρήκα στο ρυθμό του λόγου πού βαδίζει
πριν απ’ τη σκέψη μου —πολύ πιο πριν,— μου αποκαλύπτει
τον ίδιο μου ρυθμό και τον εαυτό μου. Όπως τότε στο στίβο,
που φτάναν κάθιδροι οι δρομείς, και πρόσεξα κάποιον
που ’χε δεμένο γύρω στον αστράγαλό του ένα κομμάτι σπάγγο,
εντελώς αναίτια και τυχαία. Κι ήταν αυτό ακριβώς. Τίποτ’ άλλο.
Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, — ποιά η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ίσως να ’ρθαμε
για τούτες τις μικρές ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος
που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα.
Όλα ένας έρωτας — μαγεία και θάμβος, (όπως έλεγε κάποτε η μητέρα),
όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας
εγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ο καρπός που πέφτει
είναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτο
όπως ο κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαι
ένα πριόνι που σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,
κι οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —
3, 7, 9, — ο αριθμός ο αναρίθμητος. Άκου· σταμάτησε.
Μεγάλη ηρεμία, ακατόρθωτη· — θαρρώ χιλιάδες άλογα κατάμαυρα
ανηφορίζουν σκοτεινά προς τον Τρητό, ενώ απ’ τ’ άλλο μέρος
κατηφορίζει ένα χρυσό ποτάμι προς τον κάμπο
με τις νεκρές πηγές, τους ακατοίκητους στρατώνες και τους στάβλους
που αχνίζουν τ’ άχυρα τους από μιαν αρχαία θερμότητα χαμένων ζώων,
και τα σκυλιά, με τις ουρές χαμηλωμένες, χάνονται
σα μελανά σημάδια στ’ άργυρο βάθος της νύχτας.
Επιτέλους, σταμάτησε· —ησυχία·— μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.
Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχο
αφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκι
που ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη —
μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή — η σελήνη,
μικρή, μονήρης πυρκαϊά πίσω απ’ τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών και τους ανεμοδείχτες,
καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,
αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση —δοξαστική σχεδόν—
της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,
ώς πέρα στην απτόητη ερημιά, ώς την άκρη του δρόμου
με το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.
Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,
τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,
τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολόνες
σ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —
ανάλαφρα ανάλαφρα, σα να ’χει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι
κι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.
Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,
μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της
και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.
Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες
θαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,
γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,
οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,
μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,
γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,
όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις
ούτε μπορείς να κρατηθείς· — αυτό το γλίστρημα
είναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής· οι γυναίκες γελάνε
τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας
επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ’ναι η ευτυχία;
Η νύχτα ετούτη της παραμονής, μου αφήνει ένα άνοιγμα προς τα έξω
και προς τα μέσα. Δε διακρίνω ξάστερα. Ίσως να ’ναι
μεγάλα προσωπεία βαραθρωμένα, μετάλλινες πόρπες·
και τα σανδάλια των νεκρών σκεβρώνουν απ’ την υγρασία,
κινούνται μόνα τους, σα να βαδίζουν δίχως πόδια — δε βαδίζουν·
και το μεγάλο εκείνο δίχτυ του λουτρού —ποιός το ύφανε;—
κόμπο, τον κόμπο, — δε λύνεται — μαύρο, — δεν το ύφανε η μητέρα.
Απέραντος ίσκιος απλώνεται πάνω απ’ τις αψίδες·
μια πέτρα ξεκολλάει και πέφτει στη χαράδρα —όμως κανένας δεν περπάτησε—
ύστερα τίποτε· και πάλι ένα κλαδί που σπάει
απ’ τ’ ανάλαφρο βάρος τ’ ουρανού. Μικρά βατράχια
πηδάνε μαλακά κι αμίλητα στα νωπά χόρτα. Ησυχία.
Μες στα πηγάδια πέφτουνε και πνίγονται σταχτιά ποντίκια,
αργοσαλεύουν πηχτοί αστερισμοί· εκεί μέσα
πετούν απ’ τα συμπόσια στάμνες, κύπελλα, καθρέφτες και καρέκλες,
κόκαλα ζώων, λύρες και σοφούς διάλογους. Τα πηγάδια ποτέ δε γεμίζουν.
Κάτι σα δάχτυλα φωτιάς και δροσιάς περνούν διαδοχικά στο στήθος μας,
γράφοντας κύκλους ανιχνευτικούς γύρω στις ρώγες,
κι ανεμιζόμαστε κι εμείς, κύκλο τον κύκλο, γύρω σ’ ένα κέντρο
άγνωστο, αόριστο, κι ωστόσο ορισμένο· — κύκλοι ατέλειωτοι
γύρω από μια βουβή κραυγή, γύρω από μια μαχαιριά· και το μαχαίρι
είναι θαρρώ μπηγμένο στην καρδιά μας, κάνοντας κέντρο την καρδιά μας
όπως ο πάσσαλος στη μέση τ’ αλωνιού πάνω, στο λόφο,
και γύρω τ’ άλογα, τα στάχυα, οι λιχνιστές, οι αγωγιάτες
κι οι θερίστριες πλάι στις θημωνιές, με το κεφάλι του φεγγαριού στον ώμο τους,
ακούγοντας το χρεμέτισμα των αλόγων ώς τα πέρατα του ύπνου τους,
ακούγοντας το κατούρημα τον ταύρων στις λυγαριές και τα βάτα,
τα χίλια πόδια της σαρανταποδαρούσας πάνω στο λαγήνι,
το σύρσιμο του ήμερου φιδιού στον ελαιώνα
και το τρίξιμο της ζεσταμένης πέτρας που δροσίζεται και σφίγγει.
Μια λέξη ερωτική μένει πάντα κλεισμένη στο στόμα μας, ανείπωτη,
σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και καρφί· βαριέσαι
να σταθείς, να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,
ν’ αργοπορείς· — σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείας
πιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότερο
απ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,
της αναβλητικότητάς σου· κι είναι ακόμη
κάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόληση
που τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,
από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,
όταν ακούγονταν απ’ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνέμπορων
μαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσας
μακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.
Σώπασε πια η δυστυχισμένη. Μέσα στη σιωπή της σα ν’ ακούω το δίκιο της, —
τόσο απροστάτευτη μες στην οργή της, τόσο αδικημένη,
με τα πικρά μαλλιά της πεσμένα στους ώμους της σαν εντάφια χορτάρια,
εντειχισμένη στη στενή δικαιοσύνη της. Μπορεί να κοιμήθηκε,
μπορεί και να ονειρεύεται μια αθώα περιοχή μ’ αγαθά ζώα,
με ασβεστωμένα σπίτια, μ’ ευωδιές ζεστού ψωμιού και με τριαντάφυλλα.
Και τώρα θυμήθηκα —δεν ξέρω γιατί— την αγελάδα εκείνη
που ’χαμε δει, βραδάκι, σ’ έναν κάμπο της Αττικής — θυμάσαι;
Στεκόταν, ξεζεμένη μόλις απ’ τ’ αλέτρι, και κοιτούσε πέρα,
αχνίζοντας, με δυο μικρούς αχνούς απ’ τα ρουθούνια της,
το πορφυρό, μενεξελί, χρυσό ηλιοβασίλεμα, βουβή, λαβωμένη
στα πλευρά και στη ράχη, ραβδισμένη στο μέτωπο,
ίσως γνωρίζοντας την άρνηση και την υποταγή,
την αδιαλλαξία και την εχθρότητα μέσα στη συμφωνία.
Ανάμεσα στα δυο της κέρατα κρατούσε
το πιο βαρύ κομμάτι τ’ ουρανού σαν ένα στέμμα. Σε λίγο
χαμήλωσε το μέτωπο κι ήπιε νερό απ’ το ρυάκι
γλείφοντας με τη ματωμένη γλώσσα της, την άλλη εκείνη
δροσερή γλώσσα του νερένιου ειδώλου της, σα να ’γλειφε
φαρδιά, γαλήνια, μητρικά, αναπότρεπτα,
απ’ τα έξω, τη μέσα της πληγή, σα να ’γλειφε
τη σιωπηλή, μεγάλη, στρογγυλή πληγή του κόσμου· —ίσως και να ξεδίψασε—
ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάει — ποιός ξέρει;
Ύστερα σήκωσε απ’ το νερό το κεφάλι της, μην αγγίζοντας τίποτα,
ανέγγιχτη η ίδια και ήρεμη σαν ένας άγιος,
και μόνο ανάμεσα στα πόδια της, σα ριζωμένα στο ποτάμι,
έμενε και μετασχηματιζόταν μια μικρή λίμνη απ’ το αίμα των χειλιών της,
μια λίμνη κόκκινη, στο σχήμα ενός χάρτη,
που λίγο λίγο πλάταινε και διαλυόταν· έσβηνε
σα να περνούσε το αίμα της μακριά, ελευθερωμένο, ανώδυνο,
σε μιαν αόρατη φλέβα του κόσμου· κι ήταν γαλήνια
γι’ αυτό ακριβώς· σα να ’χε μάθει
πως το αίμα μας δε χάνεται, πως τίποτα δε χάνεται,
τίποτα, τίποτα δε χάνεται μέσα σ’ αυτό το μέγα τίποτα
το απαρηγόρητο και το άσπλαχνο, το ασύγκριτο,
τόσο γλυκύ, τόσο παρηγορητικό, τόσο τίποτα.
Αυτό το τίποτα είναι η οικεία απεραντοσύνη μας. Μάταιο λοιπόν
ετούτο το λαχάνιασμα, η αδημονία, ή δόξα. Μια τέτοια αγελάδα
σέρνω μαζί μου, μες στον ίσκιο μου — όχι δεμένη·
μονάχη της με ακολουθεί· — είναι ο ίσκιος μου πάνω στο δρόμο
όταν έχει φεγγάρι· είναι ο ίσκιος μου
πάνω σε μια κλεισμένη πόρτα· και, πάντα, το ξέρεις:
ο ίσκιος είναι μαλακός, ασώματος· κι οι σκιές των δυο κεράτων
μπορεί και να ’ναι δυο αιχμηρές φτερούγες και μπορεί να πετάξεις
κι ίσως μπορείς να περάσεις αλλιώς την κατάκλειστη πόρτα.
Και τώρα θυμήθηκα (αν κι αυτό δεν έχει σημασία) τα μάτια
της αγελάδας, — σκοτεινά, τυφλά, παμμέγιστα, καμπύλα,
σα δυο λοφίσκοι από σκοτάδι ή από μαύρο γυαλί· πάνω τους
καθρεφτιζόταν ανεπαίσθητα κάποιο καμπαναριό κι οι κάργες
που κάθονταν πάνω στο σταυρό· και τότε κάποιος φώναξε
και φύγαν τα πουλιά απ’ τα μάτια της γελάδας. Θαρρώ πως η αγελάδα
ήταν το σύμβολο κάποιας αρχαίας θρησκείας. Μακριά από μένα
τέτοιες ιδέες και τέτοιες αφαιρέσεις. Μια κοινή αγελάδα
για το γάλα των χωρικών και για το αλέτρι, μ’ όλη τη σοφία
της εργασίας, της καρτερίας, της χρησιμότητας. Κι όμως,
την τελευταία στιγμή, λίγο προτού γυρίσουν στο χωριό τα ζώα —θυμάσαι;—
άφησε ένα σπαραχτικό μουγκανητό προς τον ορίζοντα,
τόσο που σκόρπισαν τριγύρω τα κλαδιά, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια,
τ’ άλογα κι οι κατσίκες και οι αγρότες,
αφήνοντας την μόνη μέσα σ’ έναν κύκλο ολόγυμνο,
απ’ όπου ανέβαινε όλο πιο ψηλά στο διάστημα
η σπείρα των αστερισμών, ώσπου η γελάδα αναλήφθηκε· όχι, όχι,
θαρρώ πως την ξεχώρισε το μάτι μου μες στο κοπάδι
ν’ ανηφορίζει το θαμνώδες μονοπάτι, σιωπηλή, πειθήνια,
προς το χωριό, την ώρα που άναβαν οι λύχνοι στις αυλές, πίσω απ’ τα δέντρα.
Κοίτα που ξημερώνει. Νά, κι ο πρώτος πετεινός λαλεί στο φράχτη.
Ξύπνησε ο κηπουρός· κάποιο δεντράκι θα στεριώνει στον κήπο. Οικείος θόρυβος
απ’ τα εργαλεία της δουλείας —πριόνια, αξίνες—
και το βρυσάκι της αυλής· κάποιος πλένεται· μυρίζει το χώμα·
κοχλάζει το νερό στα μπρίκια· οι πράες κολόνες του καπνού πάνω απ’ τις στέγες·
μια ζεστή μυρωδιά από φασκόμηλο. Επιβιώσαμε λοιπόν κι αυτής της νύχτας.
Ας σηκώσουμε τώρα αυτή τη λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα μου· —
η σκηνή της αναγνώρισης θ’ αρχίσει σε λίγο.
Όλοι θα βρουν σ’ εμένα εκείνον που περίμεναν,
θα βρουν τον δίκαιον, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους,
και μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πως μες σ’ αυτή τη λήκυθο
κρατάω, στ’ αλήθεια, την αληθινή μου τέφρα· — μόνο οι δυο μας.
Κι όταν οι άλλοι θα θριαμβεύουν με την πράξη μου, οι δυο μας
θα κλαίμε πάνω απ’ το λαμπρό, ματωμένο σπαθί, τ’ άξιο της δόξας,
θα κλαίμε αυτή την τέφρα, τον νεκρόν αυτόν, που ένας άλλος
πήρε τη θέση του, καλύπτοντας ακέριο το γδαρμένο πρόσωπό του
μ’ ένα χρυσό, χρηστό, σεβάσμιο προσωπείο,
ίσως και χρήσιμο με το χοντροκομμένο σχήμα του
για συμβουλή, παράδειγμα, μέθη του λαού, φόβο του τύραννου, άσκηση
που συνεχίζει, αργά, βαριά, την ιστορία με αλλεπάλληλους θανάτους και θριάμβους,
όχι με γνώση τρομερή (ακατόρθωτη απ’ το πλήθος)
αλλά με πράξη δύσκολη, κι εύκολη πίστη,
την άκαμπτη, την αναγκαία, δυστυχισμένη πίστη,
χίλιες φορές διαψευσμένη κι άλλες τόσες κρατημένη
με νύχια και με δόντια απ’ την ψυχή του άνθρωπου· — ανίδεη πίστη
που μυστικά μεγαλουργεί, μερμήγκι το μερμήγκι, μέσα στο σκοτάδι.
Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν οι άλλοι),
γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω
τη γνώση και την πράξη του θανάτου πού τη ζωή ανεβάζει. Πάμε τώρα —
όχι για τον πατέρα μου, όχι για την αδελφή μου (θα ’πρεπε ίσως
κι αυτός κι αυτή να λείψουν κάποτε), όχι
για την εκδίκηση, όχι για το μίσος —διόλου μίσος—
μήτε και για την τιμωρία (ποιός και ποιόν να τιμωρήσει;)
μα ίσως για τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, για να μείνει ελεύθερος ο χρόνος,
ίσως για κάποια νίκη ανώφελη πάνω στον πρώτο μας και τελευταίο μας φόβο,
ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,
για ν’ ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ó τόπος. Κοίτα τί όμορφα πού ξημερώνει.
Έχει λίγη υγρασία τα πρωινά στην Αργολίδα. Η λήκυθος
παγωμένη σχεδόν, με κάτι δροσοστάλες
σα να την έρανε, όπως λένε, η ροδοδάκτυλος αυγή με τα δάκρυα της,
κρατώντας την ανάμεσα στα γόνατα της. Πάμε. Η ώρα η ορισμένη
έφτασε πια. Γιατί χαμογελάς; Συγκατανεύεις;
Ήταν αυτό που γνώριζες ακόμη και δεν το ’πες;
Αυτό το δίκαιο τέλος —ναι;— μετά από την πιο δίκαιη μάχη;
Άσε, μια τελευταία φορά, να σου φιλήσω το χαμόγελό σου,
όσο έχω ακόμη χείλη. Πάμε τώρα. Αναγνωρίζω τη μοίρα μου. Πάμε.
(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κι ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκια τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσής στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωινό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).
ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, ΜΥΚΗΝΕΣ, Ιούνιος 1962–Ιούλιος 1966
Γιάννης Ρίτσος. 1966. Ορέστης. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.