¨προσωπικά ακούσματα - όμορφες εμπειρίες¨
που αναφέρεται στη γλώσσα...
και τις συνήθειες
των προσφύγων της Ανατολικής Θράκης.
Άγγελος Αγγελίδης, ποιητής,
πρόεδρος Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας
τσιγαρίδας (ο)
|
· προσδιορίζει τον άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας
που είναι χαρακτηριστικά αδύνατος, ισχνός και ¨ξερακιανός¨ και σκουρόχρωμης
συνήθως επιδερμίδας
· αδύνατος
· ισχνός
· ¨τσιγαρστός¨
· προσδιορίζει τον άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας που
συνηθίζει προς μεγάλη του τέρψη να
τρώει ¨τσιγαρίδες¨ ή ¨τσιγαρστά¨ διατροφικά παρασκευάσματα
· προσδιορίζει τον άνδρα μέσης ή προχωρημένης ηλικίας
που είναι συνήθως ¨ξερακιανός¨ και ισχνός και ιδιαίτερα ¨σφιχτός¨ στις
οικονομικές του συναλλαγές μη γνωρίζοντας την χαρά της αλληλεγγύης και της
προσφοράς (¨τσιγκούνς¨, ¨σπάγκος¨)
· μίζερος
|
τσιγαρίδες (οι)
|
· ιδιαίτερα νόστιμο αποτέλεσμα που δημιουργείται όταν
μικρά κομάτια διατροφικού υλικού (ψωμί ή κρέας ή πιπεριά ή μελιτζάνα ή πατάτα
ή κρεμμύδι) τα βάλουμε μέσα σε μαγειρικό σκεύος που περιέχει αρκετό λάδι και
τα φέρουμε πάνω σε δυνατή φωτιά
· ¨τσιγαρστά¨
· μικρής διατροφικής αξίας αποτέλεσμα που δημιουργείται
όταν μικρά κομμάτια χοιρινού κρέατος τα βάλουμε σε μαγειρικό σκεύος και τα
φέρουμε σε δυνατή φωτιά για να τα καταναλώσουμε αφού χάσουν το λίπος τους
παραμένοντας σχεδόν μόνο ο ελάχιστος μυικός ιστός που ήδη έγινε
καστανοκόκκινος και σκληρός ή ¨τραγανστός¨ και που αν συνδυαστούν με μπόλικο
αλάτι και ¨ζωντανό¨ (φρέσκο) πράσο σε συνδυασμό με ούζο ή τσίπουρο ή κόκκινο
κρασί, σερβιρισμένα είτε καυτά απ΄ ευθείας από το σκεύος μαγειρέματος είτε
κρύα θα ενθουσιάσουν γευστικά και τον πιο απαιτητικό γαστρονομικά ενήλικα
άνθρωπο, αποτελούν δε απαραίτητο συμπλήρωμα σε πρόχειρο πρωινό φαγητό
(¨κολατσιό¨) κατά τις ανοιξιάτικες εργασίες στο χωράφι ή το αμπέλι παρέχοντας
πλούσια ενέργεια, ενώ αποθηκεύονται και συντηρούνται επί μακρόν χρονικό
διάστημα μέσα σε ανοξείδωτο ή καλά επικασσιτερωμένο (¨γανωμένο¨) σκεύος αφού
σκεπαστούν επιφανειακά με στρώμα λίπους (¨λίγδα¨) πάχους περίπου 1
εκατοστόμετρου
· ιδιαίτερα μικρά, ισχνά και ευτελή υλικά ή αντικείμενα
|
τσιγαρίζουμ
|
· βρίσκομαι σε συνθήκες με πολύ υψηλές και ανυπόφορες
θερμοκρασίες
· σιγοκαίγομαι
· διαβιώ αντιμετωπίζοντας πολύ δύσκολα προβλήματα
· ταλαιπωρούμαι
· μένω αβοήθητος να ζω σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και
στέρησης
|