κρίνει ο κόσμος την ικανότητα, αλλά δεν είναι ποτέ συνετά. Η ζωή της σωφροσύνης πρέπει να είναι μια ζωή φιλοσοφικού στοχασμού συνδυασμένου με δράση. Παλιότερα, στην αμερικανική κουλτούρα, ο φιλοσοφικός στοχασμός δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Στη δεκαετία του 1950 ο κόσμος αποκαλούσε ειρωνικά τον Αντλάι Στήβενσον «διανοούμενο» και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Πρόεδρος, ακριβώς επειδή ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, βαθυστόχαστος και αυτοαμφισβητούμενος. Έχω ακούσει γονείς να λένε στους νεαρούς βλαστούς τους με όλη τη σοβαρότητα «πάρα πολύ σκέφτεσαι». Πόσο παράλογο είναι αυτό, φαίνεται από το γεγονός ότι είναι κυρίως οι μετωπιαίοι λοβοί μας, η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να εξετάζουμε τους εαυτούς μας, που μας κάνουν ανθρώπους. Ευτυχώς φαίνεται πως αλλάζουν αυτοί οι τρόποι σκέψης, και αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι οι πηγές του κινδύνου για τον κόσμο βρίσκονται περισσότερο μέσα μας παρά έξω από μας, και ότι η συνεχής αυτοεξέταση και ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι απαραίτητοι για την ύστατη επιβίωσή μας. Ωστόσο, μιλώ εδώ για έναν σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων που αλλάζουν τη στάση τους. Η εξέταση του εξωτερικού κόσμου δεν είναι ποτέ τόσο προσωπικά οδυνηρή όσο η εξέταση του εσωτερικού μας κόσμου. Και ακριβώς εξαιτίας του βασάνου που συνεπάγεται μια ζωή αυθεντικής αυτοεξέτασης, η πλειονότητα των ανθρώπων την αποφεύγει. Και όμως, όταν κάποιος είναι αφοσιωμένος στην αλήθεια, το βάσανο φαίνεται σχετικά αμελητέο – όλο και λιγότερο σημαντικό (και συνεπώς όλο και λιγότερο οδυνηρό) – όσο περισσότερο προχωρεί στο δρόμο της αυτοεξέτασης.
Μια ζωή ολοκληρωτικής αφοσίωσης στην αλήθεια σημαίνει επίσης μια ζωή ετοιμότητας στην προσωπική εξέταση. Ο μόνος τρόπος να είμαστε βέβαιοι ότι ο χάρτης μας της πραγματικότητας είναι έγκυρος, είναι να τον εκθέτουμε στην κριτική και την εξέταση από άλλους «χαρτογράφους». Διαφορετικά θα ζούμε σε ένα κλειστό σύστημα – μέσα σε ένα γυάλινο κώδωνα για να χρησιμοποιήσω την αναλογία στης Σύλβιας Πλαθ – αναπνέοντας μόνο τον δικό μας δύσοσμο αέρα, έρμαια όλο και περισσότερο της χίμαιρας. Ωστόσο, εξαιτίας της οδύνης που είναι σύμφυτη με τη διεργασία της αναθεώρησης του χάρτη μας της πραγματικότητας, επιδιώκουμε προπαντός να ξεφύγουμε ή να φυλαχτούμε από τον κίνδυνο οποιασδήποτε πρόκλησης κατά της εγκυρότητάς του. Στα παιδιά μας λέμε: «Μη μου αντιμιλάς, γιατί είμαι ο γονιός σου». Στην ή στον σύζυγο δίνουμε τούτο το μήνυμα: «Ας ζήσουμε εμείς, κι ας αφήσουμε τους άλλους να ζήσουν. Αν με επικρίνεις θα έχεις ένα γκρινιαρόσκυλο για σύζυγο, και θα το μετανιώσεις». Στις φαμελιές τους και στον κόσμο οι ηλικιωμένοι δίνουν το μήνυμα: «Είμαι γέρος (ή γριά) και ευπαθής. Αν με προκαλέσεις μπορεί να πεθάνω, ή τουλάχιστον θα έχεις στη συνείδησή σου το κρίμα πως έκανες δυστυχισμένες τις τελευταίες μέρες μου σε τούτο τον κόσμο». Στο εργατικό προσωπικό μας απευθύνουμε το μήνυμα: «Αν νιώθετε τόσο θαρραλέοι ώστε απλώς να με προκαλέσετε, καλά θα κάνετε να προσέξετε πολύ, μήπως βρεθείτε στην ανάγκη να ψάχνετε για άλλη δουλειά».
ΣΚΟΤ ΠΕΚ
Ο ΔΡΟΜΟΣ Ο ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΤΑΞΙΔΕΜΕΝΟΣ