«Ξέρετε τι είναι η γοητεία; Ένας τρόπος να ακούς να σου απαντούν ναι, χωρίς να ‘χεις κάνει καμιά συγκεκριμένη ερώτηση»
«Μόνο που, να, η επιβεβαίωση
δεν είναι ποτέ οριστική, πρέπει να την κάνεις πάλι απ’ την αρχή με κάθε πλάσμα. Κάνοντάς την πάλι απ’ την αρχή, σου γίνεται συνήθεια. Σύντομα σου ‘ρχονται τα λόγια χωρίς να τα σκεφτείς, κι ακολουθεί η κίνηση αντανακλαστικά: μια μέρα βρίσκεσαι να παίρνεις, δίχως να ποθείς πραγματικά. Πίστεψε με, για μερικά τουλάχιστον πλάσματα, το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να μην παίρνεις ό,τι δεν ποθείς»
«Να λοιπόν τι δε μπορεί ν’ ανεχτεί κανείς (εκτός απ’ αυτούς που δεν ζουν, θέλω να πω: τους εγκρατείς). Η μόνη άμυνα βρίσκεται στην κακεντρέχεια. Οι άνθρωποι λοιπόν σπεύδουν να κρίνουν για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τι τα θέλετε; Η πλέον φυσική ιδέα στον άνθρωπο, αυτή που του έρχεται αυθόρμητα, σαν από τα βάθη της φύσης του, είναι η ιδέα της αθωότητάς του….Το ουσιώδες είναι να μείνουν αθώοι, να μην μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτησιν οι έμφυτες αρετές τους, και τα σφάλματά τους, αποκυήματα μιας παροδικής δυστυχίας, να είναι πάντοτε προσωρινά.
Σας το ‘πα, το ζήτημα είναι να γλιτώσεις απ’ την κρίση. Επειδή είναι δύσκολο να της γλιτώσεις και απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα να καταφέρεις να θαυμάζουν και να συγχωρούν ταυτόχρονα τη φύση σου, επιδιώκουν όλοι να’ ναι πλούσιοι. Γιατί; Αναρωτιέστε; Για τη δύναμη, φυσικά. Κυρίως όμως γιατί ο πλούτος απαλλάσσει απ’ την άμεση κρίση, σε τραβάει από το πλήθος του μετρό για να σε κλείσει σ’ ένα νικέλινο αμάξι, σε απομονώνει σε απέραντα φυλαγμένα πάρκα, σε βαγκόνλι, σε καμπίνες πολυτελείας. Ο πλούτος, αγαπητέ μου φίλε, δεν είναι ακόμα η αθώωση, αλλά η αναστολή που ‘ναι πάντα καλό να παίρνεις…»
«Καμιά φορά τα χάνεις, αμφιβάλλεις για το ολοφάνερο, ακόμα κι όταν έχεις ανακαλύψει το μυστικό μιας καλής ζωής. Η λύση μου, φυσικά, δεν είναι η ιδανική. Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις πως πρέπει να αλλάξεις ζωή, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, δεν είναι; Τι να κάνεις για να ‘σαι ένας άλλος; Αδύνατο. Θα ‘πρεπε να μην είσαι πια κανένας, να ξεχάσεις τον εαυτό σου για κάποιον, έστω και για μια φορά. Πώς όμως; Μη με παραφορτώνετε. Είμαι σαν εκείνον το γερό-ζητιάνο που δεν ήθελε ν’ αφήσει το χέρι μου, μια μέρα έξω σ’ ένα καφενείο: «Αχ κύριε» έλεγε, «δεν είναι που ‘σαι κακός, είναι που χάνεις το φως σου». Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την άγια αθωότητα εκείνου που συγχωρεί μόνος του τον εαυτό του.»
Albert Camus (Αλμπέρ Καμύ) - La chute (Η πτώση) - Αποσπάσματα
Εκδόσεις Γράμματα (1987), Μετάφραση: Ιωάννα Ευθυμιάδου