Οι τρεις κατηγορίες Ελλήνων
Σύμφωνα με το μοντέλο που επεξεργάζεται η κυβέρνηση Τζόνσον, όσοι Ευρωπαίοι (άρα και Έλληνες) έχουν συμπληρώσει στη Βρετανία μέχρι σήμερα (31 Ιανουαρίου) πέντε χρόνια παραμονής και πάνω, αυτόματα μπαίνουν σε μια κατηγορία «εγκατεστημένοι»-«μόνιμου κατοίκου». Αυτοί μπορούν να παραμείνουν στον Ηνωμένο Βασίλειο αφού περάσουν μια διαδικασία εγγραφής σε έναν κατάλογο και διατηρούν όλα τα δικαιώματα που είχαν ως σήμερα. Όσοι μετακομίσουν στη Μεγάλη Βρετανία από αύριο (1η Φεβρουαρίου) μέχρι και το τέλος του 2020, οπότε λήγει η μεταβατική περίοδος, τότε θα πρέπει να κάνουν μία αίτηση για να εγγραφούν σε έναν ξεχωριστό κατάλογο προκειμένου να αποκτήσουν το δικαίωμα-στάτους «προεγκατάστασης» (pre-settlement status). Αυτή η δεύτερη κατηγορία επιτρέπει στους Έλληνες πολίτες να παραμείνουν 36 μήνες στη Βρετανία, ενώ στο τέλος αυτής της περιόδου όσοι έχουν δουλειά διατηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς και πληρούν τις προϋποθέσεις θα μπορούν να κάνουν αίτηση βάσει των αρχών και των κανονισμών που θα ισχύουν τότε για μόνιμη εγκατάσταση.
Η τρίτη κατηγορία αφορά μετανάστες οι οποίοι θα θελήσουν να μετακομίσουν στη Μεγάλη Βρετανία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020, οπότε θα έχει ολοκληρωθεί η μεταβατική περίοδος. Εκεί δεν θα υπάρχει διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση των Ευρωπαίων από πολίτες τρίτων χωρών. Σύμφωνα με το αυστραλιανό μοντέλο το οποίο επεξεργάζεται η κυβέρνηση Τζόνσον οι Αρχές δίνουν άδεια παραμονής και εγκατάστασης σε πολίτες τρίτων κρατών που έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένες γνώσεις και δεξιότητες, και κυρίως στους χώρους της βιομηχανίας. Πολύ δύσκολα δίνουν άδεια σε αυτούς που δεν έχουν δεξιότητες και σε ανειδίκευτους εργάτες. Υπό εξέταση θα είναι οι αιτήσεις όσων έχουν προσφορά εργασίας από κάποια εταιρεία.
Τι θα γίνει με τα δίδακτρα στα βρετανικά ΑΕΙ
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση αν και η μετά-Brexit εποχή ανοίγει παράθυρο για την αύξηση των διδάκτρων (σήμερα τα προπτυχιακά έχουν ταβάνι 9.000 λίρες κατ' έτος), εντούτοις το πιθανότερο είναι ότι αυτά δεν θα αυξηθούν. Αντίθετα τα βρετανικά πανεπιστήμια θα προσπαθήσουν να κρατήσουν τους Ευρωπαίους φοιτητές, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις αντιστοιχούν στο 10% του προϋπολογισμού πολλών βρετανικών πανεπιστημίων. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, από τη στιγμή που δεν θα υπάρχει η υποχρέωση εξίσωσης των διδάκτρων για Βρετανούς και Ευρωπαίους πολίτες στη μετα-Brexit εποχή αποτελεί ερώτημα πού αυτά θα καταλήξουν. Παράλληλα, τα βρετανικά ΑΕΙ θα είναι λιγότερο ελκυστικά στο μέλλον καθώς δεν θα υπάρχει η εγγύηση ότι θα μπορεί κάποιος να μείνει και να εργαστεί μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του όπως δικαιούται αυτομάτως σήμερα ως μέλος της Ε.Ε.
Αρκετοί ερευνητές αλλά και φοιτητές αναμένεται να στραφούν τα επόμενα χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου θα υπάρχει η δυνατότητα παραμονής και απασχόλησης μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Σε κάθε περίπτωση σημαντικός παράγοντας αποτελεί το κατά πόσον ο μελλοντικός μεταναστευτικός νόμος θα έχει διαφορετική διευθέτηση για τους φοιτητές από ό,τι θα έχει για τους άλλους πολίτες. Αν ισχύσουν τα ίδια και για τους φοιτητές, θα είναι εξαιρετικά δυσμενής εξέλιξη σε σχέση με την υπάρχουσα κατάσταση.
Ποιος έχει το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση
Το «πάνω χέρι» στη διαπραγμάτευση Βρυξελλών-Λονδίνου το έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι οι διαπραγματευτές της αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μεγάλο μπλοκ, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Από τη μία οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν την έδρα τους σε μεγάλο βαθμό στο Λονδίνο, και αυτό διευκολύνει πολύ τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Στο πλαίσιο αυτό οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν θέλουν να σταματήσουν να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες, οι οποίες είναι πολύ υψηλού επιπέδου και αποτελεσματικές.
Ζήτημα θα δημιουργηθεί σε περίπτωση που το Σίτι του Λονδίνου επιχειρήσει να προσφέρει πιο φθηνές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σε τρίτες χώρες, αποκτώντας πλεονεκτήματα από την έξοδό του από τις απορρυθμίσεις και τις κανονιστικές της ΕΕ. Μια τέτοια κίνηση θα φέρει σε δύσκολη θέση την Φρανκφούρτη, όπου βρίσκεται το ευρωπαϊκό τραπεζικό κέντρο καθώς θα αναγκαστεί να χάσει πελάτες οι οποίοι θα επιλέξουν ενδεχομένως τις πιο φτηνές υπηρεσίες που θα μπορούσε να προσφέρει στο μέλλον το Λονδίνο. Από την άλλη, το 50% του βρετανικού εμπορίου γίνεται με την ΕΕ. Επομένως, το Λονδίνο δεν μπορεί άμεσα να αλλάξει ριζικά τις εμπορικές σχέσεις της και να αυξήσει πάρα πολύ γρήγορα τις σχέσεις που θα έχει στο μέλλον είτε με τις ΗΠΑ είτε με την Αυστραλία, δηλαδή τα λεγόμενα κράτη της Κοινοπολιτείας.