ονομάζει Υπερίωνα. Στο νησί βόσκουν τα κόκκινα Βόδια του Ήλιου. Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις του Οδυσσέα, οι άντρες του σκότωσαν και έφαγαν μερικά από τα ζώα, που θεωρούνταν ιερά. Φύλακες του νησιού, οι κόρες του Ηλίου, το είπαν στον πατέρα τους και αυτός κατέστρεψε το πλοίο και σκότωσε όλους τους άντρες εκτός από τον Οδυσσέα. Στη συνέχεια, παραθέτουμε τρεις γνωστές μεταφράσεις ή αποδόσεις των πρώτων στίχων της Οδύσσειας που αναφέρονται στο επεισόδιο, κι ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη.
Το κείμενο του Ομήρου έχει ως εξής:
«ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.»
Ο Ζήσιμος Σίδερης το αποδίδει έτσι:
«Τον άντρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια
παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ’ άγιο κάστρο,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη
κι έπαθε πλήθος συμφορές στα πέλαγα, ζητώντας
πώς στην πατρίδα του άβλαβος να πάει με τους συντρόφους.
Μα κι έτσι αυτούς δε γλίτωσε, μ’ όσον καημό και αν είχε.
Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε τ’ Ουρανοδρόμου Ήλιου
τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα.»
Ο Αργύρης Εφταλιώτης μεταφράζει:
«Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα,
που περισσά πλανήθηκε, σαν κούρσεψε της Τροίας
το ιερό κάστρο, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες
κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαα βρήκε πάθια,
για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων.
Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους,
τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη,
του Ήλιου του Υπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια,
κι αυτός τους πήρε τη γλυκιά του γυρισμού τους μέρα.»
Ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος
διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,
και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,
κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,
για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους
να φέρει· κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο·
τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι —
οι ανέμυαλοι, που τ΄ ουρανόδρομου τα βόδια έφαγαν Ήλιου,
κι αυτός τη τους αρνήστηκε του γυρισμού.»
Ο Γιώργος Σεφέρης, εμπνευσμένος ίσως από τους παραπάνω στίχους, έγραψε το ποίημα «Οι σύντροφοι στον Άδη»:
Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του ήλιου τ’ αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πάς
να γίνεις ήρωας κι άστρο!
πεινούσαμε στης γης την πλάτη,
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.
Τα κείμενα είναι από εδώ: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/OMHROS%20ODYSSEIA/rapsodies.htm