14.5.20

Το χρονικό της θρυλικής απαγωγής του αλαζόνα και ευφυή κύριου Heineken, μεγιστάνα της ζυθοποιίας

Ηταν το φθινόπωρο του 1983, όταν λίγο πιο έξω από τα κεντρικά γραφεία της Heineken στο κέντρο του Άμστερνταμ,
τέσσερις κουκουλοφόροι
απαγάγουν τον ιδιοκτήτη και πρόεδρο της εταιρίας, παρέα με τον σοφέρ του. Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο κύριος Heineken τις περνά μόνος του στο υπόγειο μιας αποθήκης έξω από το Άμστερνταμ. Μετά από έντονο ανθρωποκυνηγητό και σχεδόν ένα μήνα ομηρίας και αφού είχαν καταβληθεί τα μεγαλύτερα λύτρα για την απαγωγή ενός ατόμου, πάνω από 10 αστυνομικοί εισβάλλουν στη μυστική αποθήκη και τον ελευθερώνουν.

Η πρώτη κουβέντα που ξεστομίζει, μόλις τους βλέπει: «Ποτέ στη ζωή μου δε χάρηκα έτσι, βλέποντας τόσους αστυνομικούς μαζεμένους».Η πρώτη κουβέντα που ξεστομίζει, μόλις τους βλέπει: «Ποτέ στη ζωή μου δε χάρηκα έτσι, βλέποντας τόσους αστυνομικούς μαζεμένους».

Πώς ξεκίνησε η πιο γνωστή ζυθοποιία




Η Heineken ιδρύθηκε από τον παππού του, Τζέραρντ Αντριαν Χάινεκεν το 1864, του οποίου το επίθετο συνδέθηκε με την πιο αγαπημένη μπύρα της ολλανδικής χώρας. Από το 1914 και για αρκετά χρόνια, το τιμόνι της εταιρίας ανέλαβε ο πατέρας του, Χένρι Πιερ Χάινεκεν, ο οποίος προώθησε τη συγκεκριμένη μάρκα και σε περιοχές της μακρινής Αφρικής. Το 1942, όμως, πούλησε το μερίδιό του, καθώς λέγεται ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού.

Ο επόμενος για να αναλάβει τα ηνία ήταν ο Αλφρεντ Φρέντι Χάινεκεν. Όταν πήρε την απόφαση να πάει στην Αμερική για σπουδές, ανέφερε στον πατέρα του: «Σκέφτομαι ότι θα πρέπει να προσπαθήσω να φέρω ξανά την πλειοψηφία των μεριδίων της Heineken στα χέρια της οικογένειας. Όχι για να γίνω πολύ πλούσιος, είναι περισσότερο θέμα τιμής, ώστε τα παιδιά που θα κάνω στο μέλλον να μπορούν να κληρονομήσουν κάποιο μερίδιο στην οικογενειακή εταιρεία, όπως κληρονόμησες κι εσύ από τον πατέρα σου».

Κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη σπούδασε marketing. Και όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, εάν δεν ήταν ζυθοποιός, θα μπορούσε να έχει κάνει λαμπρή καριέρα στη διαφήμιση.

Στη Νέα Υόρκη γνώρισε και τη γυναίκα του, Λουσίλ Κάμινς, οι γονείς της οποίας έφτιαχναν ουίσκι από το Κεντάκι. Μετά από τρία χρόνια, ο Φρέντι διαδέχτηκε τον πατέρα του στο Εποπτικό Συμβούλιο της εταιρίας και στη συνέχεια κατάφερε να δανειστεί χρήματα και να ανακτήσει πάλι τον έλεγχο της εταιρίας.Οικογενειακώς με την κόρη και τη γυναίκα του

Ασχολήθηκε ενεργά με τις πωλήσεις, τη διαφήμιση και το marketing. Κατάφερε η Heineken να αποκτήσει διεθνή φήμη, να γίνει η αγαπημένη μπύρα της Αμερικής, να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και να διατίθεται σε περίπου 150 χώρες στον κόσμο. Ο ίδιος ο μεγιστάνας δικαιολογούσε την επιτυχία του με αυτόν τον τρόπο: «Δεν πουλάω μπύρα, πουλάω ζεστασιά, χαρά».

Εξάλλου, στην Αμερική είχε μάθει να μην απορρίπτει καμία ιδέα, ακόμα και εάν ακουγόταν τρελή. Όταν πρότεινε η Heineken να αποκτήσει πράσινο γυάλινο μπουκάλι, πολλοί θεώρησαν την ιδέα του παλαβή. Γιατί όχι καφέ, όπως όλα τα μπουκάλια μπύρας; «Γιατί το πράσινο θα ξεχωρίζει από τις άλλες» ήταν η απάντησή του.

Εκτός από το χρώμα στο μπουκάλι, άλλαξε και το σχέδιο στην ετικέτα, προσθέτοντας στο logo ένα κόκκινο αστέρι και μαύρο περίγραμμα γύρω από το όνομα Heineken.O Antony Hopkins στο ρόλο του ζάμπλουτου κύριου Heineken

Ένας bon viveur με μεγάλη δόση αλαζονείας και επιχειρηματική στρατηγική

Η γρήγορη εξάπλωση της επιχείρησής του μετατρέπει τον Φρέντι Χάινεκεν σε έναν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους της Ευρώπης. Ζει μες τη χλιδή. Είναι ένας bon viveur, με πολλές ανησυχίες και ενδιαφέροντα τη μουσική, το σινεμά, την τέχνη και την επιστήμη.

Μάλιστα του ανήκει η ρηξικέλευθη ιδέα, της δημιουργίας τετραγωνισμένων μπουκαλιών μπύρας, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως «τούβλα» για την οικοδομή σπιτιών σε κάποιες από τις πιο φτωχές περιοχές του πλανήτη μας. Η ιδέα αυτή ήρθε ύστερα από τις διακοπές του στο Κουρασάο (Καραϊβική) το 1963, όταν του έκανε εντύπωση αφενός η φτώχεια των κατοίκων και αφετέρου τα άδεια μπουκάλια μπύρας που είχαν κατακλύσει τις παραλίες της περιοχής.Ο απαχθείς κροίσος κατά την ομηρία του

Το χρονικό της απαγωγής

Σίγουρα η ζωή του Φρέντι Χάινεκεν αλλάζει αρκετά μετά την απαγωγή του. Μέχρι τότε είχε τη φήμη του ατόμου που του άρεσε να προβάλει την πλούσια οικονομική του κατάσταση, αγαπούσε τα γρήγορα, πολυτελή αυτοκίνητα και ταξίδευε μόνο με ιδιωτικά jet.

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για τον ίδιο, όταν ο ευφυής επιχειρηματίας πέφτει θύμα απαγωγής κάποιων ερασιτεχνών, που καταφέρνουν να εισπράξουν το αστρονομικό ποσό των 10 εκατομμύρια ευρώ. Μετά από λίγο καιρό όμως συλλαμβάνονται από την αστυνομία. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα λύτρα που ζήτησαν έφταναν σχεδόν τα 160 εκατομμύρια ευρώ. Οι δράστες, οι οποίοι ήταν τέσσερις οικονομικά στριμωγμένοι φίλοι, προετοίμαζαν την επίθεση δύο ολόκληρα χρόνια και είχαν υπολογίσει κάθε πιθανό σενάριο και κάθε μικρή ή σημαντική λεπτομέρεια.

Σύμφωνα με τις καταθέσεις των συλληφθέντων, αυτό που τους έμεινε από τον απαχθέντα κροίσο ήταν η υπεροψία του, η δυσαρέσκειά του για τη μουσική που του έβαζαν κατά την ομηρία του και η γκρίνια για το φαγητό που του έδιναν, καθώς εκείνος ήθελε κινέζικο, αντί για το σάντουιτς που του προσέφεραν.Οι απαγωγείς, οι οποίοι ήταν παιδικοί φίλοι.

Μετά την απελευθέρωσή του ο Χάινεκεν υιοθετεί μια ζωή «ερημίτη» που απολαμβάνει τους κόπους του, κρατώντας την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ παράλληλα αρνείται να αναθέσει σε κάποιον τρίτο την αυτοβιογραφία του.

Ο Φρέντι Χάινεκεν αποσύρθηκε από τη θέση του προέδρου μετά το 1995. Τον Ιανουάριο του 2002, πέθανε από πνευμονία μέσα στο σπίτι του, παρουσία της συζύγου και της κόρης του Σαρλίν, η οποία και κληρονόμησε όλο το μερίδιό του στην εταιρεία. Μια εταιρεία που έγραψε ιστορία στη ζυθοποιία, αλλάζοντας την ταυτότητα και το χρώμα της μπύρας.

Η φράση που μας έμεινε από τον κύριο Χάινεκεν: «Υπάρχουν δύο τρόποι για να γίνει κάποιος πλούσιος: να αποκτήσει πολλά λεφτά ή να έχει φίλους. Αλλά δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει και τα δύο».