τη βοήθειά τους. Πρώτα πρώτα στον Τηλέμαχο, ο οποίος έχει γυρίσει από το ταξίδι που έκανε προσπαθώντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Επιστρέφοντας, γλίτωσε από την ενέδρα που του είχαν στήσει οι μνηστήρες, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί την αναχώρησή του. Θέλησαν λοιπόν να επωφεληθούν και να τον σκοτώσουν, ώστε να παντρευτούν την Πηνελόπη χωρίς κανένα εμπόδιο. Όποιος παντρευόταν την Πηνελόπη, θα πλάγιαζε στο κρεβάτι του Οδυσσέα, στη βασιλική κλίνη, και θα γινόταν συνεπώς ο κύριος της Ιθάκης. Ειδοποιημένος από την Αθηνά, ο Τηλέμαχος ξέφυγε από την παγίδα, αποβιβάστηκε σε άλλο σημείο από εκεί όπου τον περίμεναν και πήγε κατευθείαν στον Εύμαιο.
Πρώτη συνάντηση μεταξύ Τηλέμαχου και Οδυσσέα. Ο Εύμαιος φεύγει για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη ότι ο γιος της είναι ζωντανός. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος είναι μόνοι τους στην καλυβίτσα του χοιροβοσκού, εμφανίζεται η Αθηνά. Ο Οδυσσέας τη βλέπει, τα σκυλιά επίσης οσφραίνονται την παρουσία της, τρομοκρατούνται. το τρίχωμά τους ορθώνεται, βάζουν την ουρά στα σκέλια, κρύβονται κάτω από το τραπέζι. Ο Τηλέμαχος, από την άλλη, δε βλέπει τίποτα. Η θεά καλεί τον Οδυσσέα να την ακολουθήσει έξω. Τον αγγίζει με το μαγικό της ραβδί και ο Οδυσσέας παίρνει την αλλοτινή του μορφή. Δε σιχαίνεσαι πια να τον βλέπεις, μοιάζει με τους θεούς που κατοικούν στον απέραντο ουρανό. Ο Τηλέμαχος τον βλέπει να μπαίνει μέσα στην καλύβα και δεν πιστεύει στα μάτια του: πώς ο γερο-ζητιάνος έγινε θεός; Ο Οδυσσέας τού δίνει γνωριμιά, αλλά ο Τηλέμαχος δεν τον πιστεύει αν δε δει κάποια απόδειξη. Ο Οδυσσέας αρνείται να του δώσει απόδειξη και τον μαλώνει, όπως πατέρας το γιο: «Θα σταματήσεις αυτό το βιολί; Βλέπεις μπροστά σου τον πατέρα σου και δεν τον αναγνωρίζεις;». Ο Τηλέμαχος δεν μπορεί βεβαίως να τον αναγνωρίσει, αφού δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του, «Σου λέω ότι είμαι ο Οδυσσέας». Ο Οδυσσέας με αυτό τον τρόπο επιβάλλεται και παίρνει απέναντι στον Τηλέμαχο τη θέση του πατέρα. Ο Τηλέμαχος, ως τώρα. δεν έχει καμία θέση, διότι δεν είναι ακόμα άντρας, αλλά δεν είναι και παιδί πια, διότι εξαρτάται από τη μητέρα του, αλλά θέλει την ίδια στιγμή να είναι ελεύθερος: η θέση του είναι διφορούμενη, το γεγονός όμως ότι ο πατέρας του βρίσκεται μπροστά του, αυτός ο πατέρας για τον οποίο καν δεν ήξερε αν είναι ζωντανός και που ίσως να μην ήταν καν πατέρας του, παρ’ όλα όσα του είχαν πει – όταν βλέπει λοιπόν τον πατέρα του να στέκει εμπρός του, με σάρκα και οστά, να του μιλάει όπως πατέρας σε γιο, τότε η ταυτότητα του Οδυσσέα ως πατέρα ενισχύεται, αλλά εξίσου επιβεβαιώνεται και η ταυτότητα του Τηλέμαχου ως γιου. Γίνονται αμφότεροι οι δύο πόλοι μιας κοινωνικής, ανθρώπινης σχέσης, θεμελιακής για την ταυτότητά τους.
Με τη βοήθεια του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, πηγαίνουν στη συνέχεια να οργανώσουν την επιχείρηση της εκδίκησης. Στο μεταξύ, λίγο έλειψε το σχέδιο του Οδυσσέα να τιναχτεί στον αέρα. Η Πηνελόπη ζήτησε να δει το γέρο ζητιάνο, για την παρουσία του οποίου της είχε μιλήσει ο Τηλέμαχος, και στον οποίο, όπως της είπε η βάγια της η Ευρύκλεια, είχαν φερθεί αισχρά οι μνηστήρες. Τον δέχεται και του κάνει ερωτήσεις, όπως κάνει σε όλους τους περαστικούς ταξιδιώτες, για να μάθει μην τυχόν και είδαν τον Οδυσσέα. Της διηγείται, φυσικά, μια ψεύτικη ιστορία, όπως το συνηθίζει. «Τον είδα και όχι μόνο, πάει καιρός τώρα, πριν από είκοσι χρόνια, όταν έφευγε για την Τροία και πέρασε από το σπίτι μας- ο αδελφός μου ο Ιδομενέας έφυγε να πολεμήσει μαζί του. Εγώ ήμουν πολύ μικρός. Του έκανα πολλά δώρα». Η βασίλισσα ακούει την ιστορία και αναρωτιέται αν είναι αληθινή ή όχι. «Δώσε μου μια απόδειξη για τους ισχυρισμούς σου. Μπορείς να μου περιγράψεις το χιτώνα που φορούσε;» Εννοείται ότι ο Οδυσσέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το υπέροχο ύφασμα, και ιδιαιτέρως ένα πολύτιμο κόσμημα που του είχε δώσει η Πηνελόπη, ένα κόσμημα σκαλιστό που παρίστανε ένα παγόνι να τρέχει… Τότε η Πηνελόπη σκέφτεται: «Όπως τα λέει είναι, αλήθεια λέει» και νιώθει, όπως είναι φυσικό, ένα αίσθημα συμπάθειας για το γέρο απόκληρο, και μάλιστα καθώς σκέφτεται ότι έχει δει τον Οδυσσέα, ότι τον βοήθησε. Ζητάει από τη βάγια της την Ευρύκλεια να τον φροντίσει, να τον λούσει, να του πλύνει τα πόδια. Τότε η βάγια ανακοινώνει στην Πηνελόπη ότι μοιάζει του Οδυσσέα, όσο και αν απορούμε πώς γίνεται αυτό, από τη στιγμή που η Αθηνά τού έχει αλλάξει εντελώς όψη. «Έχει τα ίδια χέρια και τα ίδια πόδια». Η Πηνελόπη απαντά.: «’Όχι, δεν είναι ακριβώς ίδια: έχει τα χέρια και τα πόδια που θα είχε ο Οδυσσέας σήμερα, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και μετά από όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει, αν είναι ακόμα στη ζωή».
Η ταυτότητα του Οδυσσέα θέτει πολλαπλά προβλήματα. Δεν είναι απλώς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, αλλά, αφού ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έφυγε, σήμερα είναι σαράντα. πέντε. Ακόμα και αν τα χέρια του δεν έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να είναι ίδια και απαράλλαχτα. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και εντελώς διαφορετικός. Η βάγια υποστηρίζει πάντως ότι του μοιάζει και λέει στον Οδυσσέα: «Από όλους όσους έχουν έρθει εδώ πέρα, ταξιδιώτες, ζητιάνους, στους οποίους προσφέραμε φιλοξενία, εσύ μου θυμίζεις από όλους πιο πολύ τον Οδυσσέα. Μάλιστα., έχετε δίκιο, λέει ο Οδυσσέας, μου το έχουν ξαναπεί αυτό». Σκέφτεται τότε ότι αν η Ευρύκλεια του πλύνει τα πόδια, θα δει μια χαρακτηριστική ουλή που έχει, με κίνδυνο, αν η ταυτότητά του αποκαλυφθεί πριν από την ώρα της, να βρεθεί σε δύσκολη Θέση και να πάει όλο το σχέδιο στράφι.
Γιατί ο Οδυσσέας, όταν ήταν μικρός, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, είχε πάει στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, για να μυηθεί στη ζωή του κούρου, από παιδί να γίνει άντρας- το αγόρι, οπλισμένο με ένα δόρυ, έπρεπε να αντιμετωπίσει, ολομόναχο και υπό την επιτήρηση των εξαδέλφων του, και να νικήσει ένα τεράστιο αγριογούρουνο και το νίκησε, αλλά το αγριογούρουνο όρμησε πάνω του και του έσχισε το πόδι στο γόνατο. Γύρισε λοιπόν πέσω περιχαρής αλλά με την ουλή, την οποία έδειξε σε όλον τον κόσμο, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, πώς τον περιποιήθηκαν, πώς τον γέμισαν δώρα. Πρώτη πρώτη στο ακροατήριο ήταν φυσικά η βάγια η Ευρύκλεια: όταν ο παππούς του, ο Αυτόλυκος, είχε έρθει παλιά στη γέννηση του παιδιού, εκείνη κρατούσε το μωρό στα γόνατα- παρακάλεσε τον Αυτόλυκο να διαλέξει ένα όνομα για τον εγγονό του. Έτσι πήρε ο Οδυσσέας το όνομά του. Επειδή ένα από τα καθήκοντα της Ευρύκλειας ήταν να πλένει τα πόδια των φιλοξενούμενων, θα πρέπει να είχε γίνει ειδική σ’ ό,τι αφορά τα πόδια. Ο Οδυσσέας σκέφτεται: «Αν δει την ουλή. Θα καταλάβει. Θα είναι ένα σήμα γι’ αυτήν, το σημάδι ότι είμαι ο Οδυσσέας, η υπογραφή μου».
Κάθεται λοιπόν σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου δε φαίνεται τίποτα. Η βάγια πάει να γεμίσει τη λεκάνη χλιαρό νερό, παίρνει μες στο σκοτάδι το πόδι του Οδυσσέα, το χέρι της γλιστράει στο γόνατο, πιάνει το εξόγκωμα, κοιτάζει, αφήνει τη λεκάνη να πέσει κάτω, χύνεται το νερό. Βγάζει μια φωνή. Ο Οδυσσέας τής κλείνει το στόμα: καταλαβαίνει. Ρίχνει μια ματιά στην Πηνελόπη, για να της ανακοινώσει με το βλέμμα το νέο ότι ο άντρας αυτός είναι ο Οδυσσέας. Η Αθηνά εμποδίζει την Πηνελόπη να δει το βλέμμα της, για να μη μάθει τίποτα. «Μικρέ μου Οδυσσέα, μουρμουρίζει η Ευρύκλεια, πώς μπόρεσα να μη σε αναγνωρίσω αμέσως;» Ο Οδυσσέας τής λέει να σωπάσει. Τον αναγνώρισε, η Πηνελόπη όμως δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Ο Οδυσσέας θα δείξει επίσης την ουλή στο χοιροβοσκό και στο γελαδάρη, για να αποδείξει την ταυτότητά του.
Τεντώνοντας το βασιλικό τόξο
Η Πηνελόπη, με την παρακίνηση της Αθηνάς, αποφασίζει ότι αρκετά κράτησε το διαγούμισμα του σπιτιού της. Θα προκηρύξει λοιπόν αγώνα με έπαθλο το χέρι της. Κατεβαίνει από την κάμαρή της – η Αθηνά την έχει κάνει ακόμα πιο όμορφη και αναγγέλλει στον Οδυσσέα και στους μνηστήρες, που έχουν μείνει άφωνοι από θαυμασμό, ότι η διαρκής απομόνωσή της έλαβε πλέον τέλος. «Όποιος από σας καταφέρει να τεντώσει το τόξο του άντρα μου και να πετύχει τους στόχους που θα στήσουμε στη σειρά στη μεγάλη αίθουσα, θα γίνει σύζυγός μου και η ιστορία θα λήξει- έτσι, μπορούμε να αρχίσουμε κιόλας τις ετοιμασίες του γάμου, μπορούμε δηλαδή να στολίσουμε το σπίτι και να ετοιμάσουμε το γλέντι ». Οι μνηστήρες πετούν από τη χαρά τους: ο καθένας τους είναι σίγουρος ότι αυτός θα καταφέρει να τεντώσει το τόξο. Η Πηνελόπη παίρνει το τόξο και τη γεμάτη βέλη φαρέτρα από εκεί όπου τα είχε κρυμμένα και τα παραδίδει στον Εύμαιο. Στη συνέχεια, αποσύρεται, επιστρέφει στα διαμερίσματά της. Ξαπλώνει στην κλίνη της, και η Αθηνά τής χαρίζει την ηρεμία και το γλυκό ύπνο που ποθεί. Ο Οδυσσέας φροντίζει να σφαλιστούν οι πόρτες της μεγάλης αίθουσας, ώστε να μην μπορεί κανείς να φύγει και οι μνηστήρες να μην έχουν πρόσβαση στα όπλα του.
Εκείνη τη στιγμή αρχίζει το επίσημο τελετουργικό του τόξου. Όλοι προσπαθούν να το τεντώσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ούτε και ο Αντίνοος, ο πιο σίγουρος από όλους για την επιτυχία του, τα καταφέρνει. Τότε ο Τηλέμαχος δηλώνει ότι θα δοκιμάσει και αυτός τις δυνάμεις του, πράγμα που σημαίνει ότι, επειδή ταυτίζεται ως ένα σημείο με τον Οδυσσέα, η μητέρα του θα μείνει μαζί του, στην εξουσία του, και δε θα ξαναπαντρευτεί. Δοκιμάζει, σχεδόν κατορθώνει να το τεντώσει, τελικά όμως αποτυγχάνει. Ο Οδυσσέας τού παίρνει το τόξο από τα χέρια και, ως φτωχός ζητιάνος πάντα, λέει: «Θα δοκιμάσω κι εγώ». Φυσικά, οι μνηστήρες τον βρίζουν: «Τρελάθηκες, έχασες τα μυαλά σου, φαντάζεσαι δηλαδή ότι μπορεί να παντρευτείς τη βασίλισσα;». Η Πηνελόπη αποκρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα γάμου, θα κριθεί απλώς η δεξιότητά του στην τοξοβολία. Ο Οδυσσέας δηλώνει ότι προφανώς δε θέλει να την παντρευτεί, αλλά ότι παλιά ήταν καλός στο τόξο και θέλει να δει αν κρατάνε ακόμα τα κότσια του. «Μας κοροϊδεύεις» διαμαρτύρονται οι μνηστήρες, η Πηνελόπη όμως επιμένει: «’Όχι, αφήστε τον να δοκιμάσει, αν ο άντρας αυτός που κάποτε συνάντησε το σύζυγό μου τα καταφέρει, θα του προσφέρω πολλά δώρα, θα του προσφέρω στέγη, θα του δώσω τα μέσα να πάει αλλού, θα τον γλιτώσω από τη φτώχεια και τη μιζέρια του ζητιάνου, θα τον κάνω άνθρωπο». Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το νου ότι θα μπορούσε να τον πάρει άντρα της. Και αμέσως γυρίζει στο γυναικωνίτη.
Ο Οδυσσέας παίρνει το τόξο, το τεντώνει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ρίχνει ένα βέλος και σκοτώνει ένα μνηστήρα, τον Αντίνοο, αφήνοντας κατάπληκτους τους υπόλοιπους: βάζουν τις φωνές, γίνονται έξαλλοι με την αδεξιότητα αυτού του μανιακού. που είναι δημόσιος κίνδυνος, που δεν ξέρει να ρίχνει με το τόξο. Αντί να βρει το στόχο, έριξε και σκότωσε έναν παριστάμενο. Ο Οδυσσέας όμως, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου. του γελαδάρη και του χοιροβοσκού, τους σκοτώνει όλους. Οι μνηστήρες προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν και οι εκατό νεκροί. Η αίθουσα έχει πλημμυρίσει αίματα.
Η Πηνελόπη έχει ανέβει στα διαμερίσματά της και δε βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα, διότι και πάλι την έχει αποκοιμίσει η Αθηνά. Μαζεύουν τα πτώματα των μνηστήρων, πλένουν και καθαρίζουν την αίθουσα, τακτοποιούν τα πάντα. 0 Οδυσσέας ρωτάει ποιες από τις δούλες πλάγιαζαν με τους μνηστήρες και διατάσσει να τιμωρηθούν. Τις δένουν όλες μαζί και τις κρεμάνε, σαν τις πέρδικες, γύρω γύρω από το ταβάνι. Σκοτεινιάζει. Την επομένη, κάνουν ότι ετοιμάζουν τα του γάμου, ώστε οι γονείς των μνηστήρων να μην υποψιαστούν τίποτα για τη δολοφονία των παιδιών τους. Το σπίτι παραμένει κλειστό, τάχα για το γάμο. Ακούγεται μουσική, όλο το σπίτι αντηχεί από τη βουή της γιορτής. Η Ευρύκλεια ανεβαίνει τα σκαλιά τέσσερα τέσσερα για να ξυπνήσει την Πηνελόπη: «Κατέβα, οι μνηστήρες είναι νεκροί, είναι κάτω ο Οδυσσέας». Η Πηνελόπη δεν μπορεί να το πιστέψει: «Αν μου έλεγε κάποιος άλλος τέτοιες σαχλαμάρες. Θα τον πέταγα έξω. Μην παίζεις με τον πόνο και τις ελπίδες μου» . Η βάγια επιμένει: «Είδα την ουλή του, τον αναγνώρισα, και ο Τηλέμαχος το ίδια. Σκότωσε όλους τους μνηστήρες, δεν ξέρω πώς, δεν ήμουν μπροστά, δεν είδα τίποτα, μόνο άκουγα».
Η Πηνελόπη κατεβαίνει κάτω με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, ελπίζει να είναι πραγματικά ο Οδυσσέας και, από την άλλη δεν μπορεί να πιστέψει πώς τα κατάφερε, μόνος του μαζί με τον Τηλέμαχο, να σκοτώσει τους εκατό περίπου νεαρούς πολεμιστές που βρίσκονταν εκεί. Αυτός ο άντρας, που είναι, υποτίθεται, ο Οδυσσέας, της έλεγε ψέματα, λοιπόν, όταν ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια. Της διηγήθηκε «ψέματα που μοιάζουν με την αλήθεια», ποιος της λέει λοιπόν ότι δε λέει και πάλι ψέματα; Φτάνει στη μεγάλη αίθουσα, αναρωτιέται τι να κάνει, να τρέξει άραγε προς το μέρος του, αλλά στέκει ακίνητη. Ο Οδυσσέας, με την όψη του γερο-ζητιάνου, στέκεται απέναντί της με τα μάτια κατεβασμένα και δε λέει κουβέντα. Η Πηνελόπη δεν μπορεί να μιλήσει, σκέφτεται ότι ο γέρος δε μοιάζει καθόλου με τον Οδυσσέα της. Η θέση της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Οι οποίοι με την επιστροφή του Οδυσσέα αποκτούν μια ορισμένη κοινωνική Θέση. Ο Τηλέμαχος είχε ανάγκη από έναν πατέρα και, όταν εμφανίζεται ο Οδυσσέας, ξαναγίνεται ο γιος του. Ο πατέρας του Οδυσσέα θα ξαναβρεί το γιο του. Το ίδιο και οι δούλοι, ξαναβρίσκουν τον αφέντη που έχασαν, όλοι αυτοί είχαν ανάγκη, για να είναι αυτοί που είναι, να αποκαταστήσουν την κοινωνική σχέση η οποία αποτελεί το έρεισμα της θέσης τούς. Η Πηνελόπη, όμως, δεν έχει ανάγκη από σύζυγο, δεν ψάχνει για σύζυγο, καμιά εκατοστή άντρες έτρεχαν πέσω από τα φουστάνια της εδώ και χρόνια πολιορκώντας τη θέση του συζύγου και της έσπαζαν τα νεύρα. Δε θέλει σύζυγο, θέλει τον Οδυσσέα. Αυτόν τον άντρα θέλει. Για την ακρίβεια. θέλει «τον Οδυσσέα της νιότης της». Κανένα από τα εμφανή σημάδια που έπεισαν τους υπόλοιπους, τα σημάδια όπως η ουλή, το γεγονός ότι τέντωσε το τόξο, δεν αποτελούν γι’ αυτήν απόδειξη ότι έχει μπροστά της τον Οδυσσέα της. Και αλλού άντρες θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια σημάδια. Θέλει τον Οδυσσέα ένα συγκεκριμένο δηλαδή πρόσωπο, που υπήρξε σύζυγός της στο παρελθόν και έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι χρόνια– αυτό το χάσμα των είκοσι ετών πρέπει να καλυφθεί θέλει λοιπόν ένα σημάδι μυστικό που μόνο αυτή κι αυτός να το γνωρίζουν και αυτό το σημάδι υπάρχει. Η Πηνελόπη πρέπει να φανεί πιο πονηρή από τον Οδυσσέα. Ξέρει ότι είναι πολύ καλός στα ψέματα, γι’ αυτό το λόγο θα του στήσει παγίδα.
Το κοινό τους μυστικό
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ, η Αθηνά μεταμόρφωσε τον Οδυσσέα και του ξαναέδωσε την πραγματική του μορφή: τη μορφή ενός Οδυσσέα είκοσι χρόνια μεγαλύτερου. Εμφανίζεται λοιπόν ξανά μπροστά στην Πηνελόπη, ωραίος σαν ήρωας, και πάλι όμως αυτή δε λέει να τον αναγνωρίσει. Ο Τηλέμαχος είναι έξαλλος μαζί της. Το ίδιο και η Ευρύκλεια. Την κατηγορούν ότι έχει καρδιά από πέτρα. Χάρη σ’ αυτή την ατσάλινη καρδιά όμως κατάφερε να αντέξει όλα όσα υπέφερε από τους μνηστήρες. «Αν όντως ο άντρας αυτός είναι ο ένας και μοναδικός Οδυσσέας. Θα σμίξουμε και πάλι, διότι έχουμε σημάδι μυστικό και σίγουρο εμείς οι δυο, σημάδι αδιάψευστο που αυτός κι εγώ γνωρίζουμε μονάχα». Ο Οδυσσέας χαμογελάει, νομίζει ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Πονηρή όμως αυτή, την ώρα που βραδιάζει ζητάει από τις δούλες να βγάλουν έξω από την κάμαρή της το κρεβάτι για τον Οδυσσέα, διότι δε θα κοιμηθούν μαζί. Δεν προλαβαίνει να δώσει τες διαταγές αυτές και ο Οδυσσέας γίνεται θηρίο, τον πιάνει λύσσα: «Τι έκανε λέει; Να ‘φέρουν εδώ πέρα το κρεβάτι; Αλλά το κρεβάτι αυτό δεν μπορεί να μετακινηθεί! – Γιατί, παρακαλώ; – Γιατί; ωρύεται ο Οδυσσέας, αυτό το κρεβάτι εγώ το έχω φτιαγμένο– δεν το έστησα εγώ να πατάει σε τέσσερα πόδια και να μετακινείται, το ένα πόδι του είναι μια ελιά, ριζωμένη στο χώμα, πάνω στην ελιά αυτή, που τη σκάλισα και την κλάδεψα, με βάση την ελιά αυτή, που παρέμεινε ανέπαφη στο χώμα, κατασκεύασα την κλίνη μου. Δεν μπορεί να κουνηθεί». Στα λόγια αυτά, η Πηνελόπη πέφτει στην αγκαλιά του: «Είσαι ο Οδυσσέας».
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ , ΟΙ ΘΕΟΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
JEAN-PIERRE VERNANT
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ https://www.lecturesbureau.gr/1/texts/
Εικόνα Α: https://gr.pinterest.com/pin/782289397759410852/?nic_v1=1a5hoGu%2Bi4ml5JsJpltfDYdbgVr%2BKid4IQChsO3GJf8CCHsdyEQzuylmPm6CK%2FzTc9
Εικόνα Β: https://gr.pinterest.com/pin/41658365278284702/?nic_v1=1acxFA2bHbVV%2FmaXcKoCLxfcdrW2EdMdLcHPSKXaZ7jBRK%2BJwkpe%2B6wnm9oDnI7sJk