της ενδοχώρας μετανάστες.
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ’31 στην Αθήνα απ’ όπου κι έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δυο ανθρώπων που δεν συνεργαστήκανε ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με την θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται όλοι ανώμαλοι.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευτώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα λοιπόν σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πάρα πολλά τραγούδια – δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, – μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
Το 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
Εξόφλησα τα χρέη μου το ’72 κι επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.
Κι έτσι απ’ το ’75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσημο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως ετοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είν’ αλήθεια, να πραγματοποιήσω "ακριβές καφενειακές ιδέες", πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δυο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από την γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν "κατά κράτος". Παρ’ όλ’ αυτά μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σ’ ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνηθείας μας.
Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω "εις τον διάβολον" – πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα "επώνυμους" πολιτικούς και καλλιτέχνες,
τους εφησυχασμένους συνομίληκους
την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία
την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.
Αυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη "υψηλού πάθους". Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
20 Μαΐου 1980».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων του φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού, στη Μελβούρνη, το 1980.
Πηγή: tetartopress.gr