«Δε μπορείς να καταλάβεις παλικάρι μου. Αν δε δεις τα ερείπια στα πόδια
σου…Πέρασαν 40 χρόνια με
μια ελπίδα και προσδοκία:
«καλύτερες μέρες», για μένα και την πατρίδα μου. Κι έρχεται τώρα ένας πρωθυπουργός και μου τα παίρνει όλα. Με ποιο δικαίωμα; Γιατί;
Ξέρεις τι πέρασα εγώ 40 μέρες στον Ωκεανό κι έρχεσαι εσύ κύριε να μου πάρεις τα λεφτά μου, την περιουσία μου;»
«Τι έκανες 40 μέρες στον Ωκεανό;» ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο μακρυμάλλης.
«Ναυτικός ήμουν. Στη μέση του Ειρηνικού χαλάει το καράβι, μεγάλη βλάβη στη μηχανή, δε μπορούσαν οι μηχανικοί να τη φτιάξουν με τίποτα. Χρειαζόταν ανταλλακτικά ή ρυμουλκό να μας τραβήξει. Μείναμε 40 μέρες αδερφέ μες τον Ωκεανό με ακυβέρνητο σκαρί, μέχρι να ρθει καράβι της εταιρίας μας που επέστρεφε από την Αργεντινή να μας πάρει. Για να μη ξοδευτεί ο εφοπλιστής. 40 μέρες δεν ξέραμε τι θα ξημερώσει. Καταιγίδες, βουνά τα κύματα, τεράστια, περνούσαν πάνω από το τάνκερ.Σαν ποντίκια περιμέναμε να μας κατασπαράξουν τα κύματα. Περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή πότε θα σπάσει το σκαρί στα δυο.Είχαμε πιστέψει πως θα μας φάνε τα ψάρια και θα έχουμε άδειο τάφο στην πατρίδα. Περιμέναμε πρώτα το χάρο και ύστερα το ρυμουλκό. Ο χάρος είναι πιο γρήγορος από το βαπόρι. Δεν ξέρω τι έγινε, μάλλον δεν ήθελε να ξεμάκρυνε από την ησυχία του, δεν αξίζαμε τον κόπο, δεν ξέρω, τέλος πάντων τη γλιτώσαμε. Κι όχι μόνο αυτό…Έχουμε ζήσει τέτοιες καταστάσεις!!! Έβαλα λοιπόν με κόπους δυο φράγκα στην άκρη για να χτίσω ναι ρε 3 και 4 σπίτια, τα δούλεψα….Πως έρχεσαι και μου τα παίρνεις με τους φόρους; Τα δούλεψα με πολύ ιδρώτα , θυσίες και λαχτάρες . Όχι με μίζες.Εδώ που κάθομαι νομίζω ότι κουνιέμαι ακόμη από τη θάλασσα..»
«Καπετάνιε, τι μας είπες τώρα!Ανατρίχιασα….!» είπε με θαυμασμό ο Αχιλλέας και γύρισε προς το μέρος του.
«Ένα χρόνο να μιλάω δεν προλαβαίνω να σας πω τι έχω ζήσει, τι κινδύνους και τι λαχτάρες μες τη θάλασσα».