σα μια σειρά κεράκια αναμένα –
χρυσά, ζεστά, και
ζωηρά κεράκια.
Ή περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων`
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων`
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω` με λυπεί ή μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φώς των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ άναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
και με λυπεί το πρώτο φώς των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ άναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.