17.4.20

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Σώσε με!
Για ώρα πολλή παρακολούθησε τη ζωή του ρηχού και μικρού βυθού. Δεν συλλογιζόταν τίποτα, ούτε

κι αισθανόταν. Είχε κουραστή απ’ την προσπάθεια μιας ανεπιθύμητης ζωής. Κι έξαφνα
θυμήθηκε πως κάπου εδώ κοντά
έβγαλε η θάλασσα το κουφάρι του Μηνά. «Ναι, ναι. Έτσι άκουσα να λεν. Εδώ, εδώ…» Θάρρεψε πως τον έβλεπε ανάσκελα, με ανοιχτά χέρια κι ανοιχτά μάτια, μια να τον φέρνη το κύμα στη στεριά, μια να τον αποδιώχνη στη θάλασσα το αντιμάμαλο: «Ούτε η γης, ούτε η θάλασσα τον ήθελαν τον αμαρτωλό, τον πικροαίματο.» Κάτι σα δάκρυ ήρθε στην άκρη του βλεφάρου της· μα τ’ απόδιωξε: «Όχι· ούτε μ’ αγάπησε, ούτε τον αγάπησα. Οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά μας και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν σε ηδονή θανατερή. Έλυωσαν από επιθυμία τα κορμιά μας, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές μας, σπάραξαν από γλύκα οι σάρκες μας· κι έσπειραν το Χάρο παντού, παντού, παντού… Όχι, δεν τον αγάπησα. Μονάχα ορέχτηκα να εξουσιάσω το κρέας και την ψυχή του. Άλλον άντρα απ’ το Γιάννη δεν αγάπησα. Άλλον άντρα απ’ τον άντρα μου, δεν αγαπώ.» Σήκωσε τα μάτια· κι είδε πέρα, στον Τσικνιά, ανάμεσα Τήνο και Μύκονο, τον άνεμο να ξεσέρνη έναν καπνό. Κιτρίνισε. Τα χέρια της, όλο νεύρο, γαντζώθηκαν στα χαλίκια της γης. Στήλωσε τα εκστατικά της μάτια στο καπνό και στο μαύρο σημαδάκι που κρεμόταν κάτωθέ του, ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Το μελτέμι έπαιρνε τον καπνό και τον πήγαινε κατά τη Μύκονο. Το σημαδάκι όμως έρχονταν προς τα εδώ, πλησίαζε, μεγάλωνε, έπαιρνε μορφή βαποριού.
― Η «Χίμαιρα». Η «Χίμαιρα»…
Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στην αναπόληση του παλιού καιρού. Ένα καλοκαιριάτικο δειλινό, που έριχνε πορφύρες και θαμπά χρυσάφια πάνω στ’ αργοκύλητο νερό του μεγάλου ποταμού. Πέρα στη Δύση, ο ορίζοντας του ωκεανού φλεγόταν ολόκληρος. Ένα βαπόρι ανέβαινε σιγανά, κόντρα στο ρέμα. Ένα βαπόρι με παράξενο όνομα: «Χίμαιρα».
― Χίμαιρα, μουρμούρισε· και χαμογέλασε πικρά.
Χίμαιρα ενός κόσμου άγνωστου και ονειρεμένου. Καράβι-μύθος, που έπλεγε προς τη χώρα της ευτυχίας, τη ζωή της χαράς. Και την πήρε το μαγικό καράβι· την οδήγησε στην περιοχή της μαγγανείας. Θυμάται… Ναι, θυμάται μια μέρα ηλιόλουστη· τόσο ηλιόλουστη που δυο φορές σφάληξε τα μάτια, γεμάτη δέος. Ένα νησί ολόχρυσο και μια πολιτεία κάτασπρη, λουσμένη φως κυρίαρχο. Κι εκείνη πάνω στη «Χίμαιρα», πλάι στον άντρα της με την ψυχή πλημμυρισμένη από την προσμονή της ευδαιμονίας…
Ανοίγει τα μάτια. Να, το καράβι. Να, η «Χίμαιρα» ίδια κι απαράλλαχτη, όπως τότε· όπως την πρωταντίκρισε πάνω στα νερά του Σηκουάνα, βαρυφορτωμένη και μεγαλόπρεπη. Μόνο που τώρα δεν φαντάζει σκοτεινή, μέσα στην αντίθεση του δειλινού ουρανού. Ο ήλιος του Αιγαίου τη λούζει με τα φωτεινά χρυσάφια του. Κι όμως, κι όμως…
Σηκώθηκε με κόπο, στάθηκε όρθια. Οι βίαιες πνοές του μελτεμιού την κλόνισαν, την ανάγκασαν να πισωδρομήση. Στη μορφή της είχε χυθεί βαριά εγκαρτέρηση. «Γιατί ματαιοπονώ; Τι ελπίζω;» Από τον κόρφο της έβγαλε το άσπρο τριαντάφυλλο και το μύρισε με λαχτάρα. «Έχει την ευωδιά του κορμιού της. Έτσι μύριζε το κορμάκι της όταν το ’σφιγγα στην αγκαλιά μου, όταν το φιλούσα. Αυτή την ευωδιά δεν θα την ξανανιώσω ποτέ, ποτέ, ποτέ.» Ένας χτύπος στο βάθος της μήτρας της την έκανε να τιναχτή. Ήταν το άλλο παιδί της που στριφογύριζε στα σπλάχνα της, που ωρίμαζε, που διακήρυσσε τα δικαιώματά του για ζωή κι ευτυχία. «Όχι! Όχι! Εσύ δεν θα ’χης την ευωδιά της Αννούλας μου! Εσένα δεν σε γέννησε η αγάπη. Εσένα σε γέννησε η βρωμερή λαγνεία δυο κορμιών αποκτηνωμένων. Εσύ βλάστησες πάνω στην κόπρο του θανάτου. Τι δικαίωμα έχεις εσύ στη ζωή;»
Όχι, όλ’ αυτά είναι μάταια· και τα σχέδια της Ρεΐζαινας, κι οι δικές της ελπίδες. Δυο λύσεις μονάχα υπάρχουν: ο άντρας της κι ο θάνατος. Ή ο Γιάννης έπρεπε να καταλάβη τώρα, αμέσως, και να την σώση. Ή ο θάνατος να έρθη τώρα, αμέσως, να την λυτρώση.
Ο θάνατος. Έκανε ένα βήμα προς το γκρεμό. Κι άξαφνα άρπαξε την κοιλιά της με τα δυο της χέρια, σα να ’θελε να την υπερασπίση από κίνδυνο. Μέσα της, το μητρικό φίλτρο ξύπνησε πρωτόγονο, άγριο. Τραβήχτηκε προς τα πίσω, με φρίκη. Το παιδί. Το παιδί της!
Τα χέρια κρεμάστηκαν άτονα πλάι στο κορμί της, που το κλυδώνιζε ο άνεμος. «Όχι, δεν έχω το κουράγιο να το σκοτώσω. Πρέπει να ζήσω. Και μονάχα ο Γιάννης μπορεί να με βοηθήση να ζήσω. Ο Γιάννης, ο Γιάννης…»
Στήλωσε τα μάτια της στο βαπόρι που προχωρούσε, που έφτανε. Το κοιτούσε με αγωνία, θέλοντας να μαντέψη το νέο ριζικό που της έφερνε. Τη ζωή ή το θάνατο; « Ο Γιάννης. Πρέπει ο Γιάννης να καταλάβη και να με σώση. Μα θα καταλάβη;» Κάτι σα λόξιγγας άρχισε να παιδεύη το στήθος της. Από τα μηλίγγια της κυλούσαν δυο αυλάκια θολού ιδρώτα. Τα ξαίματα χείλια της ανάδευαν, σα να ’θελαν κάτι να πουν, χωρίς να το καταφέρνουν.
Η «Χίμαιρα» πλησιάζει, στεφανωμένη μαύρους καπνούς, τριγυρισμένη λευκούς αφρούς. Η ίδια όπως τότε, όπως άλλοτε. Η ίδια; Όχι… Άλλοτε, πάνω απ’ το μαύρο σκαρί, οι χαβαλέδες και τ’ άρμπουρα υψώνονταν κάτασπρα· άλλοτε οι παντιέρες της κυμάτιζαν χαρούμενα στην κορφή των κονταριών. Τώρα, οι χαβαλέδες είναι βαμμένοι χρώμα μαβί· τώρα, οι παντιέρες είναι μετζάστρες. Το καράβι των Ρεΐζηδων πενθεί τους Ρεΐζηδες που πέθαναν. Είναι θλιμμένο κι αποκαρδιωμένο, σαν τους Ρεΐζηδες που απόμειναν.
Πάνω στην τιμονιέρα ένας άνθρωπος στέκεται – μια σκιά ανθρώπου. Γερμένος στο παραπέτο κοιτάει ακίνητος μιαν άλλη σκιά: μια μαυροφορεμένη γυναίκα, με μαύρα φλογερά μάτια, που όρθια στο μουράγιο του λιμανιού, ασάλευτη κι αμίλητη κι αυτή, περιμένει.
Ένιωσε ένα χτύπο στην καρδιά της: «Να τος! Αυτός είναι! Θα καταλάβη! Θα καταλάβη!»
Σηκώνει τα χέρια της προς το καράβι, προς τον άντρα της.
― Γιάννη! Γιάννη! Σώσε με! Γλίτωσέ με!
Αυτό μονάχα μπορεί να πη. Με την ελπίδα που μονάχα ο απελπισμένος βρίσκει μέσα του ορμάει προς τα εμπρός, προς το καράβι, προς τον άντρα της, προς το γκρεμό.
― Σώσε με! Σώσε με!

Τα κεφαλόπουλα σκόρπισαν τρομαγμένα. Τρύπωσαν οι γωβιοί μέσ’ τα θαλάμια τους. Η πέρκα έκανε σαν τρελή. Μονάχα ο κάβουρας κατέβηκε απ’ το βράχο του αργοπερπατώντας, σα να μη γίνηκε τίποτα. Και με δαγκάνες ανοιχτές στραβοδρόμησε προς την καινούργια τροφή του.
.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα» σελ. 319-322

===============================

Θρησκευτικότητα
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»

.
Η Τήνος δεν παρουσίαζε άλλο ενδιαφέρον, εκτός από το φαινόμενο της Παναγίας. Η Μαρίνα είχε ακούσει πολλά και διάφορα για τη θαυματουργή εικόνα και την επιρροή της φήμης της στις μεγάλες μάζες των ορθοδόξων. Τ’ άκουσε με όλη την επιφύλαξη της ορθολογικής βιοθεωρίας της. Δεν πίστευε πια στην ιδέα της θεότητας. Μα η περιέργειά της – η βασισμένη στο ορθολογικό αντίκρισμα των βιοτικών δεδομένων – ήταν πάντα ξύπνια, έτοιμη για παρατήρηση, μελέτη και κριτικό στοχασμό. Έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεμπάρκαρε στο μουράγιο της Τήνος με τη φαντασία πολύ ξαναμμένη. Ανέβηκε τον ανηφορικό πλακόστρωτο δρόμο με κόπο, έχοντας ν’ αντιπαλαίση το δυνατό μελτέμι, που κατέβαινε απ’ το βουνό με άταχτες ριπές. Ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό που υπόθετε πως θα έβλεπε, γιατί το θέμα τής ήταν γνωστό απ’ τις μελέτες της. Πίστευε ότι η δογματική διαφορά του ορθόδοξου χριστιανού απ’ τον καθολικό δεν ήταν τόσο σημαντική, όσο η θρησκευτική ψυχοσύνθεση του Γερμανού απ’ το Μεσογειακό. Μεγαλύτερη ψυχική συγγένεια έχει ο καθολικός της Φλάντρας με το διαμαρτυρόμενο της Σουηδίας, παρά με τον καθολικό της Σικελίας. Κι αντίθετα, περισσότεροι οι κοινοί θρησκευτικοί χαραχτήρες του ορθόδοξου της Σύρας με τον καθολικό της Ανταλουσίας, παρά με τον ορθόδοξο της Πολωνίας. Θυμόταν το θυμόσοφο αφορισμό του Ανατόλ Φρανς: «ο άνθρωπος ποιεί τον θεόν κατ’ εικόνα και ομοίωμά του» και χαμογελούσε. Θυμόταν και τη θρησκευτικήν ιστορία του ελληνικού λαού, από την εποχή των Αιγαίων ως το γκρέμισμα του Βυζάντιου (η κατοπινή ιστορία των Ελλήνων δεν της ήταν πολύ γνωστή), με τις τεράστιες εναλλαγές πίστης και σκεπτικισμού, ψυχικής ανάτασης προς το νόημα του θείου και χαμηλής δεισιδαιμονίας, φωτισμένης ενατένισης των μεταφυσικών προβλημάτων και στενοκέφαλου φανατισμού. «Τι παράξενος λαός! Και πόσο τρομαχτικά τεράστιες – σχεδόν ακατανόητες – οι μεταπτώσεις του, από την κυριαρχική ρωμαλεότητα στον πιο εκφυλισμένο ξεπεσμό!» Εδώ και οχτώ μήνες που ήταν στην Ελλάδα, η γνωστική της περιέργεια την παρακίνησε να κατανοήση τη θρησκευτική στάθμη του σημερινού Έλληνα· μα δεν μπόρεσε να βγάλη θετικά συμπεράσματα. Λόγου χάρη ο Γιάννης, ο άντρας της, – άνθρωπος με γερό μυαλό, υγιή ψυχή και αρκετή μόρφωση – ούτε πίστευε ούτε δεν πίστευε στην ύπαρξη του θεού. Απλώς, το ζήτημα αυτό τον άφηνε αδιάφορο, δεν του δημιουργούσε την παραμικρή ανησυχία. Κι όμως, κάθε βράδυ έκανε το σταυρό του, λέγοντας ένα «δι’ ευχών». Τη Μεγάλη Βδομάδα νήστευε και παρακολουθούσε την ακολουθία του Επιταφίου και της Ανάστασης. Γιατί; Από δεισιδαιμονία; Φοβόταν πώς αν δεν έκανε τούτη την ελάχιστη παραχώρηση στις απαιτήσεις του θεού, θα τον έβρισκε κάποιο κακό; Ο ίδιος της είπε γελώντας πως κάποτε, στο Λονδίνο, ξέχασε ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή κι έφαγε μπιφτέκι. Ο δεισιδαίμων δεν πέφτει σε τέτοιες αμνησίες, ούτε τις διηγείται γελώντας. Συνεπώς όχι, ο Γιάννης δεν ήταν δεισιδαίμων· μα έκανε αυτές τις επιφανειακές παραχωρήσεις στη θρησκεία που ανήκε τυπικά, παρακινημένος μονάχα από την παλιά του διαπαιδαγώγηση, τη συνήθεια και την κοινή συμβατικότητα. Παρόμοια ακριβώς ήταν κι η θρησκευτικότητα των ανθρώπων της συριανής αστικής κοινωνίας. Η πεθερά της όμως – η αμόρφωτη γυναίκα του λαού – είχε κάποια πίστη ζωντανότερη κι ειλικρινέστερη, μα οπωσδήποτε απλοϊκή, θεμελιωμένη ψυχικώς στο ένστιχτο. πνευματικώς στη δεισιδαιμονία και το δέος των μεταθανάτιων κυρώσεων. Από την άλλη μεριά, οι δυο μοναδικοί Έλληνες με πλατιά καλλιέργεια και δυνατή προσωπικότητα που γνώρισε – ο Ανθεμίου κι ο Μηνάς – είχαν δικές τους αντιλήψεις για το θεό, εντελώς άσχετες με την εθνική και κοινωνική τους υπόσταση, που οπωσδήποτε δεν αντιπροσώπευαν τίποτα από την ελληνική πραγματικότητα. Απόμεναν οι λογοτέχνες. Από αυτούς, ο Παπαδιαμάντης είχε έντονη «ορθόδοξη χριστιανική» θρησκευτικότητα, αλλά εντελώς δεδομένη, μάλλον τυπολατρική και στερημένη από κάθε ανησυχία. Των άλλων σημαντικών, η θρησκευτικότητα ήταν καθαρά φιλολογική κι ολότελα αντικειμενική. Οι ελάχιστοι θρησκευτικοί στίχοι του Σολωμού, δεν έπειθαν ότι ανάβλυσαν από ψυχή φλογερού πιστού. Ο θεός του Κάλβου, εγκεφαλικός και νεμεσιακός, θύμιζε φοβερά το Γεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης και των πουριτανών. Ο Παλαμάς – Έλληνας ως το στερνό κύτταρο του κορμιού του – αντιμετώπιζε τη θρησκεία μονάχα σαν στοιχείο του ελληνικού ιστορικού μεγαλείου, υμνώντας το Δία, το Ναζωραίο και τον αγνωστικισμό, με συνείδηση καθαρή πως έτσι εκτελεί το ποιητικό του χρέος προς την ιδέα του Ελληνισμού, που γέννησε, δόξασε και γκρέμισε όλους τους θεούς κι όλες τις ιδέες. Παρόμοια περίπου είναι και η περίπτωση του Σικελιανού, αλλά πολύ ασυνεπέστερη λογικά, εφόσον θεμελιώνεται στην εξωφρενική ανεδαφικότητα να συγχωνευθούν και να κυριαρχήσουν – μέσα στον εικοστό αιώνα – ο νεκρός Ορφισμός κι ο διασπασμένος Χριστιανισμός. «Τι έλλειψη ιστορικού κριτηρίου!» απορούσε η Μαρίνα. «Ωσάν ο Χριστιανισμός να μην ήταν η ιστορικώς συνεπής εξέλιξη του Ορφισμού! Κι όμως, αυτός ο άκριτος άνθρωπος, τι εξαίσιος ποιητής που είναι!»
ΤΕΛΟΣ...