17.4.20

Ανδρέας Εμπειρίκος, αυτός ο αριστοκράτης της ποίησης και της ζωής

Γράφει ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ

Του Αιγάγρου ή άνευ ορίων, άνευ όρων
«Ένα κορίτσι σ’ ένα κήπο


Δυο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων, άνευ όρων»
Ανδρέας Εμπειρίκος



Α΄
Το ποίημα: «Του Αιγάγρου», όπως όλα ανεξαιρέτως άλλωστε τα κείμενα-ποιήματα της συλλογής : «Οκτάνα» του Ανδρέα Εμπειρίκου, στο οποίο περιλαμβάνεται και αυτό , το μόλις αναφερθέν, αποτελεί από μόνο του μία ολότητα αυτόνομη και αυθύπαρκτη που περικλείει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο και τα ποιητικά (και όχι μόνο) οράματα του δημιουργού του. Άλλωστε, κάθε ένα από αυτά τα εκτενή, ως προς την έκταση, ποιήματα-κείμενα του Εμπειρίκου, όσα περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή, όχι μόνο κρύβει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο του ποιητή, αλλά ταυτόχρονα μας τον αποκαλύπτει σε ολόκληρο το μεγαλείο του (και μας κάνει κοινωνούς ταυτόχρονα των οραμάτων του και των πόθων του για έναν καλύτερο και ουσιαστικότερο κόσμο) και μάλιστα με αργό και τελετουργικό, θα έλεγα, τρόπο, όπως ακριβώς ταιριάζει στο έργο ενός ιεροφάντη και μυσταγωγού κάποιας μυστικής λατρείας, ενός εραστή του Απολύτου που οραματίζεται ο ίδιος μέσω της λειτουργίας της Ποίησης έναν κόσμο άλλον, αυτόνομο και αυτοδύναμο, δηλαδή αυτάρκη και πλήρη από κάθε άποψη και μακριά από την τύρβη των πόλεων και των ανθρωπίσκων που τις κατοικούν και φυσικά της βιομηχανικής κοινωνίας. Η κοινωνία της Οκτάνας, την οποία οραματίζεται ο ίδιος, αποτελεί την ουτοπία του, αλλά και την απάντησή του στη μιζέρια που επικρατεί στις κοινωνίες του εικοστού αιώνα, μια απάντηση ανατρεπτική της γνωστής μας καθημερινότητας.

Ένα τέτοιο κείμενο, με τέτοιες και τόσες δυνατότητες, μορφή και περιεχόμενο, θέλει και κάποια ειδική, κατά κάποιο τρόπο, μεταχείριση και αντιμετώπιση ποιητική. Για κάτι τέτοιο όμως δηλώνω από την αρχή ότι δεν νιώθω αρκετά ικανός. Γι’ αυτό και ζητώ να μου συγχωρεθεί εκ των προτέρων η προσπάθεια που καταβάλλω για να αντιμετωπίσω και να αντικρύσω το κείμενο φιλολογικά. Δεν ξέρω άλλο τρόπο. Αυτόν μας δίδαξαν στο πανεπιστήμιο. Ελπίζω μονάχα να μην προδοθεί εντελώς η ποίηση, με την οποία συμβίωνε εφ’ όρου ζωής ο ποιητής, που η ζωή του αποτελούσε μαζί της μία αδιάσπαστη και αρμονική, θα έλεγα, ενότητα, μέσα από την οριακή του προσπάθεια της οριστικής ενοποίησης των πάντων, εμψύχων και αψύχων, με την θερμουργία του έρωτα και τη ζωογόνα λειτουργία της ερωτικής πράξης.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας όπου ποίηση και ζωή αποτελούν ένα και το αυτό. Ζητώ, επίσης, να μου συγχωρεθεί ο έντονα θαυμαστικός τόνος σε αυτό το κείμενο και η συχνή χρήση επιθέτων και μεταφορών, συχνότερη από όσο ταιριάζει σε ένα απλό φιλολογικό ή σχολιαστικό κείμενο, όπως θέλω να το παρουσιάσω, γιατί νιώθω ότι δεν μπορώ να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντι στον ποιητή με άλλο τρόπο, τουλάχιστον στη χρονική στιγμή που γράφω τις γραμμές αυτές και βρίσκομαι υπό το κυριαρχικό κράτος της απόλυτης εξουσίας του.



Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος



Η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου αποτελεί φραγμό ανυπέρβλητο, κατά τη γνώμη μου, για τους καθοδηγητές των ευθύγραμμων αφαλατώσεων και για τα ισχνά ανθρωπάρια, τα αποχαυνωμένα και τα ηλίθια, τα οποία προσπαθούν, ελαφρά τη καρδία, να παραστήσουν τους ένθεους και ενθουσιώδεις κορύβαντες και κατακλύζουν, χωρίς επαρκή γνώση και αισχύνη, την ενδοχώρα της ποιήσεως και της ποιητικής φιλοσοφίας και ζωής, ενώ ο ανώνυμος λαός, πράος και λάγνος και, όταν οι συγκυρίες συντελούν σε αυτό και τον ωθούν με τον λόγο, βέβηλος και ανατρεπτικός, κατά βάση, καταπίνει απνευστί, τις πιο πολλές φορές, τις σκοτεινές εκλάμψεις που δημιουργούν οι ανισόπεδες συγκρούσεις των τετελεσμένων γεγονότων στο χώρο της ποίησης και της ζωής.

Η ποίηση, και δη η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, ηρωικού και γνήσιου τέκνου αυτού του λαού στον οποίο ανήκουμε όλοι, ηρωικού και γνήσιου τέκνου ολόκληρης της Οικουμένης, ιεροφάντη και μύστη της ερωτογόνου αλκής, διαπρύσιου κήρυκα του υπερήφανου και ελεύθερου φρονήματος, του ελεύθερου αντικρύσματος κάθε ποταπής βιαιότητας και άδικης βιαιοπραγίας, απομένει στα χέρια του ελεύθερου ανθρώπου τα λίγα αποτελεσματικά όπλα για την επιτυχημένη αντιμετώπιση και συντριβή του μικρόχαρου δογματισμού και της κακίας των οργανωμένων κοινωνιών της υφηλίου. Έτσι, από την πλευρά αυτή τουλάχιστον, δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητη η συνεχής και συνεχιζόμενη επίδραση του ποιητή και της ποίησης που έγραψε στη σύγχρονη ποίησή μας, καθώς και μια καινούρια άνθιση του ζωοποιού λειμώνα του υπερρεαλισμού στην εποχή μας.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, αυτός ο αριστοκράτης της ποίησης και της ζωής, κατά τον Νίκο Εγγονόπουλο , είναι ταυτόχρονα ο ποιητής του πλήθους, ο οποίος δεν κλείνεται ποτέ και για κανένα λόγο μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός ανύπαρκτου γυάλινου ή ελεφάντινου πύργου, ούτε κι όταν θέλει να ρεμβάσει, γιατί η ρέμβη του γίνεται μέσα στον κόσμο, όπου περιφέρεται είτε πεζός, είτε ως ποδηλάτης. Δεν είναι ποτέ ο παρατηρητής μόνο, αλλά ο δημιουργός και συμμέτοχος της ίδιας της ζωής, την οποία οραματίζεται διαφορετική από αυτήν που είναι, από αυτή που ζει ο καθένας από εμάς. Είναι μέσα και έξω, παντού και πάντα, πάνω και πέρα από τα γνωστά και τα τετριμμένα, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Άλλωστε, «ο υπερρεαλισμός», γράφει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «επιχειρεί να καλύψει όλες τις δυνατές πραγματικότητες, ή την πραγματικότητα σε όλο το φάσμα της (συνείδηση, υποσυνείδητο, όνειρο, γλώσσα), ενώνοντάς τες σε μια ποιητική σύλληψη, όπου τα «τρία κεράσια και μια σαρδέλα», δεν αποτελούν μια σχέση απαράδεκτη, αλλά υπαρκτή, πραγματική». Και βέβαια δεν είναι καθόλου περίεργο πάλι, που η μία από τις κινητήριες και ζωογόνες δυνάμεις του υπερρεαλιστικού κινήματος, γιατί περί κινήματος πρόκειται πρωτίστως κι ύστερα περί ποιητικής σχολής, είναι η επιτυχής ένωση του τυχαίου και της ελευθερίας, με τρόπο απρόσμενο, που δημιουργεί αυτομάτως στον αναγνώστη αυτό που εδώ θα το έλεγα ποιητική έκπληξη.



Β΄
Μερικά σχολαστικά τώρα: Για το είδος στο οποίο ανήκει το υπό μελέτη κείμενο, ισχύουν, κατά τη γνώμη μου, σχεδόν όλα όσα υποστηρίζει ο Γιώργος Κεχαγιόγλου για το: «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» και νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλάβω και εγώ εδώ. Είναι και αυτό ποίημα, είναι σαφές αυτό, όπως άλλωστε και όλα τα κείμενα που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Οκτάνα», αφηγηματικό και λυρικό ταυτόχρονα και, αφού υποκρύπτεται κάποια, ανεπαίσθητη έστω, συγκρουσιακή κατάσταση, όπως θα φανεί στη συνέχεια, με την άρνηση ή, καλύτερα, με την υπερήφανη αδιαφορία, στα όρια της περιφρόνησης, του Αιγάγρου για τα μικρά και τα ανθρώπινα, και δραματικό.

Το γλωσσικό ιδίωμα του ποιήματος αυτού πλησιάζει πολύ προς ένα ιδίωμα λαϊκό και μάλιστα της καθημερινής αστικής λαλιάς. Τα λίγα λόγια γλωσσικά στοιχεία που υπάρχουν σε αυτό είναι πλήρως ενσωματωμένα στο σύνολο και χάνουν έτσι, κατά τη γνώμη μου πάντα, κάθε έννοια ιδιαιτερότητας. Από αυτή την άποψη, και όχι μόνο βέβαια, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, παρά τη γνώμη που επικρατεί σε πλείστους όσους σχολιαστές της ποίησής του, και πάντα σύμφωνα με την προσωπική μου κρίση, εντάσσεται και αυτός, με τον τρόπο του, στη μεγάλη λαϊκή μας παράδοση, για την ακρίβεια στη λόγια λαϊκή παράδοση, αν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο. Εξάλλου, και αυτά τα ελάχιστα λόγια γλωσσικά στοιχεία που χρησιμοποιεί στη συλλογή: «Οκτάνα», ανήκουν, κατά κύριο λόγο, στην εκκλησιαστική λειτουργική γλώσσα και ιδιαίτερα στο δοξαστικό της μέρος, εμπλουτισμένο με την κλέφτικη δημοτική παράδοση. Ή μήπως υπάρχει αντίρρηση στο γεγονός, και όχι στην άποψη μόνο, ότι η εκκλησιαστική παράδοση αποτελεί και αυτή μέρος αναπόσπαστο της ελληνικής παράδοσης; Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανήκει, κατ’ εμέ, στο σύνολο της ελληνικής παράδοσης και όχι μόνο στη λόγια, όπου ήθελε να τον εντάξει αβασάνιστα ο Γιώργος Σεφέρης . Αν σκεφτεί κανείς μάλιστα πως το κείμενο είναι έντονα δοξαστικό, όπως όταν απευθύνεται κάποιος σε μία θεότητα και την δοξολογεί με το λόγο του, τότε πέστε μου ποιον άλλο τρόπο θα έπρεπε να είχε εφεύρει ο ποιητής για να έχει το ίδιο αποτέλεσμα; Τώρα, αν τελικά δυναμιτίζει και ανατρέπει αυτή την ίδια την παράδοση με τα ίδια της τα μέσα, αυτό αποτελεί μία άλλη ιστορία. Άλλωστε, σύμφωνα με ποια λογική μπορεί ο Σεφέρης ή οποιοσδήποτε άλλος σύγχρονος ποιητής μπορεί να θεωρηθεί, και να είναι πραγματικά, λαϊκότερος του Εμπειρίκου;

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ταυτόχρονα ένας ποιητής λαϊκός, λόγιος, εθνικός, αλλά και υπερεθνικός και συνάμα αριστοκράτης στον τρόπο της σκέψης και της ζωή του, σαν τους αριστοκράτες εκείνους, θα έλεγα, που ηγήθηκαν στο παρελθόν πλείστων όσων λαϊκών επαναστάσεων. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε εξετάζοντας με προσοχή το γλωσσικό του ιδίωμα, τη μορφή των έργων του, την υποκρυπτόμενη, κάποιες φορές, στιχοποιία του, αλλά, κυρίως, τη θεματολογία του συνόλου του έργου του, αν μπορούμε να μιλάμε φυσικά για θεματολογία στη σημερινή ποιητική δημιουργία. Δεν είναι βέβαια της ώρας για να εξεταστεί λεπτομερειακά το πρόβλημα αυτό, ανεπιφύλακτα όμως υποστηρίζω, μετά γνώσεως λόγου, την αλήθεια και την ισχύ της πρώτης φράσης αυτής της παραγράφου. Κάποτε θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι λαϊκοί ποιητές δεν είναι μόνο εκείνοι που υμνούν με πάθος δοξαστικό το μεγαλείο των αγώνων των λαϊκών τάξεων και εθνικοί εκείνοι μονάχα που υμνούν τους πολεμικούς αγώνες του έθνους και της φυλής με πινδαρικές ωδές, παιάνες και εμβατήρια, αφού εθνικό, σύμφωνα με την πασίγνωστη ρήση του Σολωμού είναι ό,τι είναι αληθινό. Και αληθινό είναι το γνήσιο.

Λαϊκός ή εθνικός ποιητής μπορεί να είναι και ο υπερεθνικός ή ο πανανθρώπινος, εκείνος δηλαδή (και σήμερα θα έλεγα μόνο αυτός) που μέσα από τα ποιήματά του αναδύεται ολοκληρωμένος και όχι αποσπασματικά, όχι μονάχα ο αγώνας, αλλά και η αγωνία και ο πόθος κάθε έθνους και κάθε λαού και γενικότερα κάθε ανθρώπου, να αρθρώσει ένα λόγο αβίαστο, ελεύθερο και φυσικό, να αποτινάξει από πάνω του τα δεσμά, όχι μονάχα εκείνα που επιβάλλει η θλιβερή παρουσία του εκμεταλλευτή ή του κατακτητή, του καταπιεστή, αλλά και εκείνα που επιβάλλουν, με τον πιο οδυνηρό, ίσως, τρόπο, οι κοινωνικές και άλλες συμβάσεις του καιρού μας, η μεταφυσική και δογματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής, η απαγόρευση των ονείρων και η καταπίεση των ερωτικών ενστίκτων και επιθυμιών και του γεμάτου με υγεία ερωτισμού των ανθρώπων. Είναι αυτονόητο ότι ο Εμπειρίκος, μετά από όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, με τα συνηθισμένα κριτήρια, ποιητής της παράδοσης, αλλά ανατροπέας της.



Ας ολοκληρώσουμε αυτή την ενότητα με λίγες ακόμα σχολαστικές παρατηρήσεις που έχουν σχέση με τον τίτλο του ποιήματος. Το κείμενο τιτλοφορείται: «Του Αιγάγρου», δηλαδή ποίημα, τραγούδι που αναφέρεται, ανήκει ή υμνεί τον Αίγαγρο, ύμνος, λοιπόν, ή αίνος του Αιγάγρου, δοξαστικό του. Βρισκόμαστε, ακόμα και με τον τίτλο, και μέσα στην αρχαία ελληνική και μέσα στη μεσαιωνική και στη νεότερη παράδοση. Μια παράδοση όμως, αυτό πρέπει να λεχθεί από την αρχή, εντελώς ανεστραμμένη και αγνώριστη, παρά τα εξωτερικά γνωρίσματα που παραμένουν ίδια. Γι’ αυτό, ίσως, και ο ποιητής δεν συμπλήρωσε τον τίτλο του ποιήματος, όπως σχολαστικά και φιλολογικά πασχίζουμε να κάνουμε εμείς, για να λειτουργήσει από την πρώτη κιόλας λέξη του η έκπληξη η ποιητική και να δράσει ανεμπόδιστος ο ποιητικός λόγος υπόγεια και καίρια. Αλλά, ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό, ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι πρωτίστως ποιητής, ενώ εμείς σχολαστικοί φιλόλογοι, απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων των περασμένων δεκαετιών, μαθημένοι να φιλολογούμε τεμαχίζοντας το κείμενο, ως ανατόμοι του.
Γ΄
Ο Αίγαγρος είναι το σύμβολο των ζωοποιών και ζωογόνων δυνάμεων της φύσεως και της κοινωνίας και συνάμα το υπερήφανο εκείνο στοιχείο, το ανυπότακτο που θα πρέπει, κατά τον ποιητή, να χαρακτηρίζει τη ζωή μας και να κυριαρχεί σε αυτήν, ακόμα και στις πιο κοινές, συνηθισμένες και καθημερινές ενασχολήσεις μας. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, με τον αίγαγρο, μας παραπέμπει κατ’ ευθείαν στην αρχαία ελληνική θρησκεία, τέχνη, ζωή και παράδοση (π. χ. ο τραγόμορφος θεός Παν, οι Σειληνοί, οι Σάτυροι, η τραγωδία και το σατυρικό δράμα, ο διθύραμβος, οι θρησκευτικές γιορτές και τελετουργίες, τα Διονύσια, οι λαϊκές αντιλήψεις περί λαγνείας και διάχυτου ερωτισμού των αιγοειδών κ. λπ.) και ταυτόχρονα στη βυζαντινή με τη χρήση του δοξαστικού τρόπου των εκκλησιαστικών ύμνων και της θείας λειτουργίας, αλλά και στη νεότερη παράδοση και ποίηση (Κρυστάλλης, δημοτικό τραγούδι και μάλιστα το κλέφτικο και συναφείς λαϊκές αντιλήψεις) . Ο Αίγαγρος είναι το σύμβολο του πανσεξουαλισμού και της γονιμότητας των φυσικών δυνάμεων στις οποίες θα πρέπει να μοιάσει κάπως ο άνθρωπος.

Ο Αίγαγρος είναι μόνος και μοναχικός, απεχθάνεται τον συνωστισμό και την πίεση του πλήθους, πηδάει υπερήφανος από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, ελεύθερος, ωραίος και μεγαλοπρεπής, σαν άρχοντας, με απεριόριστες φυσικές και άλλες δυνατότητες. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, γράφει η κριτικός και ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού , «μας οδηγεί κυρίως στην ελευθερία μας, μέσα απ’ το λαβύρινθο της μοναξιάς». Απέναντί του, αλλά κάτω, χαμηλά στον κάμπο, το πλήθος είναι έτοιμο να του παραδοθεί, να του υποταχτεί θεληματικά, να τον λατρέψει σαν θεό, να του προσφέρει με την καρδιά του κάθε δυνατή θυσία, ό,τι θα ήταν δυνατόν να τον ευχαριστήσει, πλουσιοπάροχα, να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία. Ψάχνει, όπως είναι φανερό, εναγώνια να βρει έναν καινούριο ηγέτη, να ανακαλύψει και να λατρέψει έναν καινούριο θεό, αμόλυντο και άφθαρτο ακόμη από τις συμβάσεις και τις συνάφειες με το πλήθος, κι αυτόν τον βρίσκει στο πρόσωπο του αίγαγρου.

Όλα αυτά μας φέρνουν κάπως στο νου, παράλληλα με την περιδιάβαση του Παύλου στην Αθήνα του 1ου μ. Χ. αιώνα και τις αντίστοιχες αναζητήσεις των Ελλήνων της εποχής εκείνης για τον άγνωστο θεό, και μια άλλη παράδοση, στενότατα δεμένη με την ελληνική από τότε που οι Έλληνες επεκτάθηκαν στην Ανατολή και ο Χριστιανισμός άρχισε να επικρατεί σιγά-σιγά στις ελληνόφωνες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου, την εβραϊκή παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης και τη λατρεία του μόσχου . Το πλήθος, λοιπόν, τον καλεί από κάτω, τον αποζητάει, όπως ένα μεσσία.

Ο Αίγαγρος αφουγκράζεται με προσοχή τις κραυγές του πλήθους, «κοιτάζει και αφουγκράζεται. Όμως δεν νοιάζεται καθόλου για όλου του κόσμου την βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του, και όλο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν σε στιγμές οχείας» . Ο κάμπος, λοιπόν, ο κόσμος ο επίπεδος, ο χωρίς εξάρσεις και κοιλώματα, αποτελεί, παρά τη βοή και την αντάρα του, των κόσμο των νεκρών και των απελπισμένων, που βρίσκεται πάντοτε χωρίς μέλλον στο έλεος του ενός και του άλλου κυριάρχη. Πώς είναι δυνατόν να τον ενδιαφέρει, έστω και κατ’ ελάχιστο, τον αίγαγρο, πώς είναι δυνατόν να ζήσει ανάμεσά τους, έστω και ως ηγέτης, προπομπός, θεός, το μόνο ζωντανό και ελεύθερο ον στον κόσμο του ποιήματος;

Εδώ, στη στάση που κρατάει ο Αίγαγρος, παρά τις έντονες και απέλπιδες παρακλήσεις του πλήθους, πιστεύω ότι υπάρχει κάποια μακρινή, έστω, ανάμνηση του Νίτσε, κάποια σχέση με τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, το Ζαρατούστρα. Στο ποίημα του Εμπειρίκου: «Οι Μπεάτοι» , ο Νίτσε είναι ένας από τους μπεάτους, τους άγιους δηλαδή της μη συμμορφώσεως, όπως τους αποκαλεί ο ίδιος. Η τελευταία αυτή λέξη που χρησιμοποίησα είναι ενδεικτική των επιλογών του ποιητή και των ηρώων των κειμένων του. Έτσι και ο αίγαγρος αρνείται να συμμορφωθεί, αδιαφορεί για τα παρακάλια, δεν λυγίζει κάτω από το βάρος των παρακλήσεων, δεν υποτάσσεται στα κελεύσματα του πλήθους, αδιαφορεί περιφρονητικά και χαρακτηριστικά για τις εκκλήσεις και τα παρακάλια του, αρνείται να κατεβεί στο επίπεδό τους και πολύ περισσότερο να συγχρωτιστεί και να ταυτιστεί, έστω και ως ηγέτης, οδηγός, με τον κόσμο των νεκρών και επιλέγει να ζει στο δικό του μονάχα, τον μόνο ελεύθερο, άνευ ορίων και άνευ όρων κόσμο, μόνος και απλησίαστος. Το μόνο όριο που υπάρχει είναι αυτό με τον κάτω κόσμο. Αυτός, αν θελήσει να το διαβεί, θα το κάνει γιατί μπορεί. Είναι ζήτημα επιλογής και μόνο. Το πλήθος όμως δεν μπορεί και, από ό,τι φαίνεται, δεν θέλει. Εξάλλου, στο ποίημα κλειδί ολόκληρης της συλλογής: «Οκτάνα»: «Όχι Μπραζίλια, μα Οκτάνα», αναφέρεται με σαφήνεια και πίστη στη «σημασία των τηλαυγών εκλάμψεων του Ζαραθούστρα».

Ο Αίγαγρος είναι η μεγάλη γονιμοποιός δύναμη, είναι η αστείρευτη πηγή της ζωής. Η υπερήφανη στάση του, όπως ακριβώς «το μέγα σήμαντρον της απολύτου ορθοδοξίας» του, έχει τη δύναμη να γονιμοποιήσει το πλήθος και να το απελευθερώσει οριστικά από τα δεσμά, τις συμβάσεις και τις μικρότητες της μικρόνοης καθημερινότητας. Είναι το αεικίνητο «ακίνητο κινούν», ο απόλυτος κύριος, εξουσιαστής και ρυθμιστής των πάντων. Χαρακτηριστικά είναι και τα ρήματα που αναφέρονται ή περιγράφουν τη συμπεριφορά και τη στάση του αίγαγρου: πήδηξε, στάθηκε, κοιτάζει, αφουγκράζεται, νοιάζεται, στέκει, οσμίζεται, υψώνει το κεφάλι, αφήνει μέγα βέλασμα, πετιέται.

Και μόνο η αναφορά αυτών των ρημάτων, που βαραίνουν και ορίζουν, κυριολεκτικά, ολόκληρο το κείμενο, δείχνει συγχρόνως ολοκάθαρα και την αόρατη και σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση του ποιητικού λόγου που οδηγεί στα δοξαστικά λόγια του δεύτερου μέρους, όπου ταυτίζονται οι λάμψεις που πετούν τα μάτια του αίγαγρου με τις «αστραπές του Ιεχωβά» και τον «ίμερο τον άσβηστο του Δία». Έτσι ο ποιητής βρίσκεται την ίδια στιγμή μέσα και στις δύο πανάρχαιες παραδόσεις που αναφέρθηκαν πιο πριν, την εβραϊκή και την ελληνική, και ο αίγαγρος κατέχει ταυτόχρονα την αυστηρότητα και το απόμακρο, σε σχέση με τον άνθρωπο, του Ιεχωβά, αλλά και την ερωτική και σεξουαλική, δηλαδή την πιο ανθρώπινη διάσταση που δείχνει πάντα ο Δίας απέναντι στον άνθρωπο.

Η κίνηση στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, μετά από μία διαδοχική και συνεχή ροή ανεπανάληπτων εικόνων, γεγονότων, ιδεών, στίχων, φράσεων, μεταβολών και μεταμορφώσεων, οδηγεί στο επιθυμητό πάντοτε τέρμα, όπου βασιλεύει αδιαφιλονίκητα η απόλυτη ακινησία, η απόλυτη μοναξιά του πραγματικού ηγέτη και η απόλυτη, η μία και μοναδική αλήθεια, όπως την αισθάνεται και τη βιώνει ο ίδιος φυσικά. Όμως αυτό το απόλυτο δεν βρίσκεται, όπως είναι φυσικό άλλωστε, στο μίζερο κόσμο της αδιάφορης καθημερινότητας, αλλά σε έναν άλλο κόσμο, επίσης πραγματικό και σπουδαίο, στον κόσμο του υπερρεαλιστικού οράματος και του ονείρου.

Γι’ αυτό και όλοι οι ήρωες των αφηγηματικών ποιημάτων και των πεζών κειμένων του Ανδρέα Εμπειρίκου ζουν τελικά μέσα στο ηρωικό και αισιόδοξο μεγαλείο της απέραντης όσο και το όνειρο, μοναξιάς τους, έξω, πέρα και πάνω από τη μικροπρέπεια και τη δουλοπρέπεια του πλήθους, οι οποίες έτσι αδυνατούν να τους αγγίξουν. Γι’ αυτό και το πλήθος είναι πάντα, και παραμένει ως το τέλος, σε αντίθεση με τους μοναχικούς ήρωες του ποιητή, ακίνητο, γιατί του λείπει, ίσως, η πραγματική βίωση της αληθινής ζωής που προϋποθέτει την κίνηση και γι’ αυτό και το χαρακτηρίζουν τάσεις και επιθυμίες και προσμονές μεσσιανικές. Αδυνατεί να κινηθεί από μόνο του, να μπει, με κάποιο τρόπο, μέσα στη ζωή και να την ζήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του και ψάχνει συνεχώς, και τον αναζητεί με επιμονή, τον μεσσία, τον λυτρωτή, τον οδηγό, τον αρχηγό. Μόνο ο έρωτας είναι η μόνη από τις ανθρώπινες λειτουργίες που μπορεί να του δώσει την κίνηση που ποθεί και μόνο με τον έρωτα μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι πραγματικά και αρμονικά, μόνο ο έρωτας έχει τη δύναμη να τους αδελφώσει, να τους ενώσει μεταξύ τους, αλλά και με το σύμπαν, σε μια απέραντη λυτρωτική και αδιαίρετη ενότητα ώστε να τους ολοκληρώνει από κάθε άποψη και να τελειώνει έτσι κάποτε και το μαρτύριο της δικιάς τους μικρόχαρης μοναξιάς, που δεν είναι βέβαια της ίδιας ποιότητας με τη μοναξιά του αίγαγρου.

Χαρακτηριστικό είναι στην προκειμένη περίπτωση το τέλος του αφηγήματος του ποιητή: «Αργώ ή Πλους Αεροστάτου»: «Και οι τέσσαρες ησθάνοντο τώρα, ωσάν να υπήρξαν πάντοτε αδελφοί. Έπειτα εκοίταξαν τον ουρανόν, όπου ο ήλιος έλαμπε καταυγάζων με το απόλυτον φως το σύμπαν, και, ξαφνικά, στρεφόμενοι και οι τέσσαρες προς νότον, έμειναν άναυδοι» . Πάλι η κίνηση, η ανάταση, η απόλυτη σιγή μπροστά στα έκθαμβα από το εκτυφλωτικό φως της αποκάλυψης της αλήθειας μάτια. Το «Του Αιγάγρου» είναι ένα ποίημα-γεγονός, όπως ο ίδιος ο ποιητής οραματιζόταν την ποίησή του στο προλογικό κείμενο των «Γραπτών», το «Αμούρ-Αμούρ» δηλαδή, είναι «ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στην θέση μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ορισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων δια της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας» .



Ο Αίγαγρος δεν αποκρίνεται, δεν καταδέχεται μάλλον να αποκριθεί στις ικεσίες και τα παρακάλια του πλήθους, αφήνει μονάχα ένα μεγάλο βέλασμα, «που αντηχεί επάνω και πέρα απ’ τα φαράγγια σαν γέλιο λαγαρό». Και ύστερα η σιωπή που, στην ποίηση του Εμπειρίκου, αποτελεί τη μυστηριακή εκείνη κατάσταση της φύσης και της ζωής που εγκυμονεί τη δημιουργία, τον έρωτα και τον θάνατο ταυτόχρονα, «το φανερόν, το τηλαυγές, το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα» . Στο ποίημά του: «Πουλιά του Αμαζονίου», γράφει χαρακτηριστικά:

«Παρομοιάζουν την σιγή με βράχο
Κι όμως ανθούν στην κορυφή της
Τα στίφη της ζωής και του θανάτου».

Η σιγή ταυτίζεται επίσης με «το μέγα φως, το άκτιστον» , είναι μία συνεχής ροή και κίνηση, είναι συγχρόνως και το δοξαστικό: «Χριστός ανέστη», αλλά και το «Χριστός γεννάται» . Και η θρησκευτική υμνολογία, αλλά και η ερωτική πράξη επιτελούνται πάντα μέσα στην απόλυτη σιγή του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και των παρευρισκομένων και με κατάνυξη και επιπλέον, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «ο θρησκευτισμός… διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο με τον διάσπαρτο σε όλη την έκταση του έργου του ερωτισμού: συγκολλά τα διεστώτα και συμφιλιώνει τα αντίθετα» . Θα ήθελα να προσθέσω μονάχα εδώ ότι ταυτόχρονα οι δύο αυτές λειτουργίες της ποίησης του Ανδρέα Εμπειρίκου, δηλαδή ο θρησκευτισμός και ο ερωτισμός, και όχι μόνο αυτές βέβαια, μας οδηγούν και πάλι στις απαρχές της ελληνικής σκέψης, παράδοσης και θρησκείας (μην ξεχνάμε ότι και ο Έρωτας ήταν θεός για τους αρχαίους) και ιδιαίτερα στον Ηράκλειτο και τον Εμπεδοκλή.

Ο Αίγαγρος είναι έξω, πέρα και πάνω από το πλήθος. Στο ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» , ο ποιητής, παρά το γεγονός ότι, φαινομενικά τουλάχιστον, βρίσκεται μέσα στο πλήθος, στην πραγματικότητα όμως είναι και πάλι έξω και πάνω απ’ αυτό, καθ’ όσον δεν συγχρωτίζεται με κανέναν, η σκέψη του είναι αλλού, κι έτσι είναι και πάλι μόνος και μονάχα η ματιά του διασταυρώνεται με νόημα με τις ματιές κάποιων αγνώστων του περαστικών που του μοιάζουν, υπό την μυστηριακή σιγή «του οίστρου της ζωής, του φόβου του θανάτου».

Ο Αίγαγρος είναι Απόλλωνας και Διόνυσος μαζί, κατά τη νιτσεϊκή αντίληψη, φαντάζομαι, «έφηβος στεφανηφόρος, έφηβος σπερματικός» που δεν εξαπατάται ποτέ «από την Σφίγγα των τελμάτων», από τους «σοφιστάς και λαοπλάνους» , είναι η έξοχη Αμαρυλλίς που «επί ενός βράχου ισταμένη, σε φως αιθρίας απολύτου, λύει τον κότσον της γυμνή και εμμελής» , αδιαφορώντας πλήρως για το πλήθος που την παρακολουθεί με θαυμασμό και σέβας, είναι η Άσπρη Φάλαινα, «ρήγισσα των βαθέων βυθών και πάσης φωτεινής επιφανείας (…), άσπρη αφρόεσσα Αφροδίτη, (…), όραμα θείον, Άνασσα Πρώτη, κόρη της απολύτου αθωότητας, της απολύτου ελευθερίας, της απολύτου ηδονής» , το βέλασμά του είναι το μέγα βέλασμα που «ακούγεται πάντοτε και εις τους αγρούς, και μεσ’ στις πόλεις, κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού και κάτω από τ’ αστέρια (…), καλύπτοντας τον θρήνο των ατλάντων (…), που την ελπίδα σπέρνει στις ψυχές αυτών που το ακούνε» , όπως όταν ακούν το λόγο του Θεού. Ο Αίγαγρος θα μπορούσε να ήταν, ίσως, και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης που «έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (…) ακούων με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ μεσ’ στην ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των Παραδείσων» , ο μέγας πίθηκος Κινγκ Κονγκ , τα δύο άλογα του Giorgio de Chirico , η «ονειροπαρμένη», «χιμαιρική, μα όχι υπερφίαλη» , η ιππεύτρια Άννα, ο νεανίας του ίδιου θιάσου, ο Ηρακλής , ο μέγας Παν, ο ναύαρχος Βιερχού και ο Ντον Ραμίρεθ της «Αργούς» κι ακόμη το υπερωκεάνιο που τραγουδάει και πλέχει:

«Μεσ’ στο λιοπύρι και το φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων».

Κι ακόμη ο Αίγαγρος μπορεί να είναι «Το άρρωστο κριάρι που στεγάζεται σήμερα στο μητροπολιτικό ναό» και που «θα αντικατασταθεί με μια γυναίκα διαρκώς συνουσιαζόμενη και γύρω από την κεντρική οδό θα παίζουν οι πολιτικοί κατάδικοι το θείον δράμα της αναστάσεως ενός κομμένου κεφαλιού με μουσικήν υπόκρουση σελέστας» και τέλος, ποιος άλλος, ο Ανδρέας Μπρετόν:

«Φανατικό πουλί της Οικουμένης…
Όρθιο μεσ’ στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι».

ή ακόμη ο Οιδίπους Ρεξ, ο Νεοπτόλεμος Α΄, βασιλεύς των Ελλήνων, ο Λουδοβίκος Βέρνον, «μέχρι θανάτου εραστής της εξαισίας Αλμπέρτας», ο Σαμουήλ Χάρδιγκ, «παντοτεινός πατέρας και εραστής της κορασίδος», ο Δανιήλ Κάρτερ, η «δόξα των μορμόνων» , ο ίδιος ο ποιητής, σε τελευταία ανάλυση, και άνθρωπος του υπερρεαλιστικού οράματος, με το ένατου πρόσωπο και τα πολλαπλά του προσωπεία. Όραμα και ποίηση καθαρά πολιτικά πράγματα.
Δ΄
Μερικές ακόμη παρατηρήσεις σχετικές με τη δομή «Του Αιγάγρου»: Ομολογουμένως, το υλικό του ποιήματος-κειμένου είναι άριστα οργανωμένο και οι λεπτομέρειες της ανάπτυξής του ξεδιπλώνονται με μεγάλη επιδεξιότητα. Άλλωστε ο Εμπειρίκος, έχοντας εγκαταλείψει ήδη από την εποχή της «Ενδοχώρας» αυτό που οι υπερρεαλιστές της εποχής αποκαλούσαν «αυτόματη γραφή», οργανώνει, όπως και αρκετοί άλλοι υπερρεαλιστές, το υλικό του πάντοτε γύρω από μία κύρια, μία κεντρική ιδέα, μία ιστορία, ένα γεγονός, ένα συναίσθημα που στη συνέχεια αναπτύσσεται μέχρι τα πιο ακραία τους σημεία, σταδιακά και αργά, ώστε να προκαλεί το άμεσο ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Το ποίημα «Του Αιγάγρου» έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα έργα της ωριμότητας του ποιητή (για να είμαστε πιο ακριβείς, όλα τα δημοσιευμένα μέχρι στιγμής έργα του ανήκουν, μέσα από μία σταθερή εξελικτική πορεία, στην ώριμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, αφού τα κείμενα της νιότης του δεν σώθηκαν) και, ιδιαίτερα, τα «Γραπτά», την «Αργώ» και, φαντάζομαι και τον ανέκδοτο μέχρι στιγμής «Μεγάλο Ανατολικό», καθώς και τα αφηγηματικά ποιήματα της «Οκτάνας», στον κύκλο άλλωστε της οποίας ανήκει. Το ποίημα είναι συγχρόνως αφηγηματικό, με τη μορφή διηγήματος, στο οποίο υποκρύπτεται, σε υποτυπώδη βέβαια κατάσταση, ένας μύθος, μία ιστορία σε εξέλιξη δηλαδή, είναι, επίσης, δραματικό, αφού υπάρχει μία σχεδόν φανερή αντίθεση του Αίγαγρου με το πλήθος που τον επικαλείται και μία κρυφή, ίσως, σύγκρουση ανάμεσά τους, καθώς και ένας υποτυπώδης διάλογος ή, καλύτερα, μονόλογοι που δεν βρίσκουν απόκριση, γιατί οι δύο κόσμοι, του Αίγαγρου και του πλήθους, δεν επικοινωνούν καθόλου μεταξύ τους, υπάρχει ανάμεσά τους ένα τείχος που τους χωρίζει, και φυσικά λυρικό, και μάλιστα του είδους που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως δοξαστικό, όπως οι «Επίνοικοι» του Πινδάρου.

Ο λόγος και εδώ, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα κείμενα της συλλογής «Οκτάνα», είναι ρητορικής υφής και δομικά αποτελείται από τα τρία βασικά στοιχεία των ρητορικών λόγων, την περιγραφή δηλαδή, την αφήγηση και τη δοξαστική προσφώνηση («Γεια και χαρά σου Αίγαγρε»), που αντικαθιστά την αρχική προτροπή του πλήθους («Έλα σε μας…») στη συνείδηση του ποιητή.

Η δομή του ποιήματος είναι φαινομενικά απλή. Στην πρώτη παράγραφο έχουμε τη λεπτομερή περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του Αίγαγρου και των μεγαλόπρεπων και υπερήφανων κινήσεών του πάνω στα ψηλά βουνά. Στη δεύτερη, περιγράφεται, αντιθετικά, ο κάμπος «με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρειές καδένες», ένας κόσμος δηλαδή στη δουλεία και τις ψευδαισθήσεις του, που επιθυμεί να ανέβει ψηλά όμως και να απελευθερωθεί, αλλά δεν το μπορεί χωρίς τον οδηγό του. Στην Τρίτη παράγραφο, ο λόγος ξαναγυρίζει στον Αίγαγρο, για να ακολουθήσει στην επόμενη η κραυγή-προτροπή του πλήθους, που αποτελεί συνάμα και την πρώτη αγωνιώδη έκκλησή του για τη σωτηρία του.

Στην Πέμπτη και πάλι ο Αίγαγρος, ύστερα η έκκληση για δεύτερη φορά, πάλι οι άνθρωποι του κάμπου και, τέλος, ο Αίγαγρος που «ακόμη πιο ψηλά πετιέται». Στο σημείο αυτό τελειώνει ουσιαστικά το αφηγηματικό μέρος του ποιήματος και αρχίζει, φυσικά και αβίαστα, το δοξαστικό, στο οποίο ο ποιητής δοξολογεί και υμνεί, στη δέκατη ακριβώς παράγραφο, και όλους εκείνους που «πήραν τα βουνά, να μην τους φάει ο κάμπος» και, όπως ένας χορός αγίων ή αγγέλων, «δοξολογούν τον οίστρο σου και το πυκνό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης».

Είναι σχεδόν σαφές ότι ο κάμπος ταυτίζεται απόλυτα με τον Κάτω κόσμο , τον κόσμο των νεκρών, ενώ ο κόσμος του Αίγαγρου με εκείνο των ζωντανών, των ηγητόρων, που καθοδηγούν, αν το καταδεχτούν, τα πλήθη. Εδώ ο λαός είναι μία ενιαία μάζα και όχι πολλές αυτοδύναμες και αυτοκινούμενες ατομικότητες, είναι ένα άβουλο πλήθος. Είναι μήπως στοιχείο του αριστοκρατισμού του Εμπειρίκου αυτό; Νομίζω ναι!

Οι επόμενες δύο παράγραφοι είναι κι αυτές δοξαστικές. Ας σημειωθεί εδώ ότι τα δοξαστικά μέρη του ποιήματος δεν εγκλείονται εντός εισαγωγικών, όπως οι αντίστοιχες εκκλήσεις του πλήθους, γιατί ανήκουν αποκλειστικά στον ποιητή, τον μόνο ικανό και αρμόδιο να του απευθύνει το λόγο, σαν ίσος προς ίσο, αφού είναι ο μόνος που βρίσκεται μέσα και ταυτόχρονα έξω και πάνω από το πλήθος. Το ποίημα κλείνει με την βιβλικής υφής και προέλευσης φράση: «Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω», που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι δημιουργεί κάποια προβλήματα ερμηνευτικά.

Όμως είναι φανερό ότι ο ποιητής, με αυτή τη φράση, από τη μια πλευρά είπε ό,τι είχε να πει και έπρεπε να το πει και ότι από εδώ και πέρα εναπόκειται στον Αίγαγρο να αποφασίσει, το πλήθος συνεχίζει να παρακαλεί, αλλά, ως φαίνεται δεν μετανοεί κι εκείνος πρέπει να αποφασίσει αν θα εξακολουθήσει να πατά τα νυχοπόδαρά του «στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά», ή αν κατεβεί κι αυτός στον κάμπο να φθαρεί και να θυσιαστεί για τη σωτηρία του πλήθους που δεν πρόκειται να σωθεί ποτέ, γιατί έτσι γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις.

Ο ίδιος ο ποιητής δεν ευθύνεται πλέον για ό,τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά όμως πιστεύω ότι, με τη χρησιμοποίηση αυτής της φράσης που βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, θεοποιείται απόλυτα ο Αίγαγρος, ενώ ο ποιητής γίνεται προφήτης και προπομπός και ταυτόχρονα εκφραστής και αυτεξούσιος εκπρόσωπος του πλήθους. Αποχτάει δηλαδή μία δισυπόστατη υφή.

Ο Αίγαγρος είναι η απόλυτη, η άνευ ορίων, άνευ όρων ελευθερία, ο απόλυτος έρωτας και η απόλυτη πολιτική ευθύνη. Αν ο ποιητής τον παρουσίαζε σε κάποια άλλη στιγμή κατά την οποία θα επέλεγε μία άλλη στάση, ακόμη και αυτήν που, ενδεχομένως, θα περίμενε ο αναγνώστης, νομίζω ότι τότε θα διαταρασσόταν κάπως η λεπτή ισορροπία του ποιήματος και θα χανόταν ανεπανόρθωτα κάτι από τη μαγεία του που, κατά ένα μέρος και κατά τρόπο υποβλητικό, αυτή την εντύπωση μου δίνει τουλάχιστον εμένα, ξεκινάει και από τη δυνατότητα που δίνει ο ποιητής στον αναγνώστη του να κάνει εκείνος την τελική του επιλογή και να δώσει στο ποίημα και τις προεκτάσεις που επιθυμεί αυτός, κατά τη διάθεση και την προαίρεσή του.

Ο Αίγαγρος είναι μία από τις καλύτερες στιγμές της ποίησης του Ανδρέα Εμπειρίκου και ταυτόχρονα ένα κείμενο απόλυτης ελευθερίας και ευθύνης, ένα ποίημα-γεγονός και ένα σπουδαίο επίτευγμα λυρισμού και ποιητικότητας στο οποίο ενυπάρχουν, παρά την φαινομενικά πεζολογική αφηγηματικότητά του, μοναδικές στο είδος τους δεκαπεντασύλλαβες λυρικές εξάρσεις, οι οποίες δίνουν και το τελικό χρώμα στο ποίημα. Άλλωστε, ο δεκαπεντασύλλαβος, στίχος της λαϊκής, της λόγιας και της εκκλησιαστικής παράδοσης, είναι ο στίχος που έχει τη δυνατότητα και την ευχέρεια να υμνήσει, να αφηγηθεί και να δοξάσει το μεγαλείο και το μέγεθος το απόλυτο της ελευθερίας και της μοναξιάς του Αίγαγρου καθώς και τις γονιμοποιές δυνάμεις που διαθέτει. Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι συνάμα και ιστορικά ο στίχος του κλέφτικου τραγουδιού και της επαναστατικής έξαρσης των βουνών στις περιόδους των εξεγέρσεων των Ελλήνων.

Το ποίημα: «Του Αιγάγρου» μας παραδόθηκε σε δύο μορφές, η πρώτη, η πιο παλιά από τις παραλλαγές αυτές δεν έχει ούτε πολλές ούτε σημαντικές διαφορές από τη δεύτερη, στην οποία αναφερθήκαμε ως τώρα και που γράφτηκε, σύμφωνα με την υποσελίδια δήλωση του ποιητή, στις 12 Ιουλίου του 1960, στη Γλυφάδα. Από το πρώτο κείμενο λείπει κυρίως η τόσο ευρεία αναφορά του δεύτερου στους προδρόμους, τους συνοδοιπόρους και τους συγγενείς του υπερρεαλιστικού κινήματος. Στο παλαιότερο κείμενο αναφέρονται μονάχα ο Κρυστάλλης και ο Σικελιανός και «λίγοι άλλοι», χωρίς να αναφέρονται τα ονόματα αυτών των λίγων, αλλά στο τελικό κείμενο του 1960 προστίθενται ακόμη, κατά χρονολογική σειρά και οι εξής: Σολωμός, Κάλβος, Περικλής Γιαννόπουλος, Βάρναλης, Νίκος Εγγονόπουλος, Νικήτας Ράντος, Οδ. Ελύτης και Νάνος Βαλαωρίτης. Σε αυτούς τους ποιητές αναφέρεται συχνά ο Εμπειρίκος.

Σε άλλα του κείμενα όμως βρίσκουμε και άλλους, όπως: Γκίνσμπεργκ, Κόρσο, Busshe, Κέρουακ, Cody, Whitman, ή τους αυτόχειρες: Καρυωτάκη, Μαγιακόφσκι, Τρακλ, Εσσένιν, Κρεβέλ. Ή τους: Μπρετόν, Λαφόργκ, Baudelaire, Βερλαίν, Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Ρουσσέλ, Ζαρύ, Μισώ, Μπλέικ, Σέλεϋ, Μέλβιλ, Θορώ, Χ. Μίλλερ, Χέγκελ, Κίρκεγκαρντ, Τολστόι, Φρόυντ, Καβάφη, Μαρξ, Λένιν, Κροπότκιν, Μπακούνιν, Bohme, Νίτσε, Ουγκώ, Μωάμεθ, Ιησού, Μπλοκ και τους τρεις παίδες εν καμίνω της Παλαιάς Διαθήκης. Η προσεκτική μελέτη των ονομάτων αυτών των δημιουργών και των έργων τους ή των συμβολισμών που πιθανόν να κρύβονται και στα ονόματα και στα πρόσωπα και στα έργα τους μπορεί να δώσει κάποια νήματα για να βγει κανείς με μεγαλύτερη ευκολία και σιγουριά από τους λαβύρινθους που δημιουργεί με επιδεξιότητα η γραφή και η ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου. Αντίληψη που συμμερίζεται και υποστηρίζει και ο σημαντικότερος από τους μελετητές του έργου του, ο καθηγητής και ποιητής Γιώργης Γιατρομανωλάκης .

Πολύ πρόχειρα μία τελευταία παρατήρηση: Οφείλω να αναφέρω ότι ο Εμπειρίκος δεν παραθέτει παρά ονόματα ποιητών και οραματιστών, που είναι το ίδιο για τον ίδιο και που, ως άλλοι Αίγαγροι πήραν κάποτε, αγέρωχοι και υπερήφανοι, τα ψηλά βουνά, ενώ το πλήθος των ορθολογιστών και οι μεμψίμοιροι, οι προσγειωμένοι στους κάμπους της μικροπρέπειας και της μίζερης πραγματικότητας δεν κατόρθωσαν ποτέ τους να τους κατανοήσουν, έστω και στο ελάχιστο των οραματισμών τους, κι έτσι τους πίκραναν, τους περιγέλασαν με απρέπεια, τους προπηλάκισαν, κάποιους τους σκότωσαν ή τους ανάγκασαν, με τον τρόπο τους, να αυτοκτονήσουν, τους σταύρωσαν, τους βασάνισαν ή τους έριξαν στο καμίνι να καούν.

Είναι εντέλει αυτοί που δεν συμμορφώθηκαν ποτέ με την υποταγή, με τα κοινά μέτρα και τη μετριότητα, με την υπάρχουσα θλιβερή πραγματικότητα που ήθελαν να αλλάξουν, αλλά δεν μπόρεσαν, που αρνήθηκαν με κάθε τρόπο να υποταχθούν και γι’ αυτό έμειναν, μέσα στους αιώνες των αιώνων, ως οι ζωντανές και διαρκείς παρουσίες των «μπεάτων», των αγίων της «μη συμμορφώσεως», που κάποτε, όταν θα έρθει πάνω στη γη η εποχή της παντοτινής βασιλείας της «Οκτάνας», θα αποτελέσουν το αντικείμενο της παντοτινής λατρείας εφήβων και κορασίδων. Ουτοπία; Δεν λέω όχι, αλλά και ποιος ξέρει πάλι; Νομίζω ότι αυτό είναι συνάμα και ένα από τα μηνύματα που θέλει να μας στείλει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, όχι βέβαια μόνο με το ποίημα : «Του Αιγάγρου», αλλά με όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα της συλλογής «Οκτάνα» και, σε τελευταία ανάλυση, με το σύνολο του έργου του, δημοσιευμένου και αδημοσίευτου, αλλά και με τον τρόπο που έζησε τον εν τω κόσμω τούτω βίον του.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Νεοελληνική Παιδεία, τεύχος 16, Χειμώνας του 1989, σελ. 59