22.7.24

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Ἡρακλῆς Μαινόμενος. Μετάφραση Κώστα Βάρναλη 1911

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Τελευταία σκηνή, Θησέας, Αμφιτρύων και Ηρακλής σε έναν συγκλονιστικό διάλογο. (Με αφορμή την σπουδαία παράσταση ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ του Ευριπίδη, στο αρχαίο

Θέατρο Δίου, (το θέατρο των παραστάσεων του Ευριπίδη!) στα πλαίσια του 53ου Φεστιβάλ Ολύμπου.

ΘΗΣ. Δεν είναι από άλλον θεό το πάθημά σου τούτοπαρά απ᾽ την Ήρα· καλά το καταλαβαίνεις.
Θα σε ορμηνέψω κάτι που θα σ᾽ αλαφρώσει.
Κανείς θνητός δεν είναι ανάγγιχτος στην τύχη
ούτε θεός, αν οι αοιδοί λέγουν αλήθεια.
Δεν κάμαν γάμους άνομους αναμεσό τους;
με δεσμά τους πατέρες των για το βασίλειο
δεν ατιμάσαν; όμως κατοικούν ωραία
τον Όλυμπο κι ανέχονται τα σφάλματά τους.
1320

Μα τί θα πεις αν, άνθρωπος όντας, την τύχη
δεν υποφέρεις κι οι θεοί την υποφέρουν;
Άσε λοιπόν τη Θήβα, που το θέλει ο νόμος,
κι εμέν᾽ ακλούθησε στην πόλη της Παλλάδας.
Κει καθαρίζοντας απ᾽ το έγκλημα τα χέρια
παλάτι θα σου δώσω κι απ᾽ τα χρήματά μου.
Κι όσα δώρα έλαβα όταν έσωσα τους νέους
τούς δυο φορές εφτά, σκοτώνοντας τον ταύρο
της Κνωσού, θα σου τα δώσω σένα. Και σ᾽ όλη
τη χώρα μού έχουνε χωράφια χωρισμένα·
1330αυτά στο εξής θα πάρουν τ᾽ όνομά σου, ενόσω
εσύ θα ζεις· κι όταν πεθάνεις και στον Άδη
πας, με θυσίες και πέτρινους βωμούς η πόλη
των Αθηναίων θα σε ανυψώσει τιμημένον.
Γιατί τους είναι ωραίο στεφάνι, απ᾽ την Ελλάδα
δόξα να λάβουν ωφελώντας άξιον άντρα.
Κι εγώ τη σωτηρία μου μ᾽ αυτήν τη χάρη
θα σου πληρώσω· τι έχεις χρεία τώρ᾽ από φίλους.
ΗΡΑ. Αλί! είναι αυτά σου ασήμαντα στις δυστυχιές μου.
Εγώ όμως δεν πιστεύω οι θεοί άνομους γάμους
να στέργουν· κι ότι δένουν σε δεσμά τα χέρια
των άλλων, ούτε το είπα κι ούτε θα με πείσουν,
κι ότι ο ένας είναι τ᾽ αλλουνού φυσικά αφέντης.
Γιατί κανέν᾽ ανάγκη ο θεός δεν έχει, αν είναι
αλήθεια θεός· των αοιδών τα λόγια είν᾽ άθλια.
Κι εγώ, αν και βρίσκομαι σε τέτοιες δυστυχίες,
σκέφθηκα μην αφήνοντας το φως με πάρουν
δειλόν, γιατί όποιος τα κακά δεν τα υποφέρει
1350δεν θα μπορούσε να σταθεί ενάντια σε βέλος,
τον θάνατο υπομένοντας· και λοιπόν θά ᾽ρθω
στην πόλη σου χρωστώντας μύριων δώρων χάρη.
γιατί και μύριους γεύτηκα πόνους ως τώρα:
κανέναν δεν αρνήθηκα κι ούτε απ᾽ τα μάτια
έχυσα δάκρυα κι ούτε πίστεψα ποτές μου
να φτάσω σε σημείο εγώ να χύσω δάκρυα.
Μα τώρα πρέπει να γενώ δούλος της τύχης.
Ω! βλέπεις τώρα, γέροντα, τον φευγωμό μου
και βλέπεις με των τέκνων μου φονιά τον ίδιο,
1360θάψε τα, νεκροστόλιστα, με πικρά δάκρυα
τίμα τα, γιατί εμένα ο νόμος δεν μ᾽ αφήνει·
κι ακούμπησέ τα στης μητέρας των τα στήθη
σε συντροφιά σπαραχτική, που ο ίδιος ο μαύρος
τη σκότωσ᾽ άθελα. Κι αφού τους παραχώσεις,
κάθου στην πόλη αυτή, άθλια μεν, μα τί να γίνει!
Ο που σας έσπειρε κι εγέννησε, ω παιδιά μου,
σας σκότωσε προτού προφθάστε να χαρείτε
όσα εγώ σας ετοίμαζα καλά με κόπους,
1370δόξα ζωής κι απόλαυση του πατρός τίμια.
Και σένα, ω δύστυχη, σε σκότωσ᾽ άδικα, όχι
όπως εσύ την κλίνην μου τίμια εκρατούσες,
μακριά κλεισίματα υπομένοντας στο σπίτι.
Αλί σ᾽ εμέ, στα τέκνα μου και στην καλή μου!
πόσο δυστύχησα και ξεζεμένος είμαι
από γυναίκα και παιδιά· ω φιλιών ολέθριες
γλυκάδες, και των όπλων μου συντροφιά ολέθρια!
Αμηχανώ, να τα κρατήσω ή να τα ρίξω,
που τα πλευρά μου εγγίζοντας τέτοια θα λένε·
1380«μ᾽ εμάς τ᾽ αθώα παιδάκια σου και την καλή σου
σκότωσες· και κρατείς εμάς τα παιδοφόνα».
Κι έπειτα εγώ στα χέρια μου θενα τα φέρνω;
τί λέγοντας; μα γυμνωμένος απ᾽ τα όπλα,
οπού μ᾽ αυτά κατόρθωσα τα πιο καλά έργα,
στους εχθρούς δινόμενος αισχρά ν᾽ αποθάνω;
δεν πρέπει να τ᾽ αφήσω, μα άθλια θα τα πάρω.
Μια χάρη κάνε μου, ω Θησέα· μαζί μου στο Άργος
έλα την αμοιβή να πάρω του Κερβέρου,
μην πάθω τίποτε απ᾽ τη λύπη μου μονάχος.
Ω γη του Κάδμου και λαέ των Θηβαίων, όλοι
1390κουρευτείτε, πενθήσατε, στον τάφο ελάτε
των παιδιών μου κι όλους μ᾽ ένα κλάμα κλάψτε,
και τους νεκρούς κι εμένα· ωιμέ, χαθήκαμε όλοι
με μια της Ήρας όμοια τύχη χτυπημένοι!

ΘΗΣ. Σήκω κακόμοιρε· αρκετά δάκρυα έχεις χύσει.
ΗΡΑ. Δεν θα μπορέσω· πάγωσαν οι κλείδωσές μου.
ΘΗΣ. Οι δυστυχιές και τους πολύ δυνατούς ρίχνουν.
ΗΡΑ. Αλί!
πέτρ᾽ ας γινόμουν δω ξεχνώντας τα δεινά μου.
ΘΗΣ. Πάψε! δώσε το χέρι σου σε βοηθό φίλο.
ΗΡΑ. Κοίτα μην το αίμα μου τα ρούχα σου λερώσει.
1400ΘΗΣ. Σκουπίσου απάνω, μη λυπάσαι· δεν με νοιάζει.
ΗΡΑ. Τα παιδιά μου στερημένος παιδί μου σε έχω.
ΘΗΣ. Βάλε στον ώμο μου το χέρι, οδηγός θα ᾽μαι.
ΗΡΑ. Φιλικό ζεύγος, μα δυστυχισμένος ο ένας!
Ω γέροντα, τέτοιο άντρα φίλο πρέπει να ᾽χεις!
ΑΜΦ. Γιατί καλότεκνη πατρίδα τον εγέννα.
ΗΡΑ. Γύρνα με πίσω να ιδώ πάλι τα παιδιά μου.
ΘΗΣ. Γιατί; μήπως θα σ᾽ αλαφρώσει αυτό το φίλτρο;
ΗΡΑ. Ω! τα ποθώ· και την αγκάλη του πατέρα.
ΑΜΦ. Νά την, ω τέκνο μου· ποθείς τα ίδια μ᾽ εμένα.
1410ΘΗΣ. Έτσι λοιπόν, τους άθλους σου δεν τους θυμάσαι;
ΗΡΑ. Μικρότερα ήσαν τα δεινά εκείν᾽ από τούτα.
ΘΗΣ. Έπαινο δεν θα πει όποιος δει σε σαν γυναίκα.
ΗΡΑ. Ταπεινός σού είμαι τόσο; πριν δεν το θαρρούσες.
ΘΗΣ. Και βέβαια· πού ειναι ο ξακουστός Ηρακλής κείνος;
ΗΡΑ. Και συ όντας μες στις δυστυχίες του Άδη ποιός ήσουν;
ΘΗΣ. Απ᾽ τον καθένα ήμουν χειρότερος στο θάρρος.
ΗΡΑ. Πώς λοιπόν λέγεις ότι ετρόμαξα απ᾽ τα πάθη;
ΘΗΣ. Πρόβαινε! 

ΗΡΑ. Χαίρε, ω γέροντα! 

ΑΜΦ. Και συ, παιδί μου!
ΗΡΑ. Θάψε, όπως σου είπα, τα παιδιά. 

ΑΜΦ. Και ποιός εμένα;
1420ΗΡΑ. Εγώ!

 ΑΜΦ. Και πότ᾽ ερχάμενος; 

ΗΡΑ. Όταν τα θάψεις.
ΑΜΦ. Πώς; 

ΗΡΑ. Θα σε φέρω στην Αθήν᾽ από τη Θήβα.
Μα τώρα τα βαριά παιδιά παράχωσέ τα·
κι αφού έσβησα μες στις ντροπές εγώ το σπίτι,
ολέθρια βάρκα θα συρθώ στον Θησέα πίσω.
Κι όποιος πλούτον ή δύναμη παρά άξιους φίλους
ν᾽ απολαβαίνει προτιμά κακή έχει σκέψη.
ΧΟΡ. Ας πάμε θλιβεροί και πολυδάκρυτοι,
αφού τους πιο μεγάλους φίλους χάσαμε!