29.4.24

«τα κύματα» της Βιρτζίνιας Γουλφ

[…]Η νύχτα κύλησε λίγο ακόμη πάνω απ’ τις καμινάδες. Βλέπω έξω απ’ το παράθυρο, πάνω απ’ τον ώμο του, μια αδιάντροπη γάτα, όχι πνιγμένη στο φως, όχι παγιδευμένη στο μετάξι, ελεύθερη να σταματήσει, να τεντωθεί, να κινηθεί πάλι. Μισώ όλες τις λεπτομέρειες της ατομικής ζωής, αλλά εγώ είμαι στερεωμένη εδώ κι ακούω. Μια τεράστια πίεση ασκείται πάνω μου. Δεν μπορώ να κινηθώ δίχως ν’ αφαιρέσω το βάρος των αιώνων από πάνω μου. Χίλια βέλη με τρυπούν. Η περιφρόνηση κι ο χλευασμός με τρυπούν. Εγώ, που θα όρθωνα το στήθος μου ενάντια στη θύελλα και θ’ άφηνα το χαλάζι να με πνίξει με χαρά, είμαι καρφωμένη εδώ κάτω· εκτεθειμένη. Η τίγρη πηδά. Γλώσσες με μαστιγώνουν. Ευκίνητες, αδιάκοπες, τρεμοπαίζουν πάνω μου. Πρέπει να τις υπεκφεύγω και να τις εμποδίζω με ψέματα. Τι φυλαχτό υπάρχει ενάντια σ’ αυτή τη καταστροφή; Ποιο πρόσωπο να καλέσω να παραμείνει ψύχραιμο απέναντι σ’ αυτή την κάψα; Σκέφτομαι ονόματα πάνω σε κουτιά· μητέρες, των οποίων οι φούστες φτάνουν στα χοντρά τους γόνατα· ξέφωτα, απ’ όπου ξεκινούν απόκρημνοι λόφοι. Κρύψτε με, κλαίω, προστατέψτε με, γιατί είμαι η μικρότερη απ’ όλους σας, η πιο γυμνή.[…]

*από «τα κύματα» της Βιρτζίνιας Γουλφ (Adeline Virginia Stephen, 25 Ιανουαρίου 1882 - 28 Μαρτίου 1941). Μετάφραση: Άννα Βασιάδη