12.2.24

Η μιαρή αφήγηση του Μαρκησίου ντε Σαντ Η νέα μετάφραση του μυθιστορήματος «Οι 120 μέρες των Σοδόμων» κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον Gutenberg

ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟ, εφιαλτικό και αισθησιακό, αηδιαστικό και ηδονικό είναι το μυθιστόρημα Οι 120 μέρες των Σοδόμων ή Το σχολείο της ελευθεριότητας του Μαρκησίου ντε Σαντ που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον Gutenberg, σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.

Το χειρόγραφο του Μαρκησίου ντε Σαντ γνώρισε πολλές περιπέτειες μέσα στον 19ον αιώνα. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1904 από τον Γερμανό γιατρό Ιβάν Μπλοχ, χωρίς το όνομα του Ντε Σαντ. Ο Μπλοχ, που ήταν δερματολόγος, ψυχίατρος και σεξολόγος, το εξέδωσε ως ένα βιβλίο κλινικών περιπτώσεων που εικονογραφούσε τις διαστροφές του γαλλικού λαού. Ξέρουμε, βέβαια, την υποδοχή που είχε το έργο του Ντε Σαντ τον 20ό αιώνα, την αποθέωσή του ως λογοτεχνικού αριστουργήματος, την ανακήρυξή του σε «εθνικό θησαυρό» για τη Γαλλία, κυρίως όμως την επίδραση που άσκησε όχι μόνο στη λογοτεχνία αλλά και στη σκέψη του 20ού αιώνα, έως σήμερα. 

Η νέα μετάφρασή του στα ελληνικά είναι, αναμφισβήτητα, γεγονός.

1
«“Ξαπλῶστε κατάχαμα”, μοῦ εἶπε πετώντας μερικὰ μαξιλάρια, “ἐκεῖ, ναί, ἔτσι... Μὲ τὰ πόδια καλὰ ἀνοιγμένα, τὸν κῶλο λίγο σηκωμένο καὶ τὴν τρύπα ὅσο πιὸ ἀνοιχτὴ γίνεται. Λίγο καλύτερα ἀκόμη”, συνέχισε βλέποντας τὴν ὑπακοή μου. Καὶ τότε, ἀφοῦ πῆρε ἕνα σκαμνί, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσα στὰ σκέλια μου καὶ κάθισε πάνω του, μὲ τρόπο ποὺ ἡ ψωλή του, τὴν ὁποία ἐπιτέλους ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸ κοντοβράκι του καὶ τὴν ἔπαιξε, βρέθηκε, ἂς ποῦμε, στὸ ὕψος τῆς τρύπας ποὺ ἐκεῖνος θυμιάτιζε. Τότε οἱ κινήσεις του ἔγιναν πιὸ γοργές. Μὲ τὸ ἕνα χέρι μαλακιζόταν, μὲ τὸ ἄλλο ἄνοιγε τὰ κωλομέρια μου, διανθίζοντας τὰ ἐγκώμια μὲ πολλὲς βρισιές: “Ἄ! Γαμημένε Θεέ, τί ὡραῖος κῶλος”, ἀναφωνοῦσε, “τί ὡραία τρύπα καὶ πῶς θὰ τὴν πλημμυρίσω!” Κράτησε τὸν λόγο του».

2
«Ἀφότου ὁ ἄνθρωπος ὑποτιμᾶ τὸν ἑαυτό του, τὸν ἐξευτελίζει μὲ ἀκρότητες, ἡ ψυχή του ρέπει πρὸς τὴ διαστροφὴ ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ξεφύγει. Σὲ οἱανδήποτε ἄλλη περίπτωση, ἡ ντροπὴ θὰ λειτουργοῦσε ὡς ἀντίβαρο στὶς διαστροφὲς στὶς ὁποῖες τὸ πνεῦμα του ἐνδεχομένως τὸν συμβουλεύει ν᾿ ἀφεθεῖ· ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι πλέον ἀνέφικτο: εἶναι τὸ πρῶτο αἴσθημα ποὺ ὁ ἴδιος ἔσβησε, τὸ πρῶτο ποὺ ἀπόδιωξε μακριά του· ἔτσι, ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται, δηλαδὴ νὰ μὴν ἐρυθριᾶ πλέον, μέχρι ἐκείνη τοῦ νὰ ἀρέσκεται σὲ ὅ,τι κάνει τοὺς ἄλλους νὰ ἐρυθριοῦν, μεσολαβεῖ μόλις ἕνα βῆμα. Ὁτιδήποτε τὸν ἐπηρέαζε ἄλλοτε δυσάρεστα, τώρα βρίσκει μιὰ ψυχὴ ἀλλιώτικα προετοιμασμένη, μεταμορφώνεται σὲ ἀπόλαυση καί, στὸ ἑξῆς, ὁτιδήποτε σχετίζεται μὲ τὴν καινούργια κατάσταση ποὺ ὁ ἴδιος υἱοθετεῖ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἡδυπαθές». «Ναί, ἀλλὰ πόσο δρόμο χρειάζεται νὰ διανύσει κανεὶς βουτηγμένος στὴ διαστροφὴ γιὰ νὰ φτάσει ἐκεῖ!» σχολίασε ὁ ἐπίσκοπος. «Συμφωνῶ», εἶπε ὁ Κιρβάλ, «ὅμως αὐτὴ ἡ πορεία γίνεται ἀδιόρατα, τὴν ἀκολουθοῦμε σὲ δρόμο ἀνθόσπαρτο· ἡ μιὰ ἀκρότητα ὁδηγεῖ στὴν ἄλλη· ἡ φαντασία, πάντα ἀκόρεστη, μᾶς ὁδηγεῖ σύντομα στὸ ἔσχατο ἄκρο καί, καθὼς ἡ διαδρομή της σκληραίνει τὴν καρδιά, μόλις ἐπιτύχει τὸν ἀπώτατο σκοπό της, αὐτὴ ἡ καρδιὰ ποὺ ἄλλοτε ἔκρυβε μέσα της κάποιες ἀρετές, δὲν ἀναγνωρίζει πλέον παρὰ μόνο μία. Συνηθισμένη σὲ πιὸ ζωηρὰ πράγματα, ἀποτινάζει γρήγορα τὶς μαλθακὲς καὶ ἄνοστες ἐντυπώσεις ποὺ τὴ μεθοῦσαν ὣς τότε καί, νιώθοντας πὼς ἡ αἰσχροσύνη καὶ ἡ ἀτίμωση θὰ εἶναι ἡ συνέχεια τῶν καινούργιων της παρορμήσεων, ἀρχίζει νὰ συμφιλιώνεται μαζί τους γιὰ νὰ μὴν τὶς φοβᾶται πλέον. Ἡ καρδιὰ δὲν τὶς ἐνστερνιζόταν ἄλλοτε, τώρα ὅμως τὶς ἀγαπᾶ, γιατὶ ἀνήκουν στὴ φύση τῶν καινούργιων της κατακτήσεων, κι αὐτὸ δὲν ἀλλάζει πιά».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.