Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μία πόλη που αναπτυσσόταν με εκπληκτικούς ρυθμούς. Οι μάστορες έχτιζαν συνέχεια. Καθώς οι κόποι των χεριών τους απέδιδαν έσοδα και η επιχείρηση της οικοδομής αποδεικνυόταν εξαιρετικά επικερδής, άρχισαν να χτίζουν όλο και πιο περίπλοκα, πολυώροφα κτήρια, χρησιμοποιώντας λίγο-πολύ τις ίδιες τεχνολογίες. Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα. Κάποτε άρχισαν να εμφανίζονται ρωγμές εδώ και εκεί, κάποιοι ανησύχησαν λίγο, αλλά ουδείς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή. Οι μάστορες συνέχισαν ενθουσιασμένοι να χτίζουν με ξέφρενους ρυθμούς, όλο και πιο ψηλούς ουρανοξύστες -που κάποιοι άρχισαν να αποκαλούν «πύργους της Βαβέλ»- χωρίς να επινοήσουν νέους τρόπους κατασκευής ή νέους οικοδομικούς κανονισμούς. Οι πύργοι έφτασαν σε τέτοιο μέγεθος, ώστε καθένας από αυτούς μπορούσε να στεγάσει πολλές χιλιάδες κατοίκους, οι οποίοι αισθάνονταν μεγάλη χαρά και ικανοποίηση για το προνόμιο να ζουν σε τόσο εντυπωσιακές κατοικίες και να χρησιμοποιούν καθημερινά τις υποδομές τους.
Κάποια στιγμή, οι μάστορες πρόσεξαν ότι οι ρωγμές πλήθαιναν με επιταχυνόμενο ρυθμό και τότε άρχισαν να ανησυχούν πραγματικά: τι προκαλούσε τις ρωγμές; Υπήρχε περίπτωση τα κτήρια να καταρρεύσουν; Μήπως είχαν ξεπεράσει τα ασφαλή όρια ύψους για τέτοιες κατασκευές; Οι ιδιοκτήτες των πύργων είχαν και εκείνοι τις δικές τους ανησυχίες, διαφορετικές από των μαστόρων. Αν οι πύργοι κατέρρεαν, ποιος και πώς θα αποζημίωνε τα θύματα; Ποιοι κανονισμοί και ποια νομοθεσία ήταν σε ισχύ για τέτοιες περιπτώσεις; Υπήρχαν κανονισμοί για τόσο μεγάλα κτήρια; Σύντομα και οι ίδιοι οι κάτοικοι, που αρχικά ήταν ενθουσιασμένοι που ζούσαν στους εμβληματικούς ουρανοξύστες, άρχισαν να ανησυχούν: ήταν ασφαλείς; Άραγε οι μάστορες ήταν όντως ικανοί να δημιουργήσουν τόσο μεγάλες και πολύπλοκες κατασκευές με ασφάλεια; Η κυβέρνηση της πόλης πάλι, είχε να ασχοληθεί με άλλα πιεστικά προβλήματα, που έχρηζαν πιο άμεσων λύσεων και δεν ενδιαφέρθηκε να αναλάβει επείγουσα δράση για το θέμα, παρότι οι ρωγμές -και οι ανησυχίες- πλήθαιναν και βάθαιναν. Με άλλα λόγια, ουδείς γνώριζε τι να κάνει, αλλά πολλοί άρχισαν να φοβούνται για το χειρότερο.
Με τη μικρή αυτή ιστορία, που είναι προϊόν ανθρώπινης δημιουργικότητας και όχι λογικού και εύστοχου ταιριάσματος λέξεων και νοημάτων από το μεγάλο γλωσσικό μοντέλο ChatGPT, ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Ιωάννης Πήτας, περιγράφει την κατάσταση που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται το τελευταίο διάστημα γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ): «η παραπάνω ιστορία είναι μία καλή παραβολή για την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων, σε ό,τι αφορά τη δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη και τα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα, όπως το ChatGPT. Ο ενθουσιασμός για την ΤΝ αναμειγνύεται με τεχνοφοβία. Η τεχνοφοβία είναι κάτι μάλλον φυσικό για το ευρύ κοινό, που αγαπά τα νέα συναρπαστικά πράγματα, αλλά συχνά φοβάται το άγνωστο. Το καινούργιο είναι όμως ότι αρκετοί επιφανείς επιστήμονες έγιναν οι ίδιοι τεχνοσκεπτικιστές, αν όχι τεχνοφοβικοί» σημειώνει ο κ.Πήτας, πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην ΤΝ (AIDA) και διευθυντής του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών (AIIA Lab).
Ως προς το τελευταίο, τον τεχνοσκεπτικισμό των ίδιων των επιστημόνων, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: το πρώτο είναι η ανοιχτή επιστολή που υπέγραψαν πρόσφατα περίπου 2000 επιστήμονες και επιχειρηματίες, μεταξύ των οποίων ο φυσικός του ΜΙΤ, Μαξ Τέγκμαρκ, ο καθηγητής της επιστήμης των υπολογιστών Στιούαρτ Ράσελ και ο Ιλον Μασκ, ζητώντας την παύση -για τουλάχιστον έξι μήνες- της ανάπτυξης ΤΝ ισχυρότερης από το ChatGPT-4. Το δεύτερο είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του κορυφαίου επιστήμονα της ΤΝ, καθηγητή Τζέφρι Χίντον, ο οποίος έχει συμβάλει σημαντικότατα στη δημιουργία ισχυρών αλγορίθμων μέσω και της εργασίας του στη Google. Ο εβδομηνταπεντάχρονος Χίτον παραιτήθηκε πρόσφατα από τον αμερικανικό τεχνολογικό κολοσσό, προκειμένου -όπως διευκρίνισε- να μπορεί να μιλάει πιο ανοιχτά για τους κινδύνους της ΤΝ.
Αλεξάνδρα Γούτα
ΠΗΓΗ : amna.gr
EIKONA : snobmonkey.com