28.5.23

Ουίλιαμ Θάκερυ, Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας

(αποσπάσματα από Εκδόσεις Εξάντας, 1990 σε μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου)

Εσείς που έχετε ελάχιστα να κληροδοτήσετε ή να κληρονομήσετε μπορείτε να διατηρείτε τις καλύτερες σχέσεις με τον γιο ή τον πατέρα σας, ενώ ο κληρονόμος ενός μεγάλου άρχοντα, καλή ώρα σαν το λόρδο Στέιν, ανυπομονεί να πάρει το βασίλειο του στα χέρια του και κοιτά το γονιό του με μισό μάτι. «Είναι ο κανόνας», έλεγε ο σαρδόνιος γέρο-Ηβς. «Οι πατεράδες και οι πρωτότοκοι όλων των καλών οικογενειών μισούνται θανάσιμα. Ο διάδοχος του θρόνου λαχταρά να φορέσει την κορώνα στο δικό σου κεφάλι. Ο Σαίξπηρ ήξερε καλά τον ανθρώπινο χαρακτήρα φίλε μου. Όταν περιγράφει τον πρίγκιπα Ερρίκο να δοκιμάζει το στέμμα του πατέρα του, δίνει την φυσική εικόνα όλων των διαδόχων. Εσείς, αν επρόκειτο να κληρονομήσετε τίτλο δούκα και χίλιες λίρες τη μέρα, δεν θα αδημονούσατε; Είναι λογικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο κάθε μεγάλος άνδρας που ένιωσε παρόμοια συναισθήματα για τον πατέρα του, τα περιμένει και από το γιο του.

[...]
Αναρωτιέμαι, πόσες άραγε οικογένειες οδηγούνται στην απάτη και τον αφανισμό από κάποιους επιτήδειους σαν τον Κρόουλι; Πόσοι αριστοκράτες ληστεύουν τους μικρέμπορους που τους εξυπηρετούν, καταδέχονται να βάλουν στο χέρι τις πενιχρές οικονομίες των υπηρετών τους, κλέβουν στα χαρτιά για λίγα σελίνια; Όταν διαβάζουμε πως ο τάδε ευγενής έφυγε άρον-άρον στην Ευρώπη, ο δείνα τιτλούχος έβγαλε σε πλειστηριασμό το σπίτι του ή ένας τρίτος χρωστάει 6-7 εκατομμύρια λίρες, η χρεωκοπία μας φαίνεται σχεδόν ένδοξη, σεβόμαστε το θύμα στην απεραντοσύνη της δυστυχίας του. Αλλά ποιος θυμάται το φτωχό μπαρμπέρη που του χρωστούν τα μύρια ξυρίσματα ή το μαραγκό που καταστράφηκε σκαλίζοντας περίτεχνα τραπέζια για να γευματίζει ευχάριστα η μιλαίδη; Ποιος συμπονά το ράφτη που ξεπουλήθηκε ολόκληρος για να αγοράσει τα υφάσματα που του έκανε την τιμή να παραγγείλει ο μυλόρδος;

[...]
Όταν οι κυρίες του Γκάουντ Χάους κατέβηκαν για το πρόγευμα εκείνο το πρωί, ο λόρδος Στέιν, η εξοχότητα του λέγω, εμφανίστηκε στην τραπεζαρία όπου μαζεύονταν τα γυναικόπαιδα για τσάι και φρυγανιές κι εκεί ξέσπασε βασιλικός καυγάς για την Ρεβέκκα. «Λαίδη Στέιν» είπε στη σύζυγό του, «επιθυμώ να δω τον κατάλογο με τους καλεσμένους στο δείπνο της Παρασκευής και θα ήθελα επίσης να στείλετε πρόσκληση στο συνταγματάρχη και την κυρία Κρόουλι».

«Η Μπλανς τις γράφει» είπε η λαίδη Στέιν ταραγμένη. «Τις προσκλήσεις τις γράφει η λαίδη Γκάουντ». «Δεν πρόκειται να γράψω σε αυτό το άτομο» είπε η λάιδη Γκάουντ, μια ψηλή και επιβλητική γυναίκα. Σήκωσε τα μάτια για μια στιγμή και τα κατέβασε αμέσως, δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπίσεις το βλέμμα του λόρδου Στέιν όταν τον είχες προσβάλλει.

«Βγάλτε τα παιδιά έξω, εμπρός εξαφανιστείτε» είπε ο Στέιν τραβώντας το κουδούνι. Τα χαμίνια που μονίμως τον έτρεμαν, έτρεξαν να φύγουν. Πήγε να τα ακολουθήσει και η μητέρα τους μα την σταμάτησε. «Όχι εσύ» της είπε, «εσύ θα μείνεις. Λαίδη Στέιν, για τελευταία φορά: θα καθίσετε στο γραφείο σας και θα γράψετε την πρόσκληση που σας ζήτησα.» «Εγώ πάντως, λόρδε μου, δεν θα παραστώ» είπε η λαίδη Γκάουντ, «θα πάω σπίτι μου».

«Να πας και μακάρι να μην γυρίσεις. Εσύ θα βρεις τους κλητήρες που παραμονεύουν στο Μπερέικς κι εγώ θα πάψω επιτέλους να δανείζω χρήματα στο συγγενολόι σου και θα απαλλαγώ από σένα και το τραγικό σου ύφος. Ποια είσαι εσύ που θα δίνεις εντολές εδώ μέσα; Δεν έχει λεφτά. Δεν έχεις μυαλό. Ούτε παιδιά δεν κατόρθωσες να αποκτήσεις. Ο Γκάουντ σε βαρέθηκε. Η γυναίκα του Τζορτζ είναι η μόνη στην οικογένεια που δεν εύχεται τον θάνατό σου γιατί αν πεθάνεις ο άνδρας σου μπορεί να ξαναπαντρευτεί.»
«Μακάρι να πέθαινα» απάντησε η εντιμότατη με δάκρυα οργής στα μάτια.

«Εσύ είσαι αναγκασμένη να καμώνεσαι την ενάρετη εν ώ η γυναίκα μου που είναι μια αγία, όπως όλοι ξέρουμε, που δεν αδίκησε άνθρωπο στην ζωή της, δεν έχει καμία αντίρρηση να δεχτεί τη νεαρή μου φίλη. Η λαίδη Στέιν ξέρει πολύ καλά πως συχνά τα φαινόμενα απατούν, πως ακόη και οι αγνότερες των γυναικών διαβάλλονται. Μήπως θα θέλατε κυρία μου να σας πω μερικές ιστοριούλες για την μητέρα σας, την κυρία Μπερέικς;»

«Χτυπήστε με κύριε, εξοντώστε με» είπε η λάιδη Γκάουντ. Τα κέφια του λόρδου πάντα έφτιαχναν όταν έβλεπε την σύζυγο ή τη νύφη του να υποφέρουν.