«… Όμως κρυφά, μιά ιδέα τού τάραζε την καρδιά, του θόλωνε τη ψυχούλα του αγάλι. Σιγά – σιγούλια τον κυρίευε.(…)
Εκεί όξ’ απ’ τη θύρα του, στον ίδιο δρόμο, στη γωνία, τον καρτερούσε ο πειρασμός, τούχε στημένο ο διάολος το καρτέρι.
Η κουμπάρα του μαθές, η χήρα η Σταθία του Τσάμπα, που ο Θεός ας τον σχωρνούσε.
Τον είχε χιλιοκολασμένο το δόλιο.
Έκανε να προσπεράσει από την πόρτα της και στεκόταν. Αυτή τον κράταε. Πίσ’ απ’ το τζάμι τον ανήμενε. Ψιλή –κοφτερή– κουβέντα έπιανε μαζί του. Πού να περάσει! Κάντιο στάζαν τα χείλη της, αλευροζάχαρη κι αθέρα κουκουτσιών κουκουναρίσιων… Εκεί τον κρατούσε και του τάλεγε. Ζερβοδίμητα, μπερδεμένα τού τα νέτερνε, μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο, μιά στην κορφή κανέλλα από την Πόλη… Αφουγκράζονταν κι αυτός.
Τέσσερ’ αυτιά νάχε να την άκουγε, τέσσερα μάτια να την βλέπει. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Τον ρέθιζε η φωνή της η περίγλυκη, έπαιζε με τις σπίθες των ματιών της. Παρατηρούσε επίμονα εκείνο το υγρό χείλι της, το κάτω.
Καθώς τον νάρκωνε η γλύκα της, αυτός κοίταε (και ζαχάρωνε) κείνην τη μπλού φλεβίτσα του λαιμού της.
Το τικιτάκ τόνα ζούρλαινε…
Και τώρα, καταλάβαινε.
Καταλάβαινε να βουλιάζει μες στους πόθους του, να γίνεται ένα με την υγρασία των χειλιών της.
Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Εννοούσε καλά – ήταν βέβαιος– ότι όλα αυτά ήσαν δικά του. Μόνον ο ήλιος έφταιγε που τον αμπόδαε, η μέρα· η ντροπής του κόσμου, α δε μη, θάταν μες στο σπίτι της, στην αγκαλιά της θάχεν αράξει μιά χαρά, ο Καπετάν Γιάννης ο Σαλαμάτας.
Έτσι ένα βραδάκι –νύχτα– έκρουσε τη θύρα της, μάλλον γρατσούνισε τα δάχτυλα του στη σανίδα. (….)
—Ποιός είναι; αρώτησε δειλά μιά φωνή από μέσα ενώ το μάνταλο της πόρτας σύρθηκεν αγάλι.
—Εγώ…
—Ποιός είσαι συ; ξανάπε η φωνή κ’ η πόρτα μισάνοιξε και φάνηκε στο μισοσκόταδο η κουμπάρα του.
—Εγώ είμαι Σταθία, ήρθα· με περίμενες;
—Χριστός και Παναγία !… έκαμεν αυτή, καθώς ένας σπασμός την τίναξε σύγκορμη από φρίκη.
—Πώς ;!
—Το λάδι κουμπάρε, θα μας κάψει.
—Το λάδι;!
Κ’ η πόρτα ξανάκλεισε αλαφρά στα μούτρα του κ’ ήμπε ξανά στη θέση της η αμπάρα…»