26.11.22

ΤΟ ΘΕΙΟ ΤΡΑΓΙ.... Γιάννης Σκαρίμπας. Απόσπασμα

«Ξόρκιζα με τον απήγανο, και σταύρωνα με το αλάτι, έλεγα: “εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας” και λιβάνιζα, “εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν” κ’ έφτυνα, “ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς αγγέλων θεού, Αδωνάι, Ελωί, έξελθε και αποχώρησον από του σταύλου μας τούτου” και τράβαγα τη μύξα μου απάνω του, “φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον” και γύριζα και τον έκλανα.»

***

«…Ο κάμπος πρασίνιζε, τα νερά κελαρούσαν, βαριές λιχουδιές άπιστων χταποδιών του γιαλού αναδίναν οι πόρτες (…) Τόπους – τόπους ο κάμπος στο βάθος άχνιζ’ αλαφρά (…) Δω και κει στα χωράφια τους οι κολλήγοι δουλεύαν. Πρασίνιζαν τα γρασίδια, εβόσκανε τ’ άλογα. Είχα φτάσει στο ρέμα (…)Από δώ και κάτω άρχιζε ο λόγγος. Ενας ελαιώνας απέραντος. Τι δάσος! Τι δάσος! (…) Ελεγα αν είχα δικαίωμα θάκανα αυτό το λόγγο παράδεισο (…). Στο ποταμάκι οι καλαμιώνες φουντώσανε και έχουν ανθίσει οι ροδοδάφνες στις όχτες (…) Πατώντας αλαφρά στη σιωπή των πραγμάτων – ριγηλές μεσ’ στα μαύρα τους – οι νύχτες έρχουνται. Οι ουρανοί χαμηλώνουνε. Κάθουμαι και παρατηρώ τους ορίζοντες, στένω αφτί ούλη νύχτα, αφιγκράζομαι των νερών το κελάρυσμα, σφυγμομετρώ το καρδιοχτύπι της παύσης».