Σήμερα έλιωναν τα χιόνια,
Σήμερα στεκόμουν στο παράθυρο όλη τη μέρα.
Το βλέμμα μου πιο καθαρό, το στήθος πιο ελεύθερο,
Είμαι και πάλι ήρεμη.
Δε ξέρω γιατί. Θα πρέπει
Απλά να κουράστηκε η ψυχή,
Και να μην θέλησε ν’ αγγίζει
Το ανυπόταχτο μολύβι.
Έτσι στεκόμουνα κι εγώ – μέσα στην ομίχλη –
Πέραν του καλού και του κακού,
Ήρεμα τα δάχτυλα χτυπώντας
Στο τζάμι που αντηχούσε σιγανά.
Δεν ένιωθα καλύτερα, μήτε και χειρότερα,
Από ότι ο πρώτος τυχόντας – εκείνος να, -
Απ’ ότι οι σεντεφένιες λακκούβες,
Όπου λαμπυρίζει ο ουρανός,
Απ’ ότι το διαβατάρικο πουλί
Κι ο σκύλος που άσκοπα τρέχει,
Κι ακόμη η φτωχή τραγουδίστρια
Που δεν κατάφερε να με κάνει να κλάψω.
Τη γλυκιά της λήθης τέχνη
Έχει μάθει πια η ψυχή.
Κάποιο μεγάλο αίσθημα
Έλιωσε σήμερα μέσα τη ψυχή.
24 Οκτωβρίου 1914
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)
ΠΗΓΗ: http://samizdatproject2.blogspot.com/