σε δυσκολεύει να το δέσεις μαζί με τις κουρτίνες στην άκρη του
παράθυρου
και στο περβάζι ένα λουλούδι
σαν ηλιοτρόπιο γυρίζει στην περσινή Πρωτομαγιά.
Σαν παίρνει να βραδιάζει
στέκεσαι εκεί μετρώντας τα καράβια φορτωμένα κόκκαλα
τον μεταβολισμό της νεκρής ζώνης που φωσφορίζει τη βροχή
σαν ξεχασμένο φίλντισι.
Διστάζεις να κοιτάξεις κατάματα το δρόμο.
Η φωνή μας δεν είναι μήτε μια σταγόνα
μια σταγόνα που θα ανέβαζε το κύμα
να σκεπάσει ένα χαλίκι.
Ένα δρεπάνι φεγγαριού θερίζει φανοστάτες.
Περιμένουμε κάποιον
να μας μάθει πώς σφυράνε οι καλαμιές στα δάκτυλα του ανέμου
πώς γίνεται ξανά η μέρα μέρα και το αστέρι αστέρι.
Περιμένουμε το φως να μπει απ’ το παράθυρο
ίδιο φιλί γυναίκας μέσα απ’ το σκισμένο πουκάμισο.
1947
«Ποιήματα (1941-1974)», ύψιλον/βιβλία, 1991, 3η έκδοση.