12.3.22

ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΠΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ (ΞΑΝΑ) ΜΠΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

H ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της δημόσιας συζήτησης σε πολλές χώρες και μάλιστα φαίνεται ότι όσο κλιμακώνεται η ένταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Ρώσων, τόσο ‘‘παράγεται’’ και διαχέεται παντοιοτρόπως όλο και μεγαλύτερη ‘‘φιλολογία’’ επί του ζητήματος και στη δική μας χώρα. Προσωπικά, ακούω και εγώ πολλά και δεν εκπλήσσομαι για το γεγονός ότι τίποτε δεν δείχνει να είναι ‘‘αυτονόητο’’ (και) στον εδώ δημόσιο διάλογο, που από κάποιους μάλιστα λαμβάνει και τη μορφή αντιπαράθεσης. Θεωρώ, λοιπόν, ευκαιρία τούτη τη στιγμή να αποσαφηνιστούν ορισμένες πτυχές από αυτά, τα πολλά που ακούγονται και προβληματίζουν ή ακόμα και διχάζουν την κοινή γνώμη στην Ελλάδα.

Ακούγεται ότι οι Ρώσοι δεν είχαν άλλη (εναλλακτική) επιλογή από το να εισβάλλουν στην Ουκρανία, καθώς η τελευταία πλησίαζε με το πέρας του χρόνου όλο και εγγύτερα στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ, γεγονός το οποίο και αποτελεί για τον Putin και τη ρωσική πολιτική κοσμοθεωρία ‘‘κόκκινη γραμμή’’. Η ένταξη αυτή θα είχε, λένε, ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση νατοϊκών βάσεων στην Ουκρανία και την τοποθέτηση στο έδαφός της τέτοιων και τόσων ισχυρών οπλικών συστημάτων που θα μπορούσαν μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας, ένεκα της γεωγραφικής γειτνίασης των δύο χωρών, να πλήξουν ουσιωδώς, ίσως και ανεπανόρθωτα, την ίδια τη Μόσχα. Γι’ αυτό το λόγο, τώρα που βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία, οι Ρώσοι δεν δίστασαν να εισβάλλουν σε τρίτη χώρα, καταπατώντας την εθνική κυριαρχία της και ‘‘κουρελιάζοντας’’ την εδαφική της ακεραιότητα.

Μου δόθηκε, ωστόσο, πρόσφατα η δημόσια ευκαιρία να αποδείξω ότι αυτή η επιχειρηματολογική γραμμή όχι μόνο προσκολλάται στη διαχρονική ενδόμυχη ανασφάλεια της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής αλλά είναι και πραγματιστικά ελλιποβαρής. Ανέδειξα τη σημασία του ίδιου του ουκρανικού Συντάγματος επί του καίριου αυτού θέματος, για την οποία δεν άκουσα να ομιλεί κάποιος (αν δεν κάνω λάθος) όλον αυτόν τον καιρό και δη σε διατοπικό επίπεδο.

Στο τελευταίο, λοιπόν, εδάφιο του άρθρου 17, το ουκρανικό Σύνταγμα προβλέπει με απόλυτη σαφήνεια ότι δεν θα επιτραπεί η εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων στην Ουκρανία. Μάλιστα, το εν λόγω άρθρο ανήκει στο πρώτο κεφάλαιο του Συντάγματος. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 156 του Συντάγματος της Ουκρανίας, αναθεώρηση (όπως είναι η σωστή συνταγματική ορολογία) διατάξεων, μεταξύ άλλων, και του πρώτου κεφαλαίου του Συντάγματος (στο οποίο ανήκει το άρ. 17) λαμβάνει χώρα μόνο μετά από πρόταση του Προέδρου της χώρας ή των 2/3 της Βουλής της (της επονομαζόμενης ‘‘Verkhovna Rada’’) που έχει εκλεγεί για αυτόν τον σκοπό (δηλαδή της ‘‘αναθεωρητικής Βουλής’’) και εν συνεχεία μετά από την έγκριση των υπό αναθεώρηση διατάξεων τόσο από τα 2/3 της ‘‘αναθεωρητικής’’ Βουλής, όσο και από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος που δίνεται (αν είναι να δοθεί) μετά από ένα πανουκρανικό δημοψήφισμα, το περιεχόμενο του οποίου διατυπώνει ο Πρόεδρος της χώρας.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 157 του ουκρανικού Συντάγματος δεν δύναται (με τίποτε) να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα αν οι υπό αναθεώρηση διατάξεις καταργούν ή έστω περιορίζουν τα δικαιώματα των πολιτών και τις ατομικές ελευθερίες ή οδηγούν στη ρευστοποίηση της ανεξαρτησίας ή στην παραβίαση της εδαφικής ενότητας και ακεραιότητας της Ουκρανίας. Το Σύνταγμα, επίσης, δεν αναθεωρείται σε περίπτωση που στη χώρα έχει κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.

Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται ότι το ουκρανικό Σύνταγμα, αν και στο προοίμιο του δηλώνεται άμεσα η μη αναστρεψιμότητα του προσανατολισμού της χώρας προς την Ευρώπη και τον Ευρωαντλαντισμό, εμπεριέχει ‘‘δικλείδα ασφαλείας’’ ως προς τον αποκλεισμό της στρατιωτικής παρουσίας ή ανάμιξης τρίτων δυνάμεων εντός της ουκρανικής επικράτειας (και τούτο προφανώς λαμβάνοντας υπόψη τις ρωσικές φοβίες). Η δε ανατροπή ή απαλοιφή αυτής της ‘‘δικλείδας ασφαλείας’’ μέσα από μια καθ’ υπόθεση συνταγματική τροποποίηση εκτιμάται ως σενάριο από πενιχρής έως και αβάσιμης πιθανολόγησης καθότι μάλλον ούτε ο όποιος Ουκρανός Πρόεδρος, ούτε η όποια σύνθεση της ουκρανικής Βουλής, ούτε, πολλώ δε μάλλον, ο ίδιος ο ουκρανικός λαός, στο πλαίσιο ενός συνταγματικά προβλεπόμενου δημοψηφίσματος, γνωρίζοντας τη ρωσική επεκτατικότητα ή, αντιστρόφως, τη ρωσική ανασφάλεια, θα έφταναν σε τέτοιο σημείο παραφροσύνης ή γεωπολιτικής ασχετοσύνης, έτσι ώστε αυτοβούλως να αφαιρέσουν αυτή την πολύτιμη ‘‘δικλείδα ασφαλείας’’ από το Σύνταγμα της χώρας.

Βέβαια, αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι ‘‘πονηροί’’ εν προκειμένω θα αντέτειναν ότι οι Ουκρανοί, ειδικά κατόπιν της εισδοχής τους στο ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν να εγκαταστήσουν παντού στρατιωτικές βάσεις στη χώρα τους, ‘‘βαφτίζοντας’’ τες μεν ως ‘‘εθνικές βάσεις’’ αμυντικού χαρακτήρα και έτσι τυπικά και φαινομενικά εφαρμόζοντας το Σύνταγμά τους, αλλά στην ουσία εξοπλίζοντας τες ακόμη και με βαρύ οπλισμό που θα προμηθεύονταν de facto από τους Δυτικούς. Προσωπικά, ωστόσο, επιμένω στο γεγονός ότι οι Ουκρανοί δεν θα είχαν κανένα λόγο να ρισκάρουν μια επιφέρουσα γεωπολιτική αποσταθεροποίηση και μιλιταριστικό vertigo ‘‘υπερστρατιωτικοποίηση’’ της χώρας τους και θα ήταν απολύτως καλυμμένοι και ασφαλείς από τη ρήτρα του άρθρου 5 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ (https://www.nato.int/cps/en/natohq/official_texts_17120.htm?selectedLocale=el).

Ακούγεται, επίσης, από κάποιους που προσπαθούν, τρόπον τινά, να ‘‘δικαιολογήσουν’’ ή έστω να ‘‘εξηγήσουν’’ λογικοφανώς τη ρωσική εισβολή ότι δια αυτής της εισβολής επιχειρείται η πραγμάτωση ‘‘ιερού σκοπού’’ από τους Ρώσους που δεν είναι άλλος από την ‘‘αποναζιστικοποίηση’’ της Ουκρανίας και (προφανώς) την επαναφορά της στις ράγες της δημοκρατίας. Μάλιστα, πολλοί αναφέρονται στη δράση ναζιστικών οργανώσεων εντός Ουκρανίας, στις οποίες προεξέχουσα θέση έχει το περίφημο ‘‘Τάγμα Αζόφ’’ που λειτουργεί και ως παραστρατιωτική οντότητα. Έτσι, υπονοούν, τουλάχιστον, ότι ο ρωσικός πόλεμος έχει τον χαρακτήρα και το νόημα της ‘‘έξωθεν κάθαρσης’’ του πολιτικού τοπίου στην Ουκρανία.

Ακόμα όμως και αν παραδεχθεί κάποιος ότι υπάρχει θέμα… ‘‘ναζισμού’’ στην Ουκρανία, ακόμα και αν αξιολογήσει τις διαστάσεις του θέματος αυτού ως ιδιαιτέρως έντονες ή και ‘‘επικίνδυνες’’, κομβικές απορίες προκύπτουν το δίχως άλλο: συνιστά αυτό το θέμα, άραγε, ικανό και επαρκή ‘‘διεθνή δικαιολογητικό λόγο’’ για να παρέμβει τρίτη δύναμη στη χώρα, να επιχειρήσει πολυμέτωπη επίθεση (σε Ντονμπάς, Αζοφική, Μαύρη Θάλασσα, Χάρκοβο και φυσικά Κίεβο), να βομβαρδίσει ό,τι κείται επί του εδάφους (και ειδικά νοσοκομεία στα οποία επιβλέπονται και γεννούν έγκυες γυναίκες), να εκτοπίσει αθώους πολίτες και να θανατώσει αμάχους; Είναι ολόκληρη η Ουκρανία, μια χώρα 4,5 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα, ‘‘χώρα ναζιστική’’; Και είναι, μήπως, τα 44 εκατ. Ουκρανοί ‘‘ναζιστές’’ που πρέπει οπωσδήποτε να ‘‘τιμωρηθούν’’ σκληρά και απάνθρωπα, με πόνο, προσφυγιά, αίμα και θάνατο από τη δημοκρατική Ρωσία;

Και πολύ περισσότερο, το μέγα και απόλυτο ερώτημα εν προκειμένω είναι το ποιος νομιμοποιείται, ποιος έχει το θεσμικό, το κυριαρχικό και το ουσιαστικό δικαίωμα να κρίνει και να αποφασίζει αν μια χώρα είναι ‘‘ναζιστική’’ ή ‘‘δημοκρατική’’ και αν το καθεστώς της είναι ‘‘φιλελεύθερο’’ ή ‘‘ολοκληρωτικό’’. Προσπαθώντας να προσφέρω κατευθύνσεις προς απάντηση, απλά θυμίζω από τη μεριά μου τι ακριβώς δήλωνε, μεγαλόσχημα και στομφωδώς, ο ίδιος ο Putin στην από 4-2-2022 Κοινή Διακοίνωση (Joint Statement) Ρωσίας-Κίνας, 20 δηλαδή ημέρες πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Ήταν, λοιπόν, η ίδια η Ρωσία που δια του ηγέτη της παραδεχόταν και τόνιζε, παραδίδοντας μαθήματα περί διαμόρφωσης μιας δίκαιης, ισορροπημένης και βιώσιμης παγκόσμιας τάξης, ότι δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη εκδοχή της δημοκρατίας αλλά ανάλογα με τις ιστορικές του ρίζες και καταβολές, το πολιτιστικό του υπόβαθρο και βεβαίως το πολιτικό του σύστημα κάθε λαός οφείλει ο ίδιος να νοηματοδοτεί το πραγματικό περιεχόμενο του όρου ‘‘δημοκρατία’’. Η δημοκρατία και η επιβολή της κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο και ιδεολογικό μανδύα δεν μπορεί να αποτελεί πρόφαση για να παρεμβαίνει μια μεγάλη δύναμη στο εσωτερικό τρίτου κράτους μας έλεγαν στην άνω διακοίνωση οι κ. Putin και Xi Jiping.

Πέραν τούτου θα ήθελα, επίσης, να θυμίσω τι ‘‘τιτίβισε’’ ο αγαπημένος Nassim Nicholas Taleb* αποστομώνοντας τους πάντες, θαρρώ: ‘‘ Πώς γνωρίζεις ότι η Ρωσία έχει αυταρχικό ενώ η Ουκρανία έχει δημοκρατικό καθεστώς; Μα, μόνο σε μια δημοκρατία θα εκλεγόταν ένας επαγγελματίας κωμικός ως Πρόεδρος’’ (How do you know that Russia is an autocracy and Ukraine a democracy? Only a democracy would elect a professional comedian as president). Για σκεφτείτε το λίγο…

Ακούγεται, τέλος, ότι η Ελλάδα έπραξε άστοχα, ίσως και επιζήμια, ακόμη και επικίνδυνα για το εθνικό της συμφέρον, ‘‘στέλνοντας όπλα’’ στους Ουκρανούς. Αυτό είναι, λένε κάποιοι, μέγα λάθος στρατηγικής και ενδέχεται να επιφέρει ανεπιθύμητες συνέπειες για τη χώρα μας. Φρονώ, ωστόσο, ότι είναι δέον να επισημανθούν τα εξής:

H Ελλάδα δεν είναι κατά της Ρωσίας, ως κρατικής οντότητας. Πολύ περισσότερο, η Ελλάδα δεν είναι κατά της Ρωσίας, ως παγκόσμιου γεωπολιτικού παράγοντα ή ως ιστορικού και πολιτιστικού μεγέθους. Και προφανώς, όταν δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες ή όταν το επιτρέψουν οι χρονικές συγκυρίες και ιστορικές συνθήκες, οι διμερείς σχέσεις των δύο χώρων θα αποκατασταθούν ή έστω θα αναπροσανατολιστούν ή θα αναθερμανθούν.

Η Ελλάδα, όμως, είναι κατά της βαρβαρότητας του πολέμου, κατά της δια της βίας και του αίματος επίλυσης των όποιων διακρατικών διαφορών, κατά της επιλογής της τωρινής ηγεσίας της Ρωσίας υπέρ του αυθαίρετου και ‘‘ετσιθελικού τσαλακώματος’’ της εθνικής κυριαρχίας ενός συντεταγμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, κατά της ωμής και θανατηφόρας αποστέρησης ή έστω αμφισβήτησης της πολιτικής του ανεξαρτησίας, κατά της δια της στρατιωτικής εισβολής και επιβολής ανάμιξης τρίτης χώρας στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου κράτους και κατά της κατάλυσης του πολιτειακού συστήματος του δεχόμενου την επίθεση κράτους. Προπαντός, η Ελλάδα είναι κατά της ερειδόμενης είτε σε ιστορικούς αταβισμούς, είτε σε γεωπολιτικούς αναθεωρητισμούς κατάργησης των κρατικών συνόρων και, συνεπαγωγικά, της επαναχάραξής τους βάσει εθνικών μεγαλοϊδεατισμών, δογμάτων εξωτερικής πολιτικής ή και ευρύτερων θεωρητικών κοσμοαντιλήψεων.

Αντιστρόφως, η Ελλάδα δείχνει ότι είναι υπέρ του διεθνούς δικαίου, ως καμβά επί του οποίου πρέπει να εκδιπλώνονται οι διεθνείς σχέσεις και να διενεργείται η αλληλεπίδραση των όποιων στρατηγικών στοχεύσεων των χωρών καθώς και η εξισορρόπηση των παγκόσμιων συσχετισμών, υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών, υπέρ του δικαιώματός τους να μάχονται για την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους, υπέρ της θεμελιώδους αξίωσης κάθε επί γης ανθρώπου να ζει στο κράτος, την υπηκοότητα του οποίου φέρει, και να μην εκπατρίζεται, χάνοντας έτσι την οικογένειά του, το βιος και τις προοπτικές του.

Η αποστολή στρατιωτικού υλικού, λοιπόν, από την πλευρά της Ελλάδας προφανώς και δεν θα είναι αυτή που θα ‘‘κρίνει’’ τον πόλεμο. Ποιος, άλλωστε, είναι δυνατόν να πιστεύει (αφελώς) κάτι τέτοιο; Είναι όμως, πρωτίστως σε επίπεδο συμβολικό και εκπομπής διεθνών μηνυμάτων, μια απώτατη έκφραση έμπρακτης συμπαράστασης στον δοκιμαζόμενο λαό της Ουκρανίας και παράλληλα μια ξεκάθαρη διακοίνωση προθέσεων σχετικά με το πώς θα αντιδράσει και ‘‘απαντήσει’’ σε όποιον θεωρητικά επιζητεί ή, πολύ περισσότερο, θα επιζητήσει, στην πράξη, την υλοποίηση δια της πολεμικής βίας αναθεωρητικών στρατηγημάτων και τη χωρική συρρίκνωση της εθνικής μας κυριαρχίας.

Υπό την αντίστροφη οπτική (την οποία εν προκειμένω θεωρώ ιδιαιτέρως χρήσιμη), το καλό ερώτημα είναι τι θα αποκόμιζε πραγματικά η Ελλάδα, αν δεν έστελνε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία (;). Λένε ότι σε τούτη την περίπτωση θα κατέφασκε την ουδετερότητά της και θα απέφευγε να ‘‘προκαλέσει’’ τη Ρωσία.

Εγώ, όμως, ερωτώ: ποιο θα ήταν το γεωπολιτικό και στρατηγικό όφελός μας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Είναι, άραγε, όταν εκτυλίσσεται ένας ανηλεής πόλεμος και δεν υφίσταται απλά γεωπολιτική ένταση, η επιτηδευμένη ουδετερότητα και πολιτική αμφισημία το απόλυτο διπλωματικό (μας) εργαλείο; Και σε περίπτωση που απείχαμε από τη συγκεκριμένη ενέργεια (και μέναμε μόνο σε στερεοτυπικές ρητορείες), μήπως θα μας εκτιμούσαν βαθύτατα και θα μας ‘‘αγαπούσαν’’ πολύ περισσότερο οι Ρώσοι, όντας έτοιμοι να ‘‘κάνουν για εμάς τα πάντα’’, αν και γνωρίζουν πολύ καλά ότι επί 70 χρόνια είμαστε μέλη του ΝΑΤΟ, ότι η Σούδα και η Αλεξανδρούπολη διακατέχουν κομβική θέση για τους νατοϊκούς σχεδιασμούς, ότι επί παραπάνω από 4 δεκαετίες ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι συν-σχεδιάζαμε (και τυπικά τουλάχιστον, ακόμα συν-σχεδιάζουμε) τη δημιουργία υποθαλάσσιου αγωγού στην Ανατ. Μεσόγειο για τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της απεξάρτησης της τελευταίας από τις ρωσικές ενεργειακές προμήθειες, ότι πρόσφατα υπογράψαμε συμφωνία αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία και ότι ανανεώσαμε επί μια πενταετία, λόγω προφανώς των θετικών σχέσεων μας, τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας μας με τις ΗΠΑ;

Μήπως, περαιτέρω, στο άνω ενδεχόμενο (της μη αποστολής στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία) θα έστελναν και σε εμάς οι Ρώσοι, προκειμένου να μας ‘‘ευχαριστήσουν’’ για τη στάση μας, πυραύλους S-400, όπως έχουν παραδώσει και σε κάποιους άλλους στη γειτονιά μας; Ή μήπως, προτού καν γίνει η ρωσική εισβολή και η Ελλάδα πράξει, όπως έπραξε, ο ΥΠΕΞ της Ρωσίας, κ. Sergey Lavrov, θα απέφευγε να αναφερθεί στη ‘‘Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’’ (https://www.lifo.gr/now/world/anafores-toy-labrof-se-toyrkiki-dimokratia-boreias-kyproy), αναγνωρίζοντάς την έτσι διεθνώς, μόνο αυτός σε όλον τον Πλανήτη, μετά την Τουρκία φυσικά; Ερωτώ, λοιπόν, ψύχραιμα και νηφάλια (διευκρινίζω), προκαλώντας παράλληλα, όμως, ανοιχτά τον οποιονδήποτε να μας δώσει μια τεκμηριωμένη και ορθολογική απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα.

Έχω την αίσθηση, επομένως, ότι η Ελλάδα, βρισκόμενη για ακόμη μια φορά στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, έπρεπε να αδράξει την ευκαιρία και να δείξει ότι αποτελεί ενεργό και αποφασισμένο μέλος των παγκόσμιων και περιφερειακών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ‘‘υπερδομών’’ στις οποίες παραδοσιακά ανήκει, ειδικά στο παρόν ιστορικό momentum που η αφύπνιση και επανασυσπείρωση του Δυτικού Κόσμου εκτιμάται όχι απλά ως ευκταία ρητορεία αλλά (μάλλον) ως βάσιμη και αληθινή προοπτική.

Κατερίνη, 11/3/2022

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW

LLM IN EUROPEAN LAW

Cer. LSE in Business, International

                Relations and the political science

 

 

Nassim Nicholas Taleb είναι Λιβανέζος-Αμερικανός μαθηματικός-στατιστικολόγος, αναλυτής κινδύνων και συγγραφέας. Το βιβλίο του με τον τίτλο ‘‘Ο Μαύρος Κύκνος’’ (The Black Swan, 2007), παγκόσμιο best-seller, έχει χαρακτηριστεί από τους βρετανικούς ‘‘Sunday Times’’ ως ένα από τα 12 πιο επιδραστικά (influential) βιβλία στη παγκόσμια βιβλιογραφία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.