20.12.21

Ο λόγος του Ζήνωνα Σατραζέμη στο μνημόσυνο για τα θύματα της Ναζιστικής θηριωδίας κατά την πυρπόλυση του ιστορικού χωριού (το 1943), Καταφύγιο Κοζάνης.

Το ιστορικό πλαίσιο
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΑΙ Η ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παρέμειναν υπό γερμανική κατοχή για σχεδόν τέσσερα χρόνια (Απρίλιος 1941-Οκτώβριος 1944). Σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο, τα γερμανικά στρατεύματα προσέφυγαν σε εκτεταμένα αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού, στις περισσότερες περιπτώσεις εξαιτίας της αντίστασης των ανταρτών. Τα αντίποινα εκδηλώθηκαν με ποικίλους τρόπους. Μετά από ενέδρες και το θάνατο στρατιωτών, τμήματα της Βέρμαχτ και των SS στράφηκαν εναντίον παρακείμενων χωριών. Οι επιχειρήσεις αυτές εκδίκησης συνήθως ολοκληρώνονταν με την εν ψυχρώ εκτέλεση εκατοντάδων αμάχων, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδων, και την ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών τους.
Η πλέον κοινότοπη μορφή αντιποίνων, στην οποία προσέφυγαν οι κατά τόπους στρατιωτικοί διοικητές και οι φρούραρχοι, ήταν η σύλληψη ομήρων και η κράτηση τους σε φυλακές ή στρατόπεδα συγκέντρωσης, χωρίς να βαρύνονται με κάποια κατηγορία. Η σύλληψη ομήρων λειτούργησε πολλαπλώς εκφοβιστικά. Απέτρεπε, σύμφωνα με τη γερμανική άποψη, τις επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής, καθώς η εγγύηση γι' αυτό ήταν η ζωή των ίδιων των ομήρων. Σε διαφορετική περίπτωση, η εκτέλεση των κρατουμένων-ομήρων λειτουργούσε εκφοβιστικά για τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Το διάστημα 1943-44 τις δύο παραπάνω μορφές αντιποίνων συμπλήρωσαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες αν και διενεργήθηκαν για την εξόντωση των ανταρτών, στην πραγματικότητα έπληξαν ανεπανόρθωτα τον άμαχο πληθυ¬σμό. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων αυτών, δεκάδες χωριά πυρπολήθηκαν και εκατοντάδες κάτοικοι τους εκτελέστηκαν. Ένα από αυτά τα χωριά που υπέστη τη γερμανική θηριωδία πληρώνοντας το τίμημα της λευτεριάς με 21 νεκρούς και την ολοκληρωτική του καταστροφή με το κάψιμο όλων των σπιτιών του ήταν και το αγαπημένο μας χωριό το Καταφύγι που έστεκε περήφανο στην κορυφή των Πιερίων, με πεντακόσια σπίτια διώροφα και τριώροφα και 2500 περίπου κατοίκους.

Η καταστροφή του Καταφυγίου
Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή.
Στις 18 Δεκεμβρίου ξεκίνησε από την έδρα του το Βελβενδό ο 7ος λόχος του 2ου τάγματος του 7ου συντάγματος των SS με διοικητή τον λοχαγό Γκέρχαρντ Κλίνγκενχεφερ με προορισμό το Καταφύγι.
Ακολουθώντας τον κύριο δρόμο, που οδηγούσε από το Βελβεντό στο Καταφύγι, ο γερμανικός λόχος αιφνιδιάστηκε από την απροσδόκητα σθεναρή αντίσταση που πρόβαλλε το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ, που έδρευε στο χωριό. Το ίδιο όμως αιφνιδιάστηκαν στην αρχή και οι αντάρτες, οι οποίοι είχαν στήσει φυλάκια, ελέγχοντας όλες τις άλλες διαβάσεις εκτός από το μονοπάτι Βελβεντού-Καταφυγίου. Έχοντας συγκεντρώσει η διοίκηση του τάγματος τον κύριο όγκο των δυνάμεων κυρίως στα νότια, αλλά και στα ανατολικά και βόρεια του χωριού, ανέθεσε σε μια μικρή μόνο ομάδα του εφεδρικού ΕΛΑΣ από το Καταφύγι, με ελαφρύ οπλισμό, την επιτήρηση του δρόμου Βελβεντού-Καταφυγίου. Η ομάδα αυτή των πέντε περίπου αντρών εγκαταστάθηκε εντός του περιβόλου του νεκροταφείου, όπου και σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Οι αντάρτες του τάγματος, που δεν ξεπερνούσαν τους εκατό άντρες, είχαν στη διάθεση τους οπλισμό, αποτελούμενο από αυτόματα όπλα, όλμους και δύο πολυβόλα μεγάλου διαμετρήματος που τα χειρίζονταν Ιταλοί οι οποίοι είχαν αυτομολήσει μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και είχαν ενταχθεί στα αντάρτικα σώματα.
Αρχικά οι Γερμανοί κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τις δυτικές παρυφές του χωριού, να καταλάβουν το φυλάκιο στο νεκροταφείο και να απωθήσουν τους αντάρτες προς τα βορειοανατολικά. Στην προσπάθεια τους αυτή υποστηρίζονταν από το πυροβολικό, που έβαλε εναντίον των ανταρτικών θέσεων από τη γέφυρα του Αλιάκμονα. Λίγο αργότερα όμως βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθώς ενεπλάκησαν και οι δυνάμεις των άλλων φυλακίων του ΕΛΑΣ, που είχαν σπεύσει στην περιοχή
της αντιπαράθεσης. Μετά από ολιγόωρη μάχη και καθώς βάλλονταν από πολλές κατευθύνσεις, ακόμα και με όλμους, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, μετά από διαταγή του διοικητή τους, ο οποίος παρέβη προηγούμενη ρητή διαταγή των ανωτέρων του να καταλάβει το Καταφύγι, αφήνοντας τέσσερις νεκρούς.
Περασμένα μεσάνυχτα της 20ης Δεκεμβρίου τους ξύπνησαν πυροβολισμοί. Γερ-μανοί προσπαθούσαν εκ νέου να καταλάβουν το χωριό. Η επιχείρηση υποστηρίζονταν από βολές του πυροβολικού και της αεροπορίας.
Οι αντάρτες αποχωρούσαν από το χωριό. Οι κάτοικοι έντρομοι κατέφευγαν στο δάσος. Ολονύκτια πορεία κάτω από τα πυρά των κατακτητών. Ξημέρωνε πια, σμάρι από γυναίκες και παιδιά σκαρφάλωναν σε πιο ψηλές κορυφές. Ορειβατικός όρθρος. Το χιονόνερο της αυγής τους μαστίγωνε. Έγκυες και μικρομάνες είχαν μείνει πίσω, γέροι και γριές τραβούσαν ο ένας τον άλλο για να ξεκολλήσουν από τη λάσπη.
Όταν φώτισε πια για τα καλά, βγήκαν σε μια τοποθεσία με καλύβες, στην Αβδέλλα, 2000μ. υψόμετρο. Υπήρχαν αρκετές καλύβες, το καλοκαίρι οι Σαρακατσάνοι ανέβαζαν εκεί πάνω τα κοπάδια τους, τώρα ήταν έρημες. Βόλεψαν πρώτα τα μωρά και τους αρρώστους. Το χιονόνερο είχε σταματήσει, μόνο παχιά σύννεφα είχαν κατέβει χαμηλά, αν άπλωναν ψηλά το χέρι τους, μπορούσαν να τα πιάσουν.
Κατά το μεσημέρι άρχισε να χιονίζει. Οι πιο αδύναμοι κλείστηκαν στις καλύβες, οι υπόλοιποι τραβήχτηκαν κάτω από τα πυκνά κλαριά του δάσους. Το απόγευμα ήρθε μαντατοφόρος. Οι συμπλοκές στο χωριό είχαν σταματήσει, οι Γερμανοί τα είχαν παρατήσει και είχαν κατηφορίσει για το Βελβεντό. Κανείς δεν ήξερε αν είχαν σκοπό να ξαναγυρίσουν.
Έγινε ένα μικρό συμβούλιο στο ξέφωτο. Οι πιο παλιοί ήταν της γνώμης να γυρίσουν πίσω στο χωριό, ο καιρός όσο πήγαινε και χειροτέρευε. Εκεί κινδύνευαν περισσότερο από το κρύο, την αυγή τα πιο πολλά μωρά θα τα 'βρισκαν κοκαλωμένα.
Το ανθρώπινο ποτάμι αντέστρεψε τώρα την πρωινή ροή του και κατά το σούρουπο άρχισε να κατηφορίζει.
Είκοσι δύο του Δεκέμβρη, πριν ακόμα φέξει, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει όλο το χωριό. Όσοι καταφυγιώτες κατέβαιναν στο χωριό συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν σε καθορισμένα κτήρια συγκέντρωσης. Οι χώροι αυτοί ήταν το Ταπητουργείο (Παρθεναγωγείο), το Σχολείο, ο Αστυνομικός Σταθμός και η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Στην πλατεία χαμογελούσαν ξεσκέπαστα τα πολυβόλα.
Οι ώρες της αναμονής ήταν ατέλειωτες. 
Σιωπή κι αινιγματικό χιόνι. 
Στέγες βουβές και καμινάδες στέρφες, όλα τα σπίτια είχαν σχεδόν εκκενωθεί, γιατί οι διαταγές ήταν αυστηρές. 
Κάποιοι μόνο φύλαξαν κρυφά τους ανάπηρους και τους ανήμπορους σε αθέατες γωνιές και κρύπτες, σαν τα τιμαλφή τους.
Κατά το μεσημέρι ακούστηκε η τρομερή είδηση. Κάπου μέσα στο χωριό είχαν πυροβολήσει και είχαν σκοτώσει έναν Γερμανό αξιωματικό. Πράγματι αυτό είχε γίνει από τον Παύλο Μιρλιαούντα ο οποίος βλέποντας να λεηλατείτε το σπίτι του αφόπλισε και στη συνέχεια εκτέλεσε τον Γερμανό. Ψίθυρος σηκώθηκε από τους συγκεντρωμένους, κάποιοι έκαναν το σταυρό τους. Ύστερα πάλι σιωπή, τόση που ακούγονταν οι κοιλιές των απέναντι πολυβόλων να γουργουρίζουν.
Δεν είχε περάσει μισή ώρα, όταν στην πλατεία άρχισαν να συγκεντρώνονται κι άλλα οχήματα, τα σοκάκια γεννούσαν κι άλλους στρατιώτες, που ξεπρόβαλλαν από παντού και επάνδρωναν κι άλλα πολυβόλα.
Είδαν τότε να σέρνουν κάποιον στην πλατεία. Πέταξαν γρήγορα στο δέντρο ένα σκοινί κι έκαναν θηλιά. Πέρασαν το σκοινί στο λαιμό του μελλοθάνατου, ενώ τα πόδια του έσφιγγαν γερά την κοιλιά του ψηλού μουλαριού, όπου τον είχαν βάλει να καθίσει. Ένας βαθμοφόρος έβγαλε μια άγρια κραυγή και χτύπησε βάναυσα με τον υποκόπανο του όπλου του τα καπούλια του μουλαριού. Αυτό κραύγασε από τον πόνο και κάλπασε με ορμή προς την άκρη της πλατείας αφήνοντας πίσω του δυο πόδια να ψυχομαχάνε στο κενό.
Βλέποντας ο ιερέας του χωριού Παπαγιάννης Γκουρμάνος όλη αυτήν την άσχημη κατάσταση, αισθάνθηκε κι αυτός να πλησιάζει το τέλος και η γνωστή τραχιά φωνή του έγινε αδύναμη, θλιμμένη κι άρχισε να ψάλει στους μελλοθάνατους πατριώτες του τη νεκρώσιμη ακολουθία:
«Άμωμοι εν οδώ....θρηνώ και οδύρομαι... Μακαρία η οδός...»
Αγωνία! 
Ο θάνατος φτερούγιζε γύρω τους, οι ψυχές τους θρηνούσαν!!
Ξημέρωσε εκείνο το ολέθριο συννεφιασμένο πρωινό της 23ης Δεκέμβρη.
Δυο αξιωματικοί άρχισαν να δίνουν κοφτές διαταγές στους άντρες των πολυβόλων. Οι κάνες έγειραν λίγο και σημάδεψαν το πλήθος στην πλατεία, λαδωμένοι μοχλοί τραβήχτηκαν προς τα πίσω κι όλα οπλίστηκαν μ' εκείνον το χαρακτηριστικό ήχο. Κάποιοι έκλεισαν τα μάτια. Κάποιοι μουρμούρισαν:
«Αυτό ήταν δηλαδή;».
Η πρώτη σειρά από τους στρατιώτες ξεκρέμασαν τα όπλα και όπλισαν και αυτοί. Νιφάδες άσπρες πεταλούδες φιλούσαν τα κράνη τους, τις σκανδάλες, τα ξύλινα κοντάκια, κι έλιωναν αμέσως λιγωμένες στην επαφή. 
Ένας αξιωματικός με σηκωμένο το γιακά, που μισόκρυβε το πρόσωπο του, κοίταξε για τελευταία φορά το πλήθος...
Όλοι τότε τους είδαν που ξεπρόβαλαν μπροστά απ' όλους τους άντρες με βήματα απεγνωσμένα, τα γόνατα τους τρέκλιζαν και φαίνονταν πως δε θ' άντεχαν. Ήταν ο πρόεδρος της κοινότητας και ο παπάς τους ο παπά- Γκουρμάνος, πολύ ηλικιωμένος πια. 
Σύρθηκαν και οι δυο τους ικέτες στον επικεφαλής αξιωματικό. 
Τα λόγια τους τα έσπαζε ο άνεμος, θρύμματα όμως έφταναν ως τ' αυτιά των συγχωριανών τους και αυτοί καταλάβαιναν. Του ζητούσαν να σκοτώσει μόνον αυτούς και να λυπηθούν όλον τον άλλο κόσμο. Μιλούσαν παρακαλεστά κι όλο έσκυβαν τη ράχη, τα μάτια του παπά υγρά από τα δάκρια παρακαλούσαν για τη σωτηρία του πλήθους τον Γερμανό αξιωματικό .
Στο υπόλοιπο της ζω¬ής τους οι καταφυγιώτες δε θα μπορούσαν ποτέ να ξεχάσουν εκείνη τη σκηνή. Εκείνη η απόλυτη ικεσία και ταπείνωση κρυστάλλωσε μέσα τους όλες τις πικρές σταγόνες της ντροπής που είχαν συλλέξει γύρω τους αυτά τα χρόνια ζώντας με τους απελπισμένους.
Ο Γερμανός αξιωματικός έστεκε ανέκφραστος κοιτάζοντας πέρα στα έλατα, που είχαν αρχίσει να ψευτολευκαίνουν από το χιόνι. Οι δύο γέροι συνέχιζαν να ικετεύουν, τα χέρια των στρατιωτών είχαν μουδιάσει κρατώντας προτεταμένες κάννες, το κουφάρι του κρεμασμένου το λίκνιζε ο χιονιάς.
Σήκωσε το χέρι του κι έκανε νόημα σε δυο υπαξιωματικούς του να πλησιάσουν. Στάθηκαν πιο πέρα κι άλλαξαν κουβέντες χαμηλόφωνα. Ύστερα διέταξαν με φωνή που κροτάλιζε μερικούς από τους μπροστινούς στρατιώτες να φύγουν και κάτι να φέρουν. Οι υπόλοιποι διατάχτηκαν να κατεβάσουν τα όπλα.
Έφεραν στουπιά με πετρέλαιο και σκόνη πυριτίου και τα μοίρασαν σε όλους τους στρατιώτες. Οι μηχανές έβαλαν μπρος, μαρσάριζαν και ξερνούσαν μαύρο καπνό, ήταν τα προεόρτια.
«Κάψτε όλα τα σπίτια!» η φωνή του έσκισε τη σιωπή της πλατείας στα δύο.
Ύστερα μ' ένα επιτακτικό νεύμα διέταξε τον πρόεδρο και τον παπά να γυρίσουν πίσω στους άλλους.
Οι μηχανές είχαν αρχίσει να τρέχουν δαιμονισμένα μέσα στα καλντερίμια, στουπιά αναμμένα και πανιά βουτηγμένα στη βενζίνη άρχισαν να πέφτουν μέσα σε πόρτες, παράθυρα και αυλές.
Πρώτα λαμπάδιασαν οι αχυρώνες, τεράστιες γλώσσες φωτιάς σηκώθηκαν ψηλά κι έγλειψαν τα σύννεφα. Από τους στάβλους, που ακολούθησαν, ακούστηκαν μουκανητά και χλιμιντρίσματα αγωνίας, όσα ζώα ήταν δεμένα καίγονταν ζωντανά. Τα σπίτια, κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, γρήγορα τυλίχτηκαν κι αυτά στις φλόγες και στους καπνούς.
Όρθιοι ακόμα στην πλατεία, οι άντρες έβλεπαν τα ίδια τους τα σπίτια να καίγονται, βαρυφορτωμένα με όλα τα καλά και στολισμένα για τα Χριστούγεννα. Ο αέρας έφερνε πια στο πρόσωπο τους μαύρες νιφάδες.
Μέχρι νωρίς το απόγευμα όλος ο παλιός τους κόσμος είχε γίνει λόφοι από κάρβουνα. Άρρωστοι, κατάκοιτοι και ζώα που είχαν μείνει ανάμεσα σε τοίχους είχαν απανθρακωθεί. Οι περισσότεροι Καταφυγιώτες όμως, από ένα φτερούγισμα της τύχης, από δυο ζευγάρια μάτια που παρακάλεσαν και ταπεινώθηκαν, είχαν σωθεί. Πρόσφυγες τώρα ροβολούσαν όλοι προς τα κάτω, σπρωγμένοι από απειλητικούς στρατιώτες, κατηφόριζαν προς το Βελβεντό και τα χωριά πέρα από τον ποταμό.
Όλοι οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν δυτικά του Αλιάκμονα στα χωριά της Κοζάνης. Οι νέες κατοικίες των πυροπαθών ήταν τα Δημοτικά Σχολεία που ευτυχώς εκείνες τις μέρες αργούσαν λόγω Χριστουγέννων και οι νάρθηκες των Εκκλησιών. Όσο για το φαγητό τους, τόσο οι κάτοικοι των χωριών, όσο και οι πρόεδροί τους έκαναν καθημερινά έρανο για ψωμί και λίγο φαγητό χριστουγεννιάτικο.... Έτσι σιγά - σιγά η κάθε οικογένεια φρόντισε να στεγαστεί μόνη της κάπου, προσωρινά, αφού οι Καταφυγιώτες διασκορπίστηκαν σε πόλεις και χωριά πολλών νομών.
Η άλλη μέρα της καταστροφής ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Εκείνο το θλιμμένο πρωινό άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι στο έρμο Καταφύγι. Το καμπαναριό της Παναγίας κατάμαυρο, έρημο, βουβό σταματούσε εκεί θλιμμένο, χωρίς η καμπάνα του να έχει ούτε το σχοινί της, μα ούτε κανένα χέρι να το σύρει και ν’ αναγγείλει μέσα στην παγερή ερημιά του χωριού τη Γέννηση του Χριστού. Γύρω όλα βουβαίνονταν. Μόνο το χιόνι έπεφτε - έπεφτε ασταμάτητα.
Κάτω από το υγρό σάβανο σκεπάζονταν το όμορφο χωριό μας και μαζί του η πρόοδος, η αρχοντιά, η μεγαλοψυχία, ο πολιτισμός, ο υπέροχος ψυχικός κόσμος των κατοίκων του, οι θαυμάσιες εκκλησιές, το αξέχαστο και υπέροχο σχολείο που έδωσε τα φώτα σε γενεές γενεών, τ’ άφταστα ήθη και έθιμα, η τεχνοτροπία των σπιτιών και όλα τα όνειρα των Καταφυγιωτών για λευτεριά και προκοπή.
Απολογισμός καταστροφής
Το Καταφύγι πλήρωσε βαρύ τίμημα για την λευτεριά και την περηφάνια της ελληνικής ψυχής. Είκοσι ένας Καταφυγιώτες έχασαν τη ζωή τους. Ας τους θυμηθούμε και ας προσευχηθούμε όλοι ο καλός θεός να τους συγχωρήσει και να τους αναπαύσει εν ειρήνη.
Αλμπέρης Ιωάννης του Γεωργίου
Βαρβαρέζος Αστέριος
Βλαχοδήμος Δήμος
Γκάτζιου Αγνή του Αστερίου
Γκουτζιάνα Αικατερίνη του Βασιλείου
Ζουζού Ευθαλία του Ιωάννη
Καραλέκα Γιάννω του Αλεξάνδρου
Καρράς Ευάγγελος
Μιρλιαούντας Παύλος του Γεωργίου
Νώντα – Λιάμτσου Ευγενία
Παπαδημητρίου Μαρία του Νικολάου
Παπλιώρη Μαρία του Δημητρίου
Πιτσιάβα Μαρία του Καραγιάννη
Τάτσης Γιάννης του Χρήστου
Τζιώκας Γιάννης
Τσάτσιος Τσέλιος
Τσιουπλής Αριστείδης
Τσιτσιάνης Γρηγόρης
Τσιώτσιου Τριανταφυλλιά του Ευαγγέλου
Φίτσιου Αικατερίνη του Αστερίου
Χασάπη Ελένη
Για τους περισσότερους υπάρχουν τα πιστοποιητικά θανάτου στο Ληξιαρχείο του Βελβεντού.
Το χωριό μας αναγνωρίστηκε με απόφαση της βουλής των ελλήνων ως ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΧΩΡΙΟ, αυτό επιτεύχθηκε μετά από άοκνες προσπάθειες του πρώην προέδρου του Καταφυγίου του Γιάννη Τζέλλα και τη βοήθεια στη συγγραφή της πρότασης από την ταπεινότητά μου. Τούτη η αναγνώριση ας μείνει αναμμένο αγιοκέρι στη μνήμη τόσο των αθώων ψυχών που χάθηκαν, αλλά και όλων των γονιών μας που τράβηξαν τα πάνδεινα μετά την καταστροφή και έχουν φύγει από την ζωή.
Κλείνοντας θα ήθελα να προσθέσω και κάτι ακόμη. Σε αυτά τα 73 χρόνια, που πέρασαν από αυτήν την αλησμόνητα βαρβαρότητα, πιστεύω ότι όλοι μας και ιδιαίτερα οι παλαιότεροι έχουμε κάνει πολλές σκέψεις , έχουμε ατομικά και οικογενειακά βιώματα, αλλά περισσότερο από όλα νομίζω πως αξίζει από τα φρικτά γεγονότα να αντλήσουμε διδάγματα για μας και για τις νεότερες γενιές. Και τούτο, διότι μόνον έτσι θα έχουμε στέρεη και δίκαιη αντίληψη των γεγονότων ώστε να βάλουμε γερά θεμέλια στη ζωή, αποφεύγοντας τα λάθη, τις αδυναμίες και τα πάθη του παρελθόντος, και λέγοντας δυνατά: Ποτέ πια , ποτέ ξανά δεν θα ζήσουμε αυτή την αθλιότητα βάρβαρων και απάνθρωπων συμπεριφορών! Διδάσκοντας στα παιδιά μας, τι πρέπει να κάνουν για να ζήσουν με τιμή, αρετή και αξιοπρέπεια και αποφεύγοντας τις κακοτοπιές και τις εμπάθειες μεταξύ των συνανθρώπων μας. Τα πάθη και τα μίση οδηγούν πολύ εύκολα στον βιασμό της ειρήνης, στην εγκατάλειψη των δημιουργικών έργων και στις παρεκτροπές, με τρομερές αρνητικές συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, τα βλέπουμε και ζούμε καθημερινά από τις εικόνες των πολεμικών επιχειρήσεων και των έντονων αντιπαραθέσεων, που έρχονται στα σπίτια μας με προκλητικούς ρυθμούς από τις τηλεοράσεις και τα λοιπά ΜΜΕ, αλλά και τα ζούμε τελευταία με το κύμα των προσφύγων και όχι μόνον που έχει έλθει στην πατρίδα μας.
Οφείλω να τονίσω, από αυτήν την θέση, πως στα χρόνια που πέρασαν από το ολοκαύτωμα του Καταφυγίου από τους Ναζί ,ως σήμερα, ξεπεράστηκαν από εμάς τους Καταφυγιώτες, αλλά δεν ξεχάστηκαν οι τραυματικές εμπειρίες που μας άφησαν η καταστροφή και ο ξεριζωμός και το σπουδαιότερο δεν αφήσαμε να εξαφανιστούν τα πολιτιστικά μας στοιχεία που σηματοδοτούν την ετερότητα του Καταφυγιώτη καθώς τα έχουμε φυλαγμένα σα μονάκριβους θησαυρούς στην καρδιά μας. Κρατήσαμε τις παραδόσεις μας κόντρα στην ισοπεδωτική λογική της παγκόσμιας πολιτιστικής ομοιομορφίας που άρει τις αντιστάσεις των εθνοτοπικών ιδιωμάτων, ομογενοποιώντας τα σε ένα κοινό παρονομαστή και τελικά τα οδηγεί στον εκφυλισμό. Ως πότε όμως?
Η αισιόδοξη θεωρία, ότι το μέλλον συμπορεύεται αναγκαστικά με την πρόοδο, έχει διαψευστεί από τους παραλογισμούς της τεχνολογικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό οι άνθρωποι μετατόπισαν το ενδιαφέρον τους από ένα ασαφές μέλλον σε ένα πεζό αλλά χειροπιαστό παρόν. Έτσι προσπαθούν να ζήσουν χωρίς ενδιαφέρον για το παρελθόν, άρα χωρίς μνήμη και χωρίς ενδιαφέρον για το μέλλον, άρα χωρίς προοπτική.
Αλλά χωρίς μνήμη και χωρίς προοπτική η σημερινή κοινωνία έχει την ασταθή ισορροπία ενός στυλίτη. Ισορροπεί μέσα σε ένα χώρο έρημο από στοιχεία αξιολογικής αναφοράς, στερημένο από το βάθος του παρελθόντος και από τους ορίζοντες του μέλλοντος.
Εμείς δεν θα προσχωρήσουμε σ' αυτήν τη νοοτροπία, θα διατηρήσουμε τις ρίζες και τα σύμβολα, τους κώδικες και τα κειμήλια, τις παραστάσεις και τα αισθήματα και φορτωμένοι μ' αυτά θα γυρίζουμε πάλι και πάλι στον τόπο που γεννήθηκαν οι γονείς μας.
Και δεν θα ανεχθούμε να μας θυμίσουν άλλοι το χρέος μας κράζοντας:
«Κανένας δε θυμάται τίποτα; Γιατί τόση αδικία;»
Ναι. Εμείς θα θυμόμαστε- πρέπει να θυμόμαστε διαρκώς και να προχωρούμε αφήνοντας ίχνη και φωτίζοντας ορόσημα της μικρής ιστορίας μας, για να προσανατολίζονται εύκολα και σωστά αυτοί που ακολουθούν.

Η ομιλία του κ. Ζ. Σατραζέμη στην εκκλησία Παντάνασσα στα Καταφυγιώτικα στην Κατερίνη, στο μνημόσυνο για τα θύματα της Ναζιστικής θηριωδίας κατά την πυρπόλυση του ιστορικού χωριού το 1943, Καταφύγιο Πιερίων, Κοζάνης.


ΚΑΛΑ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ.

Κατερίνη 19/12/2021

Ζήνων Σατραζέμης. 
Μαθηματικός- Συγγραφέας. 
Πρώην
Αναπληρωτής Δήμαρχος Κατερίνης. 
Πρώην πρόεδρος της Μ.Ε.Κ