Ότι και να λέμε όμως είχαν ψυχή και αγάπη, αγαπούσαν αυτό πού κάνανε, και το έχουν αποδείξει πολλές φορές στα χωριά προπαντός σ'αυτή την κλειστή κοινωνία που δύσκολα αποκτάς φιλίες δέν ανοίγονται εύκολα σε ξένους, πόσο μάλλον τώρα πού δεν ήξερες ποίος είναι και πως να του μιλήσεις, δεν είχες εμπιστοσύνη σε κανένα, μιά λέξη αν σού ξέφευγε μπορεί να την πλήρωνες με την ζωή σου, αλλά όπως γράφω παραπάνω είχαν ψυχή Ελληνική το καλό μας θέλανε.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα, έχω και εγώ ένα.
Εκείνα τα χρόνια τα πέτρινα δεν είχαμε κάτι για ψυχαγωγίας, μπάλα και τσηλίκι, κινηματογράφο ούτε κουβέντα πρώτα δεν επιτρεπόταν για την ηλικία μας, αλλά και ελεύθερο να ήταν δεν υπήρχε φράγκο για τέτοιες διασκεδάσεις.
Γιαυτό οι τότε κυβερνώντες και η βασίλισσα, είχαν φροντίσει να φέρουν στα σχολεία διάφορες ταινίες με επίκαιρα από αυτά που δείχνανε την κατάσταση σε διαφορά μέρη της Ελλάδας, όπως τι βοήθεια πού μας στέλνανε από την Αμερική σε φαγώσιμα, ρούχα, που ήταν απαραίτητα για την εποχή εκείνη, αλλά και μερικές ταινίες από τις μάχες του Ελληνικού στρατού.
Έτσι λοιπόν μιά μέρα μας λέει ο δάσκαλος πως αύριο θα έχουμε μία ώρα κινηματογράφο, όλο χαρά πάμε στο σπίτι το λέμε στην μάνα, τής είπαμε ακόμα πως πρέπει να έχουμε και από πέντε δραχμές ο καθένας για να μπούμε στην αίθουσα, εκεί η μάνα μας έχασε το χρώμα της, από που γεμ τόσα λεφτά? Και είχε δίκιο με πέντε δραχμές περνάμε κιμά και τρώγαμε όλη η οικογένεια, στενοχώρησε την μάνα, κλάψαμε και εμείς και πέρασε η μέρα.
Την επομένη πως πάμε σχολείο, τέλος πήγαμε πέρασαν η πρώτες ώρες την τελευταία θα βλέπαμε την ταινία.
Κάναμε διάλυμα και αρχίζουν να μπαίνουν μέσα ένας, ένας, με τα λεφτά στο χέρι, η αδερφή μου και εγώ σε μιά άκρη να μην εμποδίσουμε τα άλλα παιδιά.
Αφού πέρασαν σχεδόν όλα, η αδερφή μου εγώ και μιά κοπέλα ακόμη δεν θυμάμαι το όνομα της γιατί ήταν και πολλά παιδιά από άλλα χωριά που μένανε τότε στην Κατερίνη, ο δάσκαλος ο κύριος Παραμήθας ήταν στο γραφείο του βγαίνοντας μας βλέπει στη γωνία μαζεμένοι τι κάνετε εδώ; δέν έχουμε κύριε, εμείς και οι τρεις και το δάκρυ έτοιμο να στάξι, το ίδιο και αυτός αλλά δεν ήθελε να το δείξει, δέν μίλησε μας πήρε και τους τρεις σπρώχνοντας σα μιά μεγάλη αγκαλιά από πίσω και μας πήγε στην αίθουσα, θα μου πείτε λεπτομέρειες αυτές μπορεί την σήμερα να φαίνεται μιά απλή λεπτομέρεια, αλλά για εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώς.
Περάσανε τα χρόνια και μετά από δώδεκα χρόνια είχαμε έρθει με άδεια από την Γερμανία με την οικογένεια μου γυρίζοντας από την παραλία σταμάτησα στο περίπτερο να πάρω κάτι και βλέπω το Δάσκαλο να βγαίνει από την πόρτα του σχολείου με το ποδήλατο και να έρχεται προς τα εκεί, έτρεμε όλο μου το σώμα, δεν ξέρω γιατί πρώτα ντράπηκα πως να του μιλήσω εγώ στο αυτοκίνητο και αυτός ακόμα το ποδήλατο, μόλις πλησίασε όμως δεν κρατήθηκα, Κύριε Παραμήθα, παρακαλώ, δεν με γνώρισες Δάσκαλε? Για συνέχισε.
Την τελευταία ώρα είχατε μήπως καμιά ταινία;
Αφήνει το ποδήλατο και πέφτει επάνω μου Θεοδωράκη, τι να σας πω κλάψαμε με λυγμούς και οι ΔΥΟ, Μου λέει τώρα πως να ανέβω στο ποδήλατο που τρέμω ολόκληρος, γιατί θυμηθήκαμε τα πραγματικά πέτρινα χρόνια, που να μην ξανάρθουν.
Και κάτι ακόμα, Οκτώβριος σήμερα πού το γράφω, θυμόμαστε την μεγάλη παρέλαση έπρεπε να ήμαστε έτοιμοι και γιαυτό αρχίσαμε τις δοκιμές.Για μια στιγμή γυρίζει και μου λέει. Θεοδωράκη εσύ θα είσαι σημαιοφόρος. Έμεινα κόκαλο δεν είπα τίποτα, δεξιά, και αριστερά, οι παραστάτες μου η Πελαγία, και η Άννα.
Πάω στο σπίτι όλος χαρά το λέω τη μάνα μου και μου λέει χαμογελαστά τι σχριαζονταν τώρα σημαιοφόρος, τώρα θέλσ κινουργιου παντελόνι, μπλούζα, παπούτσια, με αγκάλιασε και πήγε στην κουζίνα, σίγουρα να κλάψει και να μήν την δω εγώ, αλλά στην παρέλαση ήμουν εκεί με την σημαία τώρα πως τα κατάφερε μόνο αυτή ξέρει, πόσα περάσαν αυτές οι Μάνες εκείνο τον καιρό τα γράφω και αναρωτιέμαι, είναι αλήθεια όλα αυτά που περάσαμε?..
Κατά λάθος πάτησα αποθήκευση και έφυγε πριν τελειώσω αυτά που είχα ακόμα να γράψω.
Είναι δυνατόν να ξεχνούσα τους Καταφυγιότες Δασκάλους αυτούς που μόνο με το βλέμμα τους σε καθήλωσαν χωρίς βία και ξύλο όπως ο Μήτσος ο Τσιρέλας? έτσι τον φώναζαν οι μεγάλη σεβαστό πρόσωπο κι λιγομίλητο, δεν φώναζε, δεν είχε βέργα στο χέρι φτάνει και μόνο να σε κοιτούσε μιά φορά στα μάτια, με το επιβλητικό του ύφος να σε καθηλώνει, έπρεπε να βρείς μία δικαιολογία, και όχι ψέμα, γιατί το έβλεπε στα μάτια σου και η τιμωρία θα ήταν όρθιος για πολύ ώρα, και έτσι ξέροντας τι θα συμβεί έλεγες την αλήθεια, αλλά ήταν η ψυχή του σχολείου.
Στο διάλειμμα γινόταν άλλος άνθρωπος, τον είχαμε στο σχολείο της Νέας Αγαθούπολης αλλά για λίγους μήνες έγινε επιστράτευση που πήραν και κάποιες μεγαλύτερες ηλικίες μέσα σε αυτουςαυτούς ήταν και ο αγαπημένος μας δάσκαλος.
Και τότε ήρθε ο Κύριος Αρναούτογλου, με την βέργα και το παράξενο ύφος, ευτυχώς όμως γιατί σε λίγο καιρό και αυτός έφυγε για τον ίδιο σκοπό.
Και ήρθε ο Αλέκος που αυτό που ήξερε καλά ήταν άνοιξε το χέρι, και το άλλο.
Αυτά με το σχολείο στην Νέα Αγαθούπολη.
Πριν έρθουμε όμως εδώ και ένα χρόνο πριν μέναμε στο Μοναστήρι του Άγιου Αθανασίου είναι περιφέρεια Ημαθίας και συγκεκριμένα επάνω από το χωριό Αγκάθια, εγώ οκτώ χρονών τότε δεν είχα πάει ακόμα σχολείο, εκτός τις μία, η δύο εβδομάδες στο σχολείο του Χωριού μού στο Καταφύγιο Κοζάνης, σε αυτό το Μοναστήρι ήταν και μία Μοναχή με την ψυχοκόρη της στην ίδια ηλικία, αποφάσισαν λοιπόν οι γονείς μου και η Μοναχή να μάς στείλουν σε ένα χωριό που δεν ήταν και κοντά, στο Νεοχώρι Ημαθίας, φανταστείτε τώρα δύο παιδιά οκτώ χρονών εκείνη την εποχή μέσα στην ερημιά να κάνουμε αυτή τη διαδρομή, δεν ξέρω που βρήκαμε αυτό το κουράγιο και τη δύναμη αλλά και πώς είχαμε ξεπεράσει το φόβο, αντάρτες, αποσπάσματα, αλλά και άγρια ζώα, και όμως τη σακούλα στο νόμο μέσα ψωμί, την πλάκα και το κοντίλι, και δρόμο για το σχολείο.
Στο σχολείο αυτό ήταν μιά άλλη σεβαστή Δασκάλα η κυρία Γλυκερία Τσούφλια, αυτή είχε άλλο τρόπο να σε κάνει να είσαι κατά κάποιο τρόπο (υποχρεωμένος) να ντρέπεσαι που δεν ήξερες το μάθημα σου αυτά που έκανες την προηγούμενης μέρα, ναι αλλά αυτά που γράφαμε στην πλάκα μέσα στην πάνινη σακούλα πολλά είχαν σβήσει όσο να πάμε στο σπίτι.
Θυμάμαι μία μέρα έβρεχε δεν μας άφησε να φύγουμε όταν σχόλασε το σχολείο, μας πήρε στο σπίτι πού έμενε μας έδωσε κάτι να φάμε, (είχε άσπρο ψωμί), και όταν σταμάτησε για λίγο η βροχή μας είπε να ξεκινήσουμε για το Μοναστήρι, εκεί στο σπίτι βρήκα το θάρρος να της πώ, θεία Γλυκερία (γιατί ήμασταν Συγγενείς από τη μάνα μου)αυτά που γράψαμε στην πλάκα όσο να πάμε στο σπίτι πολλά θα σβήνουν πως να θυμηθώ εγώ αύριο τι έγραψα σήμερα αφού δε τα διάβασα, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μου είπε,
Άκου Θεοδωράκη τα παιδιά ξέρουν πώς ήμαστε από το ίδιο χωριό, τις προάλλες με φώναξες θεία Γλυκερία, Ξέρεις τι θα λένε για μένα όταν σε σηκώνω για να μου πείς το μάθημα και δεν ξέρεις η δεν θυμάσαι? Πρώτα εσένα ότι δεν πρόκειται να μάθεις γράμματα θα γίνεις ένας τσοπάνος για τα γήδγια, και εμένα θα λένε η κυρία κάνει εξαιρέσεις, μας ξεχωρίζει από τους δικούς της, σαρέσει αυτό; έσκυψα το κεφάλι και δεν απάντησα, να προσέχετε να μήν σβήνουν.
Μία άλλη δασκάλα, η Κυρία Ειρήνη Οικονόμου στο Νέο Ελευθεροχώρι, ενώ μέναμε στην Νέα Αγαθούπολη, δεν είχαμε Δάσκαλο και πηγαίναμε καθημερινά για μάθημα στο Ν. Λευτεροχώρι, την εποχή εκείνη δεν είχε συγκοινωνία με το τρένο λόγο πολέμου, αλλά και μετά λόγο Εμφυλίου, και έτσι μπορούσαμε να πάμε από τις γραμμές του τρένου να γλιτώσουμε την ανηφόρα για το Λευτεροχώρι.
Μέχρι που ένα βράδυ μπήκαν οι αντάρτες στο χωριό και έτσι εξαναγκαστεικαμε μέσα σε λίγες μέρες να μετακομίσουμε στην Κατερίνη, που εδώ και λίγο καιρό είχε ξεκινήσει η ανοικοδόμηση του Νέου Συνοικισμού Καταφυγιοτών, κατόπιν μεγάλου άγονα του Αειμνήστου Ζορμπά.
Και από τότε παραμένω εδώ στην δεύτερη πατρίδα, την Κατερίνη.
Με τούς Δασκάλους εδώ γεννάται το ερώτημα, ποίος δάσκαλος ήταν αυτός που παδαγογούσε τον μαθητή, αυτός με την βέργα, η ο άλλος με το βλέμμα και τον τρόπο που σε έκανε να νιώθεις ενοχές που κάπου δέν προσπάθησες για κάτι καλύτερο ενώ μπορούσες?!?!?