Και βλέπω πως ό,τι έκανα, ό,τι σκέφτηκα κι ό,τι υπήρξα, είναι ένα είδος αυτοεξαπάτησης και τρέλας.
Μένω έκθαμβος μπροστά σ’ αυτά που κατάφερα να μη δω.
Στέκω άφωνος μπροστά σ’ αυτό που ήμουν και που σήμερα βλέπω πως τελικά δεν είμαι.
Βλέπω, σαν μια έκταση αχανή κάτω από μια ακτίδα φωτός που σκίζει ξαφνικά τα σύννεφα, τη ζωή μου που πέρασε· και διαπιστώνω, με μια κατάπληξη μεταφυσική, σε ποιο βαθμό οι κινήσεις μου οι πιο σίγουρες, οι ιδέες μου οι πιο σοφές και οι πιο λογικοί μου στόχοι, δεν υπήρξαν τελικά παρά ένα είδος μέθης έμφυτης, μία τρέλα φυσιολογική, μία πλήρης άγνοια.
Βλέπω, σαν μια έκταση αχανή κάτω από μια ακτίδα φωτός που σκίζει ξαφνικά τα σύννεφα, τη ζωή μου που πέρασε· και διαπιστώνω, με μια κατάπληξη μεταφυσική, σε ποιο βαθμό οι κινήσεις μου οι πιο σίγουρες, οι ιδέες μου οι πιο σοφές και οι πιο λογικοί μου στόχοι, δεν υπήρξαν τελικά παρά ένα είδος μέθης έμφυτης, μία τρέλα φυσιολογική, μία πλήρης άγνοια.
Ούτε καν υποκρίθηκα, το ρόλο μου τον παίξαν άλλοι για λογαριασμό μου. Δεν υπήρξα ο ηθοποιός, μα οι κινήσεις του.
Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα, δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ’ ένα ον τεχνητό που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας από αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα.
Είμαι, σ’ αυτή τη στιγμή της διαύγειας, ένα πλάσμα ξαφνικά μοναχικό, που βλέπει τον εαυτό του εξόριστο όταν όλη του τη ζωή την πέρασε πολίτης.
Μέχρι και στις σκέψεις μου τις πιο μύχιες — δεν ήμουν εγώ.
Με πιάνει, λοιπόν, ένας τρόμος της ζωής σαρκαστικός, μια σύγχυση που ξεπερνάει τα όρια της συνειδητής μου ατομικότητας.
Καταλαβαίνω πως υπήρξα μόνο σφάλμα και πλάνη, που δεν έζησα ποτέ, πως υπήρξα μόνο στο βαθμό που γέμισα το χρόνο με συνείδηση και σκέψη.
Για τον εαυτό μου έχω την αίσθηση κάποιου που ξυπνάει μετά από έναν ύπνο γεμάτο με όνειρα πραγματικά ή κάποιου που απελευθερώθηκε ξαφνικά, μ’ ένα σεισμό, από το λιγοστό φως της φυλακής που είχε συνηθίσει.
Και με βαραίνει, στ’ αλήθεια, με βαραίνει σαν μια καταδίκη στη γνώση, αυτή η αιφνίδια συνειδητοποίηση της αληθινής μου ατομικότητας, αυτής που πάντα υπνοβατούσε ανάμεσα σ’ αυτό που αισθανόταν κι αυτό που έβλεπε.
Είναι τόσο δύσκολο να περιγράφει κανείς τι αισθάνεται όταν αισθάνεται πως πράγματι υπάρχει, πως η ψυχή του είναι μια ενότητα πραγματική, τόσο δύσκολο που δεν βρίσκω ανθρώπινες λέξεις για να το ορίσω.
Δεν ξέρω αν, όπως νομίζω, έχω πυρετό ή αν μόλις γιατρεύτηκα από τον πυρετό του να κοιμάμαι τη ζωή.
Ναι, το ξαναλέω, είμαι ένας ταξιδιώτης που βρίσκεται ξαφνικά σε μια πόλη άγνωστη, χωρίς να ξέρει πώς έφτασε μέχρι εκεί’ κι έρχονται έτσι στο νου μου οι περιπτώσεις των ανθρώπων που χάνουν τη μνήμη τους, και γίνονται άλλοι για πολύ καιρό.
Για πολύ καιρό υπήρξα άλλος —από τη γέννησή μου κι από την εποχή που απέκτησα συνείδηση— και σήμερα ξυπνάω, στη μέση μιας γέφυρας, γερμένος πάνω απ’ το ποτάμι, και γνωρίζοντας πως τώρα υπάρχω πολύ πιο σταθερός απ’ ό,τι υπήρξα μέχρι τώρα.
Η πόλη όμως μου είναι ξένη, οι δρόμοι άγνωστοι, κι ο πόνος μου δε βρίσκει γιατρειά. Περιμένω λοιπόν, σκυμμένος πάνω απ’ το ποτάμι, να μου περάσει η αλήθεια, και να επανέλθω πλαστός και άχρηστος, ευφυής και φυσιολογικός.
Δεν ήταν παρά μια στιγμή, πέρασε κιόλας. Βλέπω και πάλι τα έπιπλα γύρω μου, τα σχέδια πάνω στο φθαρμένο χαρτί των τοίχων, τον ήλιο μέσα από τα σκονισμένα τζάμια.
Είδα την αλήθεια για μια στιγμή. Υπήρξα μια στιγμή με τη συνείδηση μου αυτό που είναι οι μεγάλοι άνδρες στη ζωή.
Φέρνω στο νου μου τις πράξεις και τα λόγια τους, κι αναρωτιέμαι αν κι αυτοί κάποια στιγμή ενέδωσαν στον πειρασμό του Δαίμονα της Πραγματικότητας.
Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου.
Σκέψη είναι η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου.
Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής.
Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα, αναλώνει τα πάντα. Μας απογυμνώνει ακόμη κι από τον εαυτό μας.
Δεν ήταν παρά μια στιγμή, και με είδα.
Ύστερα δεν θα ξέρω ούτε καν να πω τι ήμουν.
Και, τελικά, νυστάζω, γιατί μου φαίνεται, χωρίς να ξέρω γιατί, πως το νόημα όλων αυτών είναι ο ύπνος.
Φερνάντο Πεσσόα, «Το βιβλίο της Ανησυχίας» -απόσπασμα
Ό,τι έκανα, σκέφτηκα ή υπήρξα, δεν είναι παρά μια υποταγή, είτε σ’ ένα ον τεχνητό που εξέλαβα ως εαυτό μου, διότι δρούσα ξεκινώντας από αυτό προς τα έξω, είτε στο βάρος των περιστάσεων, όπου συμπεριέλαβα ακόμη και τον αέρα που ανέπνεα.
Είμαι, σ’ αυτή τη στιγμή της διαύγειας, ένα πλάσμα ξαφνικά μοναχικό, που βλέπει τον εαυτό του εξόριστο όταν όλη του τη ζωή την πέρασε πολίτης.
Μέχρι και στις σκέψεις μου τις πιο μύχιες — δεν ήμουν εγώ.
Με πιάνει, λοιπόν, ένας τρόμος της ζωής σαρκαστικός, μια σύγχυση που ξεπερνάει τα όρια της συνειδητής μου ατομικότητας.
Καταλαβαίνω πως υπήρξα μόνο σφάλμα και πλάνη, που δεν έζησα ποτέ, πως υπήρξα μόνο στο βαθμό που γέμισα το χρόνο με συνείδηση και σκέψη.
Για τον εαυτό μου έχω την αίσθηση κάποιου που ξυπνάει μετά από έναν ύπνο γεμάτο με όνειρα πραγματικά ή κάποιου που απελευθερώθηκε ξαφνικά, μ’ ένα σεισμό, από το λιγοστό φως της φυλακής που είχε συνηθίσει.
Και με βαραίνει, στ’ αλήθεια, με βαραίνει σαν μια καταδίκη στη γνώση, αυτή η αιφνίδια συνειδητοποίηση της αληθινής μου ατομικότητας, αυτής που πάντα υπνοβατούσε ανάμεσα σ’ αυτό που αισθανόταν κι αυτό που έβλεπε.
Είναι τόσο δύσκολο να περιγράφει κανείς τι αισθάνεται όταν αισθάνεται πως πράγματι υπάρχει, πως η ψυχή του είναι μια ενότητα πραγματική, τόσο δύσκολο που δεν βρίσκω ανθρώπινες λέξεις για να το ορίσω.
Δεν ξέρω αν, όπως νομίζω, έχω πυρετό ή αν μόλις γιατρεύτηκα από τον πυρετό του να κοιμάμαι τη ζωή.
Ναι, το ξαναλέω, είμαι ένας ταξιδιώτης που βρίσκεται ξαφνικά σε μια πόλη άγνωστη, χωρίς να ξέρει πώς έφτασε μέχρι εκεί’ κι έρχονται έτσι στο νου μου οι περιπτώσεις των ανθρώπων που χάνουν τη μνήμη τους, και γίνονται άλλοι για πολύ καιρό.
Για πολύ καιρό υπήρξα άλλος —από τη γέννησή μου κι από την εποχή που απέκτησα συνείδηση— και σήμερα ξυπνάω, στη μέση μιας γέφυρας, γερμένος πάνω απ’ το ποτάμι, και γνωρίζοντας πως τώρα υπάρχω πολύ πιο σταθερός απ’ ό,τι υπήρξα μέχρι τώρα.
Η πόλη όμως μου είναι ξένη, οι δρόμοι άγνωστοι, κι ο πόνος μου δε βρίσκει γιατρειά. Περιμένω λοιπόν, σκυμμένος πάνω απ’ το ποτάμι, να μου περάσει η αλήθεια, και να επανέλθω πλαστός και άχρηστος, ευφυής και φυσιολογικός.
Δεν ήταν παρά μια στιγμή, πέρασε κιόλας. Βλέπω και πάλι τα έπιπλα γύρω μου, τα σχέδια πάνω στο φθαρμένο χαρτί των τοίχων, τον ήλιο μέσα από τα σκονισμένα τζάμια.
Είδα την αλήθεια για μια στιγμή. Υπήρξα μια στιγμή με τη συνείδηση μου αυτό που είναι οι μεγάλοι άνδρες στη ζωή.
Φέρνω στο νου μου τις πράξεις και τα λόγια τους, κι αναρωτιέμαι αν κι αυτοί κάποια στιγμή ενέδωσαν στον πειρασμό του Δαίμονα της Πραγματικότητας.
Ζωή είναι η άγνοια του εαυτού σου.
Σκέψη είναι η ανεπαρκής γνώση του εαυτού σου.
Η ξαφνική όμως γνώση του εαυτού σου, σε μια τέτοια καθαρτήρια στιγμή, είναι για σένα η άμεση αντίληψη της έννοιας της ενδόμυχης μονάδας, του μαγικού λόγου της ψυχής.
Μα η αιφνίδια λάμψη καίει τα πάντα, αναλώνει τα πάντα. Μας απογυμνώνει ακόμη κι από τον εαυτό μας.
Δεν ήταν παρά μια στιγμή, και με είδα.
Ύστερα δεν θα ξέρω ούτε καν να πω τι ήμουν.
Και, τελικά, νυστάζω, γιατί μου φαίνεται, χωρίς να ξέρω γιατί, πως το νόημα όλων αυτών είναι ο ύπνος.
Φερνάντο Πεσσόα, «Το βιβλίο της Ανησυχίας» -απόσπασμα