11.7.21

Βήμα της Κυριακής. Ο προβληματισμός της κ. Εφης Μπάσδρα, για το δημόσιο σχολείο, την PISA και τα γενικότερα προβλήματα.

 Πόσο αλήθεια είναι το «οι Έλληνες μαθητές αριστεύουν και διαπρέπουν σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού» που ακούμε συχνά και σε ποιούς αναφέρεται; Χαρακτηρίζει τον μέσο όρο των ελλήνων μαθητών ή αφορά

 τους πλέον άριστους που έτσι και αλλιώς θα ξεχώριζαν πάντα μεταναστεύοντας στα φημισμένα πανεπιστήμια του εξωτερικού; Τα αποτελέσματα της PISA στο τέλος της 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποσαφηνίζουν πολλά. Προσοχή! Δεν μιλάμε για τη σχολική επίδοση που για τους έλληνες μαθητές ενδυναμώνει και η πρόσθετη εξωσχολική διδασκαλία. Η PISA δεν αξιολογει τη σχολική ύλη αλλά τις τρεις δεξιότητες, κατανόηση κειμένου, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες. Και εκεί η ελληνική εκπαίδευση πάσχει δραματικά. Οι επιδόσεις συγκρινόμενες με 79 χωρες του ΟΟΣΑ βαίνουν από το 2009 σταθερά μειούμενες.
Σύμφωνα λοιπόν με την PISA, μόνο το 1,9% των Ελλήνων μαθητών είχε υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες, (επίπεδο 5 και 6) κατέχοντας υψηλού επιπέδου δεξιότητες, σε σύγκριση με το αντίστοιχο 7,1% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Η πανδημία ανέδειξε όλες τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος που θα έχουν αντίκτυπο για χρόνια. Πέρυσι στις πανελλαδικές εξετάσεις πέρασαν στα ελληνικά πανεπιστήμια μαθητές που σχεδόν έδωσαν άδεια κόλλα. Αυτό φέτος αλλάζει με την καθιέρωση βάσης εισαγωγής γεγονός που μάλλον θα μπερδέψει παρά θα λύσει τον γόρδιο δεσμό της ελληνικής εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί τα βήματα γίνονται αποσπασματικά, λίγο-λίγο, χωρίς τόλμη, χωρίς σιγουριά και κυρίως χωρίς συναίνεση και δεν χαρακτηρίζονται από διάρκεια. Οτι κάνει ο ένας το αναιρεί ο αμέσως επόμενος. Ενα από τα κλειδιά το κρατούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Αν οι ίδιοι δεν δούν τα κενά, τις ελλείψεις και δεν επιζητήσουν οι ίδιοι μέσα από την αξιολόγηση λύσεις για την εκπαίδευση του αύριο, θα βρεθούμε πάλι σε τρια χρόνια να συζητάμε τα ίδια και τα ίδια. Να πώ μόνο ότι ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού, το 29,8% κατατάσσεται στα κατώτερα επίπεδα χαμηλών επιδόσεων στις Φυσικές Επιστήμες σε σχέση με το 18,5% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογίας δεν έχουμε δικαίωμα να αφήνουμε τους έλληνες μαθητές τόσο πίσω.