Σύμφωνα λοιπόν με την PISA, μόνο το 1,9% των Ελλήνων μαθητών είχε υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες, (επίπεδο 5 και 6) κατέχοντας υψηλού επιπέδου δεξιότητες, σε σύγκριση με το αντίστοιχο 7,1% για τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η πανδημία ανέδειξε όλες τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος που θα έχουν αντίκτυπο για χρόνια. Πέρυσι στις πανελλαδικές εξετάσεις πέρασαν στα ελληνικά πανεπιστήμια μαθητές που σχεδόν έδωσαν άδεια κόλλα. Αυτό φέτος αλλάζει με την καθιέρωση βάσης εισαγωγής γεγονός που μάλλον θα μπερδέψει παρά θα λύσει τον γόρδιο δεσμό της ελληνικής εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί τα βήματα γίνονται αποσπασματικά, λίγο-λίγο, χωρίς τόλμη, χωρίς σιγουριά και κυρίως χωρίς συναίνεση και δεν χαρακτηρίζονται από διάρκεια. Οτι κάνει ο ένας το αναιρεί ο αμέσως επόμενος. Ενα από τα κλειδιά το κρατούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Αν οι ίδιοι δεν δούν τα κενά, τις ελλείψεις και δεν επιζητήσουν οι ίδιοι μέσα από την αξιολόγηση λύσεις για την εκπαίδευση του αύριο, θα βρεθούμε πάλι σε τρια χρόνια να συζητάμε τα ίδια και τα ίδια. Να πώ μόνο ότι ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος του ελληνικού μαθητικού πληθυσμού, το 29,8% κατατάσσεται στα κατώτερα επίπεδα χαμηλών επιδόσεων στις Φυσικές Επιστήμες σε σχέση με το 18,5% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογίας δεν έχουμε δικαίωμα να αφήνουμε τους έλληνες μαθητές τόσο πίσω.