Στήν Λεωφόρο Ἀλεξάνδρας. Κάθομαι στά πρῶτα τραπέζια. Στήν πίστα, ὁ Τόλης Βοσκόπουλος. Ντυμένος ἀψεγάδιαστα μέ μαῦρο κοστούμι, γραβάτα μονόχρωμη μπορντώ, μαντιλάκι στό πέτο καί σκαρπίνι καλογυαλισμένο καί ἀστραφτερό, ἁλωνίζει τήν στενόμακρη πίστα σχήματος «πί» ὡς… πρίγκηπας. Αἴφνης προσγειώνονται στό τραπέζι μου λουλούδια. «Ἀπό τόν κύριο Τόλη!» μοῦ ψιθυρίζει ὁ ὑπεύθυνος ἐπί τῶν δημοσίων σχέσεων τοῦ κέντρου. Ἕνας ἀσπρομάλλης βγαλμένος κατ’ εὐθεῖαν ἀπό ἑλληνική ταινία. (Τήν ἴδια συνήθεια νά στέλνει λουλούδια σέ φίλους του ἔχει σήμερα στό «Περιβόλι» ὁ ἀγαπημένος μου Χρῆστος Νικολόπουλος.)
«Εὐχαριστῶ τόν κύριο Βοσκόπουλο, ἀλλά δέν ἔχει τύχει νά γνωριστοῦμε, μήπως πρόκειται γιά λάθος;» ρωτῶ μέ συστολή. «Σᾶς ξέρει ἐκεῖνος, ἄν θέλετε μετά θά πᾶμε μαζί στό καμαρίνι νά γνωριστεῖτε» ἡ ἀπάντηση. Πράγματι, στό τέλος τοῦ προγράμματος, ὁ συμπαθέστατος κύριος μέ ὁδήγησε σέ ἕνα στενότατο διάδρομο ὅπου περίμεναν «οὐρά» οἱ θαυμάστριες καί μέ «ἔμπασε» στό καμαρίνι. Μόλις μέ εἶδε χαμογέλασε οἰκεῖα: «Τό κατάλαβες ὅτι κούτσαινα ἐλαφρῶς;» ρώτησε μέ σαρδόνιο χαμόγελο. «Ἐμεῖς ἐδῶ ἤρθαμε νά σᾶς ἀκούσουμε κύριε Βοσκόπουλε, ὄχι νά δοῦμε πῶς περπατᾶτε!» ἀπάντησα ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀποκάλυψη. Ἀλλά ἐκεῖνος ἔδειχνε νά ἔχει κέφια. Ἦταν ὅπως τόν περιγράφει ὁ Μάκης Μάτσας στό βιβλίο του Πίσω ἀπό τήν μαρκίζα (Διόπτρα): «Εἶχε μιά ἀνεπιτήδευτη μεγαλοπρέπεια καί ἀέρα σχεδόν πριγκιπικό, σά νά εἶχε ἀνατραφεῖ ἀπό γονεῖς μεγάλης ἀρχοντικῆς οἰκογένειας παρότι ὁ πατέρας του ἀσχολεῖτο μέ χονδρεμπόριο φρούτων.».
«Εἶμαι χειμερινός κολυμβητής, ἀγαπητέ μου, ἀλλά σήμερα πάτησα κατά λάθος ἕναν… ἀχινό στήν Βουλιαγμένη γι’ αὐτό… κούτσαινα!» συνέχισε σκασμένος στά γέλια. Παρατήρησα τότε κάτι: στό βάθος τοῦ καμαρινιοῦ δέσποζε μία τεράστια φωτογραφία πορτραῖτο τῆς συζύγου του Ἄντζελας Γκερέκου. Ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης. Τό πρόσωπό του ἄλλαξε ἐντελῶς χρῶμα ὅταν τοῦ διατυπώθηκε αἴτημα γιά συνέντευξη. Εὐκαιρίας δοθείσης… σκοτείνιασε. «Ἔχω ὁρκιστεῖ στήν Παναγιά ὅτι δέν πρόκειται νά μιλήσω ξανά σέ δημοσιογράφο» ἀποκρίθηκε, ὑπόσχεση πού τήρησε μέχρι τέλους. «Ἔ, ἅμα ἔχετε ὁρκιστεῖ στήν Παναγιά, νά μήν σᾶς πιέσουμε, ἀλλά γιά ποιό λόγο;» ἡ λογική ἐρώτηση. Ἀπό τά συμφραζόμενα κατάλαβα ὅτι τόν εἶχε ἐνοχλήσει σφόδρα ἡ ἐκστρατεία διασυρμοῦ του ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ Γιώργου Παπανδρέου μέ τήν κατηγορία τοῦ «φοροφυγᾶ» τό 2010. καί μάλιστα σέ μιά ἐποχή πού ἡ σύζυγός του ἦταν Ὑπουργός Τουρισμοῦ καί δέν εἶχε πολλά περιθώρια δημοσίων ἀντιδράσεων. Θεώρησε ὅτι τά Μέσα Ἐνημέρωσης τότε δέν τόν σεβάστηκαν. Πικράθηκε, κλείστηκε στόν ἑαυτό του, σιώπησε. Ἔτσι ἔκαναν οἱ παλαιοί πού εἶχαν ἀρχές. Καί ὁ Θανάσης Βέγγος εἶχε ἐπιβάλει ἀνάλογη τιμωρία στόν… ἑαυτό του.
Ἀνατρέχοντας στήν γνωριμία ἐκείνης τῆς νύχτας καί σέ ὅσες ἄλλες φορές τόν παρακολουθήσαμε –στό Ἡρώδειο πρό διετίας ὅπου ἀνέβηκε στήν σκηνή ὁ Πλέσσας καί παρέτεινε κατά μισή ὥρα τό πρόγραμμα– φεύγω ἀπό τόν διάσημο καί μένω στόν ἄνδρα. Ἀλλά καί στήν γυναίκα. Γιατί ἄνδρες καί γυναῖκες τέτοιας κοπῆς δέν κυκλοφοροῦν πολλοί καί πολλές στήν ΛΟΑΤΚΙ ἐποχή μας. Μένω στόν ἄνδρα, γιατί ὁ Βοσκόπουλος διακρινόταν γιά κάτι σύνηθες γιά τήν ἐποχή του ἀλλά σπάνιο γιά τήν δική μας: εἶχε λόγο τιμῆς. Ὁ Μάκης Μάτσας περιγράφει στό βιβλίο του τήν ἀγωνία πού εἶχε ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀνανεώσει τό συμβόλαιό του στήν Minos ὁ Τόλης. Φοβόταν μήν φύγει. Ἐκεῖνος ὅμως ἄρχοντας. Σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ κυρίου Μάτσα, συνέβη τό ἑξῆς: «Πίνει γιά γερή γουλιά καφέ, βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα στυλό, παίρνει τό συμβόλαιο μπροστά του καί μέ τό γνωστό μεγαλοπρεπές ὕφος μοῦ λέει: “Ποῦ νά βάλω τήν τζίφρα μου;”. Τά ἔχασα. “Μά ὅλα τά οἰκονομικά θέματα εἶναι ἀνοικτά” τοῦ λέω. “Μάκη, συμπλήρωσε ὅ,τι θέλεις καί δῶστο μου νά τό ὑπογράψω” ἡ ἀπάντησή του. Ἐπέμενα νά τό διαβάσει. “Τί νά διαβάσω;” Ἀφοῦ σέ ἐμπιστεύομαι!». Ἡ ἀντίδρασή του μέ συγκίνησε. «Ἔγραψα στό συμβόλαιο ἕναν ἀριθμό μεγαλύτερο ἀπό αὐτόν πού εἶχα σκεφτεῖ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θά ἦταν τό ὑψηλότερο ποσό πού θά μποροῦσα νά δώσω».
Αὐτός ἦταν ὁ Βοσκόπουλος. Πρίγκηπας τῶν ἀξιῶν καί μετά πρίγκηπας τοῦ πενταγράμμου. Ἐκτός ἀπό τόν ἄνδρα ὅμως καί τόν λόγο τῆς τιμῆς –εἶδος ὑπό ἐξαφάνιση σήμερα– μένω καί στήν γυναίκα. Στήν γυναίκα καί σέ μιά ἄλλη ντεμοντέ ἔννοια, τήν ἀφοσίωση. Γιατί χωρίς τήν γυναίκα, χωρίς τήν Γκερέκου, ὁ Τόλης δέν θά εἶχε οὔτε τά χρόνια πού ἀκολούθησαν οὔτε τό φινάλε πού τοῦ ἄξιζε. Ἡ Κερκυραία ἠθοποιός μέ τήν φινέτσα πού τήν ξεχώριζε, τόν γνώρισε στήν φάση τῆς παρακμῆς, ὅταν ὁ πρίγκηπας κατρακυλοῦσε πρός τά κάτω. Ἔσπευσε στό «Ὑγεία» καί τοῦ κράτησε συντροφιά ὅταν ἐκεῖνος εἰσήχθη μέ προβλήματα ὑγείας. Καί τόν «ἀνέστησε». Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν τοῦ χάρισε μιά πανέμορφη πραγματική κόρη –φτυστή ὁ ἴδιος– καί παρά τήν διαφορά τους κράτησε τήν θέση της. Δέν ἔδωσε ποτέ δικαίωμα. Τόν θαύμαζε, τόν σεβάστηκε καί τόν ἀγάπησε ὅπως τήν πρώτη φορά. Ἀναλογίζομαι καμμιά φορά ὅτι ἐκτός ἀπό ἄνδρες τῆς κοπῆς τοῦ Τόλη σπανίζουν στίς μέρες μας καί οἱ γυναῖκες τῆς ποιότητας τῆς Γκερέκου. Τυχεροί οἱ ἄνδρες πού ἔχουν τέτοιες ποιότητες στίς ζωές τους. Στήν προκειμένη περίπτωση, τῆς κυρίας Γκερέκου, ταιριάζει ἕνα τραγούδι τῆς Βιτάλη, ὄχι τοῦ Βοσκόπουλου. Εἶναι ὅ,τι πιό ἀκριβές ὑπάρχει –στίχοι Παπαδόπουλου-Ξύδη– γιά τό τί θέλω νά πῶ στίς ΛΟΑΤΚΙ μέρες μας:
«Μή φοβᾶσαι καί προχώρα
εἶμαι ἐγώ στό πλάι σου
Στή ζωή στήν ἀνηφόρα
καί στό προσκεφάλι σου (…)
Μιά γυναίκα μπορεῖ
Τή ζωή σου νά ἀλλάξει μπορεῖ
Μιά γυναίκα μπορεῖ
Νά χαράξει καινούργια ἀρχή»…
ΠΗΓΗ:΅Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ