Δεν ήταν καλή η σέντρα. Συρτή θα έπρεπε να είχε γίνει ή, στη χειρότερη περίπτωση, ψηλοκρεμαστή, μόλο που οι πιθανότητες για να κερδίσω την κεφαλιά ήταν ελάχιστες. Πάντως όχι σ' αυτό το ύψος, που σαν την είδα...να έρχεται προς το μέρος μου ταλαντεύτηκα ανάμεσα στο βολ πλανέ και στην κεφαλιά «ψαράκι». Το ένστικτο, όμως, ─και πιο πολύ το αναμφισβήτητο ταλέντο μου─ προτίμησε τη δεύτερη εκδοχή κι έτσι ούτε που είδα καθαρά την εξέλιξη της φάσης αλλά ούτε και θυμάμαι τίποτα, μέχρι τη στιγμή που συνήλθα και άνοιξα τα μάτια μου έχοντας τα αίματα στη μύτη και το δεξί μου φρύδι σκισμένο.
Ήταν όμορφη εκείνη η μέρα του Απριλίου και το διάλειμμα επίτηδες μεγάλης διάρκειας, μια και είχε συμφωνηθεί από τους διευθυντές και των δύο σχολείων αυτή η ποδοσφαιρική συνάντηση, με την οποία τα δύο γυμνάσια αρρένων της πόλης θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χρόνια συστέγαση και να αποχαιρετήσει το ένα το άλλο, καθώς τώρα πια τα νέα διδακτήρια ήταν ήδη έτοιμα και μάλιστα με θέα προς τη θάλασσα του Αναύρου. Αυτός ήταν, φυσικά, και ο λόγος που εκείνο το Σάββατο κανονίστηκε ο αγώνας, ενώ οι καθηγητές και των δύο σχολικών συγκροτημάτων ─καθείς με την καρέκλα του─ παρατάχθηκαν ως επίσημα πρόσωπα ανάμεσα στους περίπου δύο χιλιάδες μαθητές, οι οποίοι, μοιρασμένοι στη σχολική τους προτίμηση, ωρύονταν με πάθος σε ανάλογα συνθήματα και αντίστοιχες αποδοκιμασίες.
Η αλήθεια είναι πως πρώτη φορά τύχαινε να βρίσκονται τόσα πολλά μάτια καρφωμένα πάνω μου και γι' αυτό ─ήμουν, άλλωστε, ο μικρότερος και από τις δύο εντεκάδες: μόλις της τρίτης τάξης─ στα πρώτα είκοσι λεπτά μονάχα μία φορά ήρθα σε επαφή με την μπάλα και αυτή με σουτ απελπιστικά άστοχο. Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν και, όσο καταλάβαινα δίπλα μου να με μαρκάρει το σέντερ μπακ των άλλων ─ένα παιδί σίγουρα της έκτης, με γεροδεμένα πόδια και το μαλλί του κολλημένο με μπριγιαντίνη─, τόσο εγώ δεν μπορούσα να κάνω καμία αξιόλογη προσπάθεια, έστω να δώσω μία πάσα της προκοπής. Αν δεν ήταν η φάση στα τελευταία λεπτά του πρώτου μέρους, όταν το σέντερ μπακ με ανέτρεψε από πίσω και με σιγουριά πήρα εγώ και έστησα την μπάλα στα έντεκα βήματα για να εκτελέσω το πέναλτι, αν, λοιπόν, δεν συνέβαινε αυτή η φάση, ούτε εγώ θα έπαιρνα τα πάνω μου ούτε το Α΄ Αρρένων θα προηγούνταν στο σκορ με 1-0.
Φεύγοντας από τη γωνία του προαυλίου, όπου μας περίμενε ο γυμναστής να μας δώσει τις οδηγίες για το δεύτερο ημίχρονο, έστρεψα τα μάτια μου προς τον προσωπικό μου αντίπαλο, σαν για να του πω ─ο ανόητος!─ ότι, προς το παρόν, εγώ ήμουν ο νικητής. Αυτός και τη ματιά μου είδε και το αλαζονικό της νόημα πρέπει να κατάλαβε, γιατί σ' όλο το δεύτερο μέρος όχι μόνο δεν σκοράρισα, αλλά ούτε την μπάλα δεν πρόφτασα καν να ακουμπήσω. Πάντα πιο ψηλά από μένα πηδούσε εκείνος, οι επεμβάσεις του ήταν γρηγορότερες και πιο έγκαιρες από τις δικές μου, ενώ μες στο αφτί μου είχα διαρκώς την ανάσα του αλλά και τον φόβο πως όπου να 'ναι θα μου ψιθύριζε τις απειλές και ─γιατί όχι;─ και το δικαιολογημένο υβρεολόγιο. Αυτός, όμως, δεν έκανε τίποτα απ' όσα εγώ φοβόμουν∙ ούτε επίσης κάποιο βρώμικο φάουλ, απ' αυτά που είναι αναμενόμενα σ' αυτού του είδους τις μικρές βεντέτες. Γι' αυτό, λοιπόν, όταν έγινε η μοιραία σέντρα και επακολούθησε ό,τι επακολούθησε, μέσα μου και προτού λιποθυμήσω, πρόφτασα να σκεφτώ πως άθελά του και δίχως δόλο έτυχε να είναι το δικό του πόδι αυτό που έκανε την προβολή και μαζί με την μπάλα κλότσησε και το κεφάλι μου, που είχε σκύψει βλακωδώς πολύ χαμηλά.
Φυσικά το παιχνίδι διακόπηκε τόσο, όσο χρειάστηκε για να σταματήσουν την αιμορραγία και να αποκτήσω ξανά τις αισθήσεις μου. Το υπόλοιπο ματς το παρακολούθησα καθισμένος σε καρέκλα ανάμεσα στους καθηγητές των δύο σχολείων, με γάζες και βαμβάκια στο πρόσωπο και με την ομάδα του σχολείου μου να κρατά ανέπαφη την εστία της και να παίρνει έτσι τη νίκη. Νίκη που πανηγυρίστηκε δεόντως και που επιβραβεύτηκε από τον διευθυντή μας με την υπόσχεση μονοήμερης εκδρομής στις Μηλιές Πηλίου.
Μέσα στη φασαρία των υπόλοιπων ωρών αλλά και στη χαρά της αναμονής του ελεύθερου απογεύματος και της επερχόμενης Κυριακής, το συμβάν και ο δράστης του ατυχήματός μου γρήγορα ξεχάστηκαν. Μόνο κάποια στιγμή ο Αντώνης, το παιδί με το οποίο μοιραζόμαστε το ίδιο θρανίο, μου είπε πως κάποιος από το άλλο σχολείο ρωτούσε τους μεγάλους της έκτης για μένα και για την αίθουσα του Γ1, που τύχαινε να είναι η τάξη μου. Εγώ, συνεπαρμένος από τη δόξα του αγώνα αλλά και από τη γλύκα του Σαββατοκύριακου, γρήγορα ξέχασα τα λόγια του και ούτε θυμήθηκα αυτόν που παραλίγο να με άφηνε δίχως μύτη. Μόνο το βράδυ του Σαββάτου και την ώρα που ετοιμαζόμουν να λούσω τα μαλλιά και το σώμα μου, μόνο τότε έφερα στο μυαλό το πρόσωπο του «αντιπάλου» μου και όλες τις λεπτομέρειες του πρωινού αγώνα. Κύλησε, όμως, πάνω μου καυτό και βιαστικό το νερό, ενώ το ίδιο γρήγορες κύλησαν και οι λειψές ώρες του Σαββατοκύριακου κι έτσι όλα ξεχάστηκαν στριμωγμένα ανάμεσα στον καθιερωμένο εκκλησιασμό και στο στυφό του απογεύματος της Κυριακής.
Δύσκολη τάξη η τρίτη: με ακαταλαβίστικους όρους της Βιολογίας, με μπερδεμένες «ταυτότητες» της Άλγεβρας και με Αρχαία Ελληνικά, όπου θα πρέπει κανείς να διδαχτεί και να κατανοήσει τον Πλάγιο Λόγο. Κάθε ώρα και ένα τέντωμα των νεύρων στην θέα του μισητού Καταλόγου των καθηγητών∙ κάθε διάλειμμα και τα χέρια να κρατούν το βιβλίο για την επανάληψη και το μαρτύριο της επόμενης ώρας. Πού καιρός για σουτ και πού διάθεση για στριμωξίδι στην καντίνα, απ' όπου έβγαινε η τσίκνα και η υπόσχεση για το λαχταριστό σουβλάκι.
Εκείνο το πρωινό της Δευτέρας ένιωθα το στομάχι μου ─πράγμα που τα πενήντα τρία κιλά μου δεν το συνήθιζαν συχνά─ να γουργουρίζει επικίνδυνα και την πείνα να μου έχει θολώσει τα μάτια, καθώς το δείπνο της προηγούμενης μέρας ήταν μία κονσέρβα ανά δύο και ένα βραστό αυγό… Το πήρα, λοιπόν, απόφαση και στο τρίτο διάλειμμα έτρεξα γρήγορα και στριμώχτηκα μπρος από το περίπτερο-καντίνα, κρατώντας στο χέρι μου τα δύο κέρματα της μιάμισης δραχμής. Είχα πλησιάσει αρκετά και ήμουν έτοιμος να δώσω την παραγγελία μου, όταν ξαφνικά αισθάνθηκα ένα δυνατό αγκώνα να με απωθεί και γυρίζοντας τα μάτια μου αντίκρισα τον «Ντουλάπα», τον τρόμο και φόβο των δύο σχολείων, να παραμερίζει τους πάντες και να καπηλεύεται τη δική μου σειρά. Το αίμα που ανέβηκε στο κεφάλι μου έπρεπε να το ηρεμήσω αμέσως, γιατί κανένας δεν ήταν ικανός να τα βάλει μαζί του, κι έτσι η πείνα μου θα έπρεπε να υπομονέψει ως το επόμενο διάλειμμα.
«Δεν είναι η σειρά σου∙ ο μικρός προηγείται», ήταν τα λόγια που τα έκπληκτα αφτιά μου άκουσαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν. Γύρισα το κεφάλι μου λίγο προς τα πίσω και τότε είδα τα μάτια του αντίπαλου σέντερ μπακ να με κοιτάζουν με κάποιο χαμόγελο και μετά να στρέφονται ξανά προς τον «Ντουλάπα» θεωρώντας τον αγέρωχα και άφοβα. Οι υπόλοιποι μαθητές, με την υποψία και τη χαρά του καβγά που θα ξεκινούσε, τραβήχτηκαν προς τα πίσω και άνοιξαν κύκλο, αφήνοντας μόνο εμάς τους τρεις μέσα στον άδειο χώρο. Εμένα πήραν τα πόδια μου ξανά να τρέμουν και μάταια προσπαθούσαν τα χείλη μου να ανοίξουν, για να πουν στον απρόσμενο σύμμαχο πως δεν πειράζει, πως τον ευχαριστώ, αλλά…
Όπως με όλα τα ασκιά τα γεμισμένα με αέρα που αρκεί μία μικρή τρύπα καρφίτσας για να ξεφουσκώσουν μεμιάς, έτσι και ο «Ντουλάπα» χρειάστηκε μία μόνο γροθιά από το σέντερ μπακ, για να απομακρυνθεί από την καντίνα διπλωμένος στα δύο και σχεδόν με δάκρυα στα μάτια. Ζητωκραύγασαν όλοι οι παρευρισκόμενοι μαθητές ─έπαιρναν το αίμα τους πίσω για πολλές προσβολές─ και ο νικητής σύμμαχος πλησίασε προς το μέρος μου με φανερό χαμόγελο και με τα μαλλιά του να γυαλίζουν από την μπριγιαντίνη. Εγώ τον κοίταζα με χαρά αλλά και με ένα αίσθημα δέους, λες και τον έβλεπα πρώτη φορά και λες πως δεν ήμουν εγώ αυτός που του «είχε ρίξει» ένα γκολ και αυτουνού το πόδι εκείνο που μου είχε αφήσει το σημάδι πάνω στο φρύδι. Δεν προφτάσαμε να πούμε πολλά πράγματα, γιατί το κουδούνι τερμάτισε το διάλειμμα, κι εγώ πήρα τον δρόμο για την αίθουσά μου, κρατώντας στα χέρια το καψαλισμένο ψωμί, το δίχως κρέας από σουβλάκι ─για τόσο έφτανε η μιάμιση δραχμή μου─, το φοινίκι το κερασμένο από τον νικητή και μαζί το ραντεβού που μου είχε δώσει για το επόμενο διάλειμμα.
Οι υπολογισμοί που έκανα κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Μουσικής ─καθόλου δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ στο σολφέζ─ έπεσαν σε όλα έξω: μαθητής της πέμπτης και όχι της έκτης, από το Πρακτικό και όχι του Κλασικού, στ' όνομα Νικόλας και ─το σημαντικότερο─ οικότροφος της Παιδόπολης της Αγριάς.
Έτσι μου συστήθηκε, όταν πήγα και τον συνάντησα μέσα στις τουαλέτες, μια κι αυτό ήταν το μέρος που είχε ορίσει για τόπο της συνάντησής μας. Εγώ ως τη μέρα εκείνη τις ήξερα σαν μέρος βρώμικο και απορούσα με την τόλμη εκείνων που δεν δίσταζαν στο δεκάλεπτο των διαλειμμάτων να απολαμβάνουν εκεί μέσα τον καπνό των τσιγάρων τους και την παρανομία της πράξης τους. Πού να 'ξερα, όμως, πως ένας απ' αυτούς τους τολμηρούς θα ήταν και το αγόρι με την μπόλικη μπριγιαντίνη στα μαλλιά, που θα γινόταν σύντομα ο καλύτερος φίλος μου και ο μύστης των εφηβικών μου χρόνων! Εκεί, λοιπόν, ─μέσα στη μυρωδιά της αμμωνίας, στην ομίχλη του καπνού και στις συνωμοτικές φωνές─ πρωτομίλησα στον Νικόλα και εκεί είδα από πολύ κοντά, χωρίς φόβο τώρα πια, τα μάτια του, που ήταν κι αυτά μαύρα και καθαρά σαν τα γυαλισμένα μαλλιά του.
Χαμογέλασε αυτός και με καθησύχασε που με είδε διστακτικό, ενώ στους δικούς του ─του Β΄ Γυμνασίου, που με είχαν γνωρίσει και με λοξοκοίταγαν σαν τον υπεύθυνο της ήττας τους─ με σύστησε ως φίλο του και μάλιστα κάποια στιγμή, τελείως απρόσμενα, άνοιξε το πακέτο του και μου πρόσφερε τσιγάρο. Ideal Ματσάγγου ήταν εκείνος ο καπνός που χωρίς να το καταλάβω πήρα και έβαλα στο στόμα μου, για να τον έχω συνεχώς από τότε συνήθεια βλαβερή μα και σημάδι μνήμης και επιστροφής στο «τότε». Η αλήθεια είναι πως ζαλίστηκα και πως επέστρεψα στην τάξη μ' ένα αίσθημα ανομολόγητης ενοχής αλλά και μιας ιδιαίτερης ικανοποίησης, που πήγαζε από τα λόγια και από την εικόνα αυτού του αγοριού, που έμοιαζε ξεχωριστό απ' όλους εμάς και που δεν είχε τίποτα από την αναίδεια ή την ανούσια ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας.
Απ' αυτή τη μέρα και για όλες τις άλλες εκείνης της άνοιξης δεν υπήρξε διάλειμμα που να μη συναντηθούμε, με τέτοιο βαθμό συχνότητας, που οι παλιοί φίλοι κατέβασαν τα μούτρα και κοίταγαν με μισό μάτι αυτόν που είχε έρθει να τους πάρει τον ως τότε δικό τους φίλο. Με τον Νικόλα περπατούσαμε το χώρο του προαυλίου και τις περισσότερες φορές άκουγα εγώ αυτόν να μιλά για τη ζωή του μες στην Παιδόπολη, για τις δυσκολίες της πέμπτης τάξης, για κόλπα ποδοσφαιρικά και για άλλα πράγματα που ως τότε τα αφτιά μου και η ψυχή μου τα αγνοούσαν. Απαντούσα εγώ και συμμετείχα στα λεγόμενά του, αλλά καταλάβαινα πως τα φώτα της ζωής μου ήταν ένα απλό λυχνάρι μπρος στον προβολέα της δικής του, καθώς σ' αυτή την ηλικία των δεκαέξι χρόνων είχε δει και μάθει τόσα που δεν έβαζε ο δικός μου λογισμός.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στον Πειραιά, ήξερε ήδη τον κόσμο της πρωτεύουσας∙ πολλές ήταν οι ταινίες που είχε δει στο σινεμά και το σημαντικότερο: είχε καθίσει στις κερκίδες του σταδίου «Καραϊσκάκη». Τι άλλο να θέλει κανείς από τη ζωή! Εκεί, όμως, που ο Νικόλας σιωπούσε και με επιδέξιο τρόπο άλλαζε τη συζήτηση ήταν όταν τα δικά μου λόγια ─άπειρος και άψητος ήμουν ακόμη─ μιλούσαν για την οικογένειά μου. Τότε το βλέμμα του σκυθρώπιαζε, ενώ δεν μου επέτρεπε να προχωρήσω και να ρωτήσω τίποτα για τους δικούς του γονείς ή για τη ζωή τους. Μονάχα μία φορά του ξέφυγε και με τόνο φωνής που ήταν δικαιολογημένα ασταθής μου έκανε λόγο για τη μάνα που δεν είχε. Αυτό μόνο, και μετά κόπηκε με μαχαίρι η φωνή και η συζήτησή μας. Πάντως οι δυο μας είχαμε ταιριάξει για τα καλά και αφεθήκαμε να κάνουμε μελλοντικά σχέδια για κοινή ποδοσφαιρική ομάδα, όπου εγώ θα ήμουν ο γκολτζής της και ο Νικόλας η σιγουριά της άμυνας. Περπατούσαμε και ονειρευόμαστε, κοιταζόμαστε στα μάτια και ανακάλυπτε ο ένας στον άλλο την εικόνα του καλού φίλου. «Πιστεύω τω φίλω…»
Μπαίνοντας ο Μάιος, σήμανε, δυστυχώς, και ο καιρός της οριστικής μετεγκατάστασης του «Δευτέρου» στη νέα του περιοχή. Σφίχτηκε η καρδιά μου, όσο σκεφτόμουν πως αυτή η απομάκρυνση θα σήμαινε ίσως και το τέλος της φιλίας μου με τον Νικόλα, καθώς οι αποστάσεις θα μεγάλωναν και οι έξοδοι του απογεύματος δεν θα ήταν ικανές να αναπληρώσουν τα όσα προστάζει μία φιλία. Τη μέρα που κίνησε το «Δεύτερο» για τη δική του «Βιβλική Έξοδο» ─έτσι τη χαρακτήρισε με τον μειλίχιο τρόπο του ο θεολόγος μας─ ήταν μια μέρα γεμάτη φασαρία αλλά και φανερής λύπης. Κρεμασμένοι εμείς του «Πρώτου» στα κάγκελα της αυλής, τους βλέπαμε να κατηφορίζουν την οδό Κύπρου και νιώθαμε πως δεν χάναμε απλά και μόνο τους ─σε πολλά ζητήματα─ αντιπάλους μας, αλλά πως αποκοβόταν από τη ζωή μας οριστικά και τελεσίδικα ένα όμορφο κομμάτι των εφηβικών μας χρόνων.
Ο Νικόλας, λίγο προτού τους συγκεντρώσει ο γυμναστής, για να βαδίσουν εν πομπή τη νέα πορεία, ήρθε και με βρήκε έχοντας γράψει σ' ένα χαρτί το τηλέφωνο της Παιδόπολης, ώστε να του τηλεφωνώ και να κανονίζουμε κοινές τις απογευματινές εξόδους μας. Όταν μου έσφιξε με δύναμη το χέρι, είδα τα μάτια του να γυαλίζουν πολύ, όπως γυάλιζαν πάντα τα μαλλιά του, και ένιωσα τότε βαθιά μες στην καρδιά μου την αίσθηση ενός πρωτόγνωρου φόβου ότι αυτή η συγκίνηση δεν θα μας έβγαινε σε καλό.
Από τις 5 Μαΐου, που έγινε η αποκόλληση των σιαμαίων σχολείων, ως τις 20 του ίδιου μήνα, που κανονίστηκε η εκδρομή, με τον Νικόλα επικοινωνήσαμε από τηλεφώνου κάμποσες φορές και είπαμε τα νέα μας, ενώ ένα κυριακάτικο πρωινό τον πήρε το μάτι μου μέσα στη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου, δίχως όμως να προφτάσω να τον πλησιάσω και να του μιλήσω. Κάποιο βράδυ τον είδα στον ύπνο μυ να φορά κόκκινο πουλόβερ. Του το είπα την επόμενη και μέσα από το σύρμα ακούστηκε το γέλιο του κάπως βραχνό.
Δεν υπήρξε, όμως, κανένα τηλεφώνημά του στο οποίο να μη μου έχει υποσχεθεί πως τη μέρα της εκδρομής θα έβρισκε τον τρόπο να το σκάσει από το σχολείο του και να έρθει μαζί μου στις Μηλιές, καθώς επιθυμούσε πολύ να ξαναβρεθούμε και να τα πούμε από κοντά. Το σχέδιό του ─έτσι όπως μου το ανακοίνωσε την προπαραμονή της εκδρομής─ ήταν τολμηρό και ριψοκίνδυνο, γιατί, εκτός από την κοπάνα του σχολείου, έλεγε πως θα επιχειρούσε να σκαρφαλώσει στο τρένο που θα μας μετέφερε, καθώς αυτό θα περνούσε μπροστά από την Παιδόπολη κι έτσι ─γελούσε λέγοντάς μου τα αυτά─ θα γινόταν ταυτόχρονα Τομ Σόγερ και Ζορό. Εγώ χαιρόμουν στη σκέψη ότι θα ήταν μαζί μου, μα από την άλλη είχα μια προαίσθηση που μου δάγκωνε την καρδιά και την όποια χαρά μου. Ό,τι και να του είπα, όμως, όσο και να επέμενα με χαμηλή φωνή από το τηλέφωνο για να τον μεταπείσω, αυτός δεν πειθόταν και μάλιστα, όταν με αποχαιρέτησε, η φωνή του ακούστηκε καμπανιστή και με αυθόρμητο γέλιο.
Αυτό το απόγευμα της δεκάτης ογδόης Μαΐου του 1971 ήταν η τελευταία φορά που άκουσα στη ζωή μου τη φωνή του φίλου Νικόλα. Από τότε και μέχρι σήμερα ποτέ δεν ξέχασα τον ήχο της και πάντα την έχω κρατημένη καλά μέσα μου σαν ρυθμό φωναχτής προσευχής και σαν ενθύμιο κάποιων ημερών που ήταν ακόμη ανέγγιχτες από κακία και γι' αυτό τόσο πολύ ευάλωτες στον πόνο. Πολλές φορές κάθομαι και αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου εάν ετούτο και εάν το άλλο, και κάθε φορά ─σε κάθε σενάριο αυτής της ανέφικτης ζωής μου─ τοποθετώ κυρίαρχο πρόσωπο και αποκλειστικό μου φίλο τον Νικόλα. Τον σπάνιο Νικόλα της μπριγιαντίνης.
Ξαναγυρίζω, λοιπόν, και φέρνω στο μυαλό μου εκείνη τη μέρα της εκδρομής που τη χαιρόμουν διπλά, μια και ένιωθα πως είχα συντελέσει κατά πολύ στην πραγματοποίησή της με το γκολ που πέτυχα. Περισσότερο, όμως, η καρδιά μου πανηγύριζε, επειδή από την Αγριά και πέρα το τρένο θα είχε έναν ακόμη επιβάτη - ανέλπιστο για τους πολλούς και πολύτιμο για μένα. Οι εικόνες του σταθμού και της επιβίβασης είχαν χρώματα και φωνές που έκαναν την άνοιξη πιο λαμπερή και τις καρδιές όλων μας να φουσκώνουν από ζωή και γέλιο. Χαλαρωμένα τα πρόσωπα των καθηγητών, ανέφελα αυτά των μαθητών και όλοι μαζί να προσπαθούν να ταχτοποιηθούν στο μικρό τρένο που θα διέσχιζε την πόλη και ακολουθώντας την πορεία τού ντε Κίρικο θα τους πήγαινε στο βουνό και στο χωριό της πολύχρωμης μαγείας.
Ανέβηκα από τους πρώτους και έπιασα θέση δίπλα σε παράθυρο της αριστερής πλευράς και κοντά στην πόρτα, ώστε να δω και ─αν χρειαζόταν─ να βοηθήσω τον Νικόλα στο σκαρφάλωμά του. Όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη στην ελπίδα αυτού του γεγονότος και δεν πρόσεχα τα λόγια των συμμαθητών μου ούτε τις συμβουλές των καθηγητών να μη σκύβουμε έξω από τα παράθυρα. Όταν πλέον κάποια στιγμή το μικρό για τόσα άτομα τρένο ξεκίνησε με τρομερό σφύριγμα και με σύννεφο καπνού, εγώ ήμουν σκυμμένος έξω από το παράθυρο και, τεντώνοντας το βλέμμα μου, αδημονούσα να διακρίνω μία ώρα νωρίτερα την Παιδόπολη. Όταν φτάσαμε στο τέλος του λόφου της Γορίτσας και φάνηκε μπροστά μας η περιοχή της Αγριάς και η θάλασσά της, τότε και το δικό μου χείλι έσκασε σε χαμόγελο και έβγαλα το κεφάλι μου ακόμη πιο πολύ έξω, μετρώντας ανάποδα τα μέτρα και τα λεπτά που με χώριζαν από τη στροφή της Παιδόπολης και από τον φίλο μου.
Φτάνοντας, όμως, το τρένο στο ύψος των πρώτων οικημάτων της Παιδόπολης, διαπίστωσα με φόβο εκεί πως, αντί να ελαττώσει την ταχύτητά του, αυτό αντιθέτως επιτάχυνε, μεγαλώνοντας έτσι την ανησυχία και την απορία μου για το πώς ο Νικόλας θα κατάφερνε να πηδήσει πάνω του. Τα μάτια μου κοίταζαν με προσοχή όλο το μήκος της γραμμής απ' όπου θα περνούσε ο συρμός, αλλά πουθενά δεν μπορούσα να διακρίνω τον Νικόλα, ενώ ούτε κανένας άλλος μαθητής φαινόταν μέσα στο προαύλιο ή έξω από την Παιδόπολη. Ερημιά παντού. Είχα πια σηκωθεί όρθιος και τελείως αμήχανος κοίταζα πότε προς την Παιδόπολη και πότε προς τη μεριά της θάλασσας, ελπίζοντας σε κάποια ξαφνική εμφάνισή του. Ο Νικόλας δεν υπήρχε, όμως, πουθενά.
Οι ελάχιστες ελπίδες μου μη τυχόν και περίμενε το τρένο στον σταθμό της Αγριάς γρήγορα αποδείχτηκαν μάταιες κι έτσι τράβηξα το κεφάλι μου μέσα και έπεσα βαρύς, άκεφος στο κάθισμά μου. Να είχε αρρωστήσει; Να είχαν αντιληφθεί το εγχείρημά του και να τον εμπόδισαν; Να το είχε μετανιώσει για άγνωστο λόγο;… Καμία από τις προφάσεις και καμία από τις πιθανές αιτίες της απουσίας του δεν με έπειθε και δεν καθησύχαζε το στυφό αίσθημα που είχε βγει στην επιφάνεια της καρδιάς μου και την πλημμύριζε με λύπη.
Το ταξίδι μέχρι τις Μηλιές, διασχίζοντας ισκιωμένα λαγκάδια και αιωρούμενες γέφυρες, τα χρώματα της φύσης που μας περίμεναν εκεί ─δέντρα και φυλλωσιές σε σχήματα και παραλλαγές που θα μπορούσαν να γεμίσουν τον καθένα με αισιοδοξία για τη ζωή─ αλλά και το ξεφάντωμα που επικράτησε στην κεντρική πλατεία με τους καθηγητές να φορούν το αληθινό τους πρόσωπο και όλους τους μαθητές να έχουν μεθύσει από μπυράλ και από χαρά, όλα αυτά καθόλου δεν άγγιξαν την πικραμένη ψυχή μου. Περπατούσα μοναχός στα καλντερίμια και παρακαλούσα τις ώρες να συντομεύσουν, για να κατεβώ μια ώρα γρηγορότερα στην πόλη και να τηλεφωνήσω στην Παιδόπολη. Αιώνας κύλησε μέχρι να έρθει το απόγευμα και, όταν πλέον το τρένο κατηφόρισε προς τον Παγασητικό, τότε σαν να ανάσανε πραγματικά και το δικό μου στόμα.
Στην Παιδόπολη αντικρίσαμε όλα τα παιδιά να έχουν στριμωχτεί πάνω στο συρματόπλεγμα του προαυλίου και, καθώς περνούσε σφυρίζοντας το βαρυφορτωμένο τρένο, να μας κουνούν τα χέρια σε φιλικό χαιρετισμό. Ανταποδίδαμε και εμείς, αν και εγώ αγωνιζόμουν να διακρίνω ανάμεσά τους το πρόσωπο του δικού μου φίλου, χωρίς όμως να καταφέρω τίποτα. Φτάνοντας περασμένες εφτά στο σταθμό, το πρώτο που έκανα ήταν να τρέξω γρήγορα στο πιο κοντινό περίπτερο και με χέρι που έτρεμε να σχηματίσω στη μαύρη συσκευή τον αριθμό κλήσης της Παιδόπολης.
Την ώρα που περίμενα ν' ακούσω από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής το «εμπρός», τελείως ασύνειδα γύρισα το κεφάλι μου και σήκωσα τα μάτια μου προς τον ουρανό του απογεύματος. Εκείνη την ώρα και εκεί μακριά ο ήλιος έδυε ─«μέσα σε κάτι γκρι, σε κάτι μοβ σύννεφα που θύμιζαν ουρανούς του Ελ Γκρέκο», όπως θα έλεγε είκοσι δύο χρόνια αργότερα για τον ίδιο ουρανό μια φίλη συγγραφέας, που έμελλε να γίνει η αγιογράφος των ονείρων της ζωής μας─ και αυτό το χρώμα του δύοντος ηλίου έκανε ακόμη πιο σίγουρη την κακή είδηση που περίμενα ν' ακούσω από το τηλέφωνο.
Η φωνή που σχημάτισε την απάντηση στην αναζήτηση του φίλου μου Νικόλα και ψήγμα σκληράδας είχε αλλά και την ειρωνεία που βάζουν στον τόνο της φωνής τους οι επιστάτες των ιδρυμάτων, μια και μπορούν να αναγγείλουν με τον πιο φυσικό τρόπο ειδήσεις σαν κι αυτή: «Ο Νικόλας έφυγε από την Παιδόπολη. Χθες αποφυλακίστηκε ο πατέρας του και σήμερα ήρθε να τον πάρει μαζί του στον Πειραιά. Δεν μας άφησε διεύθυνση ούτε τηλέφωνο. Εσύ ποιος είσαι;…»
……………………………………………………
Αν, τώρα, ξέρω εγώ κάτι περισσότερο απ' όλους τους άλλους και μπορώ να μιλώ χωρίς αυθαιρεσία για «σκληράδα και ειρωνεία φωνής», αλλά και για τον τρόπο που μπορεί κανείς να τις πολεμήσει και να σωθεί, είναι επειδή όλοι εμείς ─παλιοί και τωρινοί τρόφιμοι των ιδρυμάτων─κατέχουμε από μικρή ηλικία τη σοφία της μοναξιάς και επειδή μόνοι μας έχουμε διδαχτεί τα πάθη της ψυχής και τις ανάγκες του νεανικού σώματος. Αυτό το δηλώνω και το υπογράφω εγώ, ο Οδυσσέας Δ., καθηγητής Φυσικής Αγωγής, που δωδεκάχρονος κατέβηκα από τα χωριά του Ασπροπόταμου της Πίνδου και την εφηβεία μου την πέρασα σε Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο της όμορφης πόλης του Βόλου.
Να, λοιπόν, γιατί τους μαθητές μου σήμερα, σε επίσημους αγώνες ή και στο δίτερμα της προπόνησης, τους προτρέπω να προτιμούν τις χαμηλές σέντρες ─αυτές που κερδίζονται μόνο με κεφαλιά «ψαράκι»─και να γιατί τους ενθαρρύνω να περιποιούνται τα μαλλιά τους με ζελέ, που στις μέρες μας έχει αντικαταστήσει τη γυαλάδα και την ωραιότητα της παλιάς μπριγιαντίνης.
Ακρίβος Κώστας, «Αρρένων και άλλων αποδημητικών», στο Ακρίβος Κώστας, Αλλοδαπή, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1995 (1η δημοσίευση στο Αναμνηστικό Λεύκωμα Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Βόλου, 1994), σ. 125-145.