20.5.21

Πατέρα, τους βρήκες? ΣΗΜΕΛΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΟΥ...Ελευθέριος Χατζηελευθεριάδης.ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ....

Έτσι ξεκινά η αφήγηση, όπως μύριες τόσες. Όπως και τότε όπως και σήμερα για άλλους λαούς. Όμορφα σαν παραμύθι που σιγά σιγά κλιμακώνεται σε εφιάλτη. Αυτές οι αφηγήσεις γίνανε περιέργως μνήμες και δικές μας. Το τραύμα τους κληροδοτήθηκε, ο καημός για τους αδικοχαμένους πνίγει τα σωθικά μας κι αβίαστα, γίνεται λυγμός. Σ' εμάς, για τη Σημέλα, τον Στάθη, την Κερεκή, και τα μικρά παιδιά, Μαρία, Βαρβάρα, Μωυσής, Γιαννάκης.... 
Πατέρα, τους βρήκες? 
Πρέπει να τους βρήκες... ναι ... πρέπει να έκλεισε η πληγή σου! 
Ναι... έτσι πρέπει κι έτσι θα είναι!

"Σ' ένα χωριό της Τραπεζούντας του Πόντου, στη Λαραχανή της επαρχίας Ματσούκας που φημιζόταν για τις παραδεισένιες του εξοχές, τα περίφημα "παρχάρια", για τις αστείρευτες & κρυστάλλινες πηγές του, για τη λουλουδιασμένη φύση του, για την ξεγνοιασιά, την τιμιότητα, την αγνότητα και τον αλληλοσεβασμό των κατοίκων του, ζούσε ευτυχισμένη, μέσα στις άλλες, και μια οικογένεια, σ' ένα ξωτικό περιβάλλον, πλουμιστής φυσικής ομορφιάς.
Είχε συγκεντρωμένη κτηματική περιουσία, σε ποικίλη σύνθεση, χιλιάδων στρ. Ένα σύμπλεγμα φυσικό, αφάνταστα περίεργο! Συμπύκνωμα φυσικής τελειότητας! Αγριότητα ανάμικτη με γαλήνια ομορφιά! Παντού αντιθέσεις!
Βράχια θεόρατα που έμοιαζαν μετέωρα! Σπηλιές απύθμενες που ζωντάνευαν παραμύθια με μάγισσες & δράκοντες. Νερά άφθονα & διαυγή που πέφτουν από ψηλά & αυλακώνουν, πιο κάτω, σαν φίδια τα λειβάδια. Έλατα πανύψηλα με κορμούς σαν λαμπάδες, γέρικες καστανιές, γεροδεμένες βελανιδιές & καρποφόρες καρυδιές στις όχθες του ποταμού, βαστάζουν αγόγγυστα τις μεγάλες κληματαριές.
Κάθε λογής δένδρο, ήμερο ή άγριο, καρποφόρο ή άκαρπο, συμπλέκονται θαρρείς αγκαλιασμένα, φράζοντας σαν ζούγκλα τον δρόμο στον διαβάτη που δεν ξέρει το μονοπάτι που διασχίζει το κτήμα από τη μια άκρη έως την άλλη. Υπάρχει & το ποτάμι που διέρχεται το κτήμα κι αφήνει από τη μια πλευρά του ένα βαθύπεδο με κάθε είδους καλλιέργεια την οποία ποτίζει με φυσικά αυλάκια. Στην άλλη πλευρά, υψώνεται μια πλαγιά κατάφυτη από ποικίλη βλάστηση, την οποία λούζει με τις χρυσαφένιες αχτίνες του ο ήλιος απ' την ανατολή έως τη δύση του. Το όνομα του ποταμού, Πυξίτης.
Οι πρωινές ακτίνες του Ήλιου, σαν προβάλλει το άρμα του ανάμεσα από τα γιγάντια βράχια του απέναντι βουνού που λέγεται "Καχολός", χρυσώνουν τις κορφές των ελατιών. Η διαχωριστική χρυσαφένια γραμμή, αρχίζει να κατεβαίνει, όσο ο Ήλιος προχωρεί προς το Ζενίθ, για να απλώσει στη συνέχεια στο φιδίσιο κορμί του ποταμιού που μουρμουρίζει το αιώνιο μονότονο τραγούδι του, κυλώντας τα καθάρια του νερά στο βάθος της χαράδρας.
Κι όταν το σούρουπο σκεπάζει με το σκοτεινό πέπλο του, τη μαγεμένη τούτη Φύση, κουρνιάζουν τα φλύαρα πουλιά στις φωλιές τους & το δάσος ζωντανεύει από τις φωνές των αγριμιών. Λύκοι, αρκούδες, τσακάλια, αγριογούρουνα, βγαίνουν σε αναζήτηση τροφής. Τότε το δάσος τούτο παίρνει μορφή αληθινής ζούγκλας.
Σε όλο αυτόν τον ποικιλόμορφο τόπο με την ιδιόρρυθμη Φύση, κυριαρχεί μια οικογένεια, περιτειχισμένη από Κάστρα πανάρχαια που μαρτυρούν ότι, στα βάθη των αιώνων που πέρασαν, κάποιος τιτλούχος της Αυτοκρατορίας της Tραπεζούντας, ή κάποιος τοπικός ηγεμόνας, είχε στημένο εκεί το κονάκι του.
Η οικογένεια αυτή που γνωρίσαμε εγκατεστημένη εδώ, πριν τη μαύρη καταστροφή του Πόντου το 1922, όπως θα δούμε πιο κάτω, υπήρξε η τελευταία ελληνοχριστιανική κάτοχος του κτήματος. Χωρίς να ξέρουμε αν είναι συνέχεια και φυσική κληρονόμος, εκείνης που πρώτη είχε εγκατασταθεί εδώ. Ή αν εκείνη, η πρώτη είχε σβήσει ολότελα. Το ατύχημα είναι, πως η ιστορία του Πόντου, παρά την πλούσια ελληνοχριστιανική δράση & τα φημισμένα σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο σχολεία, όπως η Τραπεζουντιανή Μαθηματική και Αστρονομική Σχολή, είναι τόσο φτωχή που ακόμα & για τους Αυτοκράτορες, τους Μεγαλοκομνηνούς της Τραπεζούντας, ελάχιστα γνωρίζουμε οι Έλληνες.


Τα πανάρχαια τείχη που περιβάλλουν το οικογενειακό αυτό συγκρότημα, δείχνουν πως τα θεμέλια του προϋπάρχοντος οικισμού, τέθηκαν στα χρόνια της Βυζαντινής εποχής. Μέσα στα Κάστρα - ας το πούμε έτσι - υπάρχουν τα ερείπια οικίας. Δίπλα στα παλιά ερείπια, χτίστηκε άλλο σπίτι, με καινούργια οικοδομικά υλικά. Αν και τα γερά υλικά από τα ερείπια, θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν. Κανείς όμως από τους διαδόχους δεν τόλμησε να τα αποσπάσει, γεγονός που μαρτυρεί τον σεβασμό με τον οποίο στέκονται οι απόγονοι μπροστά στα οικογενειακά ερείπια, σε ανάμνηση των εφεστίων θεών και προγόνων τους. Κι ούτε φροντίζουν να τα προστατέψουν ή να τα υποβαστάξουν με κατάλληλους στύλους και δοκούς. Παρά αφήνουν τα πάντα, στη διάθεση του χρόνου, του πανδαμάτορα, να συνεχίσει το φθοροποιό του έργο. Παράξενα παθητικός σεβασμός στα αρχαία οικογενειακά μνημεία.
Οι πόρτες των ερειπίων ανοιχτές και τα παιδιά της οικογένειας παίζουν κρυφτό μέσα στα πολυδαίδαλα διαμερίσματα, επιταχύνοντας, άθελά τους, τη φθορά. Το παιχνίδι τους αυτό, μπορεί να ευχαριστεί τους μεγάλους, με τη σκέψη ότι σπουδάζουν παράλληλα την Ιστορία των προγόνων τους. Ποιος ξέρει! .....
Ένα από τα παιδιά αυτά, που ζήσανε τα χρόνια της ξεγνοιασιάς σε αυτό το παραδεισένιο περιβάλλον παίζοντας μέσα στα ιερά ερείπιά του, ήμουνα κι εγώ ...."

Ελευθέριος Χατζηελευθεριάδης.