20.5.21

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

Του Θανάση Καλλιανιώτη
Ληστές και φυγόδικοι προϋπάντησαν τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου το καλοκαίρι του 1942. Εξαρθρώνοντας βίᾳ την τοπική εξουσία,

όσους θεωρούσαν συνεργάτες του εχθρού και τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις κυριάρχησαν στο ορεινό πεδίο.

Άποψη του οικισμού Καρυά από τη θέση Μπιχτέσι όπου λημέριαζαν το καλοκαίρι οι πρώτοι αντάρτες του Ολύμπου. Αριστερά το οροπέδιο της Κουνόσπολης, πεδίο ρίψης Βρετανών συνδέσμων τον Ιανουάριο του 1943

ΣΙΔΗΡΟΦΟΡΙΑ
Ο Όλυμπος, παγκοσμίως φημισμένη έδρα αρχαίων θεών, σημάνθηκε κι ως τόπος διαβίωσης παρανόμων ή αρνητών της εξουσίας τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα και μετά. Μόνιμοι και παροδικοί άνδρες βημάτιζαν καταδιωκόμενοι στις κορυφές και τα αλπικά τοπία και αποκρύβονταν στα πυκνά δάση.[1] Ελάχιστη επίσης διάθεση υποταγής έδειχναν υλοτόμοι, καρβουνιάρηδες και παροικούντες κτηνοτρόφοι, Βλάχοι συνήθως ή Σαρακατσάνοι.

Όλοι οι ποιμένες έφεραν μαζί τους πολεμικά όπλα για να προστατεύουν τα κοπάδια από τα ζώα του βουνού ή από εξαγριωμένους συνανθρώπους με τους οποίους προστριβές δεν έπαυαν ποτέ. Υπέρ του έθους της οπλοφορίας συνεισέφερε επίσης η ανυπαρξία δρόμων και η μακρινή απόστασή του από τα αστικά κέντρα. Η πεδινή κωμόπολη Ελασσόνα π.χ. απείχε περισσότερο από ένα οκτάωρο με τα πόδια από τον ορεινό οικισμό Καρυά, υψομετρική διαφορά 600 μέτρων.

Επί Κατοχής ο Όλυμπος αποτελούσε σημαντική στρατηγική θέση με το σιδηρόδρομο να περνά από την κοιλάδα των Τεμπών. Οι Σύμμαχοι ήταν διατεθειμένοι να επιβραδύνουν ή σταματήσουν εντελώς κυκλοφορία των τρένων, ακούγοντας φήμες για ύπαρξη 1.000-3.000 ανταρτών.[2] Γι’ αυτό κατέφθασαν επί τόπου αξιωματικοί ειδικοί στις ανατινάξεις σαν τον Χορς και τον Κρόμγουελ,[3] μαζί με εκρηκτικά που σπάνιζαν στην ενδοχώρα.[4]Οι αντάρτες ήταν απαραίτητοι ως βοηθοί κι οδηγοί, οπότε όπλα μαζί με λίρες άρχισαν να πέφτουν νωρίς από τον ουρανό. Ως εκ τούτου οι διαμαρτυρίες ότι οι Βρετανοί δεν είχαν ενισχύσει καθόλου τον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας[5] είναι αναληθείς, αφού μόνο στο όρος Κόζιακας των Τρικάλων οι Βρετανοί είχαν ρίξει 1500 ιταλικά τυφέκια.[6] 750 δε χρυσές λίρες είχαν ήδη δοθεί στους επαναστάτες τους δύο πρώτους μήνες του 1943.[7]

ΥΛΙΚΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ο τύπος της εποχής, λ.χ. η Ελευθερία του ΕΑΜ Μακεδονίας, κατέγραψε γεγονότα, επιλεκτικά όμως και σύμφωνα με την ιδεολογική του οπτική. Σύγχρονα, χρονολογικά τουλάχιστον, στα γεγονότα είναι τα έγγραφα ιταλικών μονάδων που στάθμευαν στη Θεσσαλία.[8] Αντίστοιχα γερμανικά δεν ήταν διαθέσιμα, ίσως επειδή οι ολιγάριθμοι Γερμανοί, περιορισμένοι στην Κατερίνη και τα Τέμπη, δεν είχαν άμεση επαφή με τον κόσμο της υπαίθρου και κυρίως διότι οι αντάρτες απέφευγαν αρχικά από πολεμικό φόβο μάλλον παρά από σχεδιαστικό υπολογισμό κάθε δράση στη γερμανοκρατούμενη περιοχή. Αντάρτες και Γερμανοί ενεπλάκησαν σε αψιμαχίες τον Ιανουάριο του 1943 στον Κάτω Όλυμπο,[9] αλλά όχι κατά τη διάρκεια της πρώτης μεγάλης γερμανικής εκκαθαριστικής επιχείρησης που ξεκίνησε στις αρχές Απριλίου του ιδίου έτους.[10]

Τα βρετανικά αρχεία είναι κι αυτά σχετικώς όψιμα. Αρχίζουν κάπως αργά, ύστερα από την 23 Ιανουαρίου 1943, όταν προσήλθε ουρανοκατέβατος σύνδεσμος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής. Η αλληλογραφία των κατοχικών στελεχών του ΚΚΕ στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας δεν έχει μελετηθεί, ενώ όση εναπόκειται στον Περισσό, αν εναπόκειται θα αργήσει μάλλον να δει το φως. Ημερολόγιο πολιτικού υπευθύνου της πρώτης ομάδας του ΝΑ Ολύμπου[11] πιθανόν έχει γραφεί αργότερα, καθώς αναφέρει ονόματα που θα κινδύνευαν αν τα έβλεπαν εχθρικά μάτια και σύμφωνα με άλλη μαρτυρία το ημερολόγιο της ομάδας ανήκε σε άλλον αντάρτη.[12]

Τα απομνημονεύματα ενόπλων που έδρασαν στον ΝΑ Όλυμπο την αναφερόμενη περίοδο, δηλαδή από το 1942 έως τις αρχές του 1943, είναι ελάχιστα επειδή οι περισσότεροι πρώτοι αντάρτες ήταν αγράμματοι ή ολιγογράμματοι, ήταν λιγοστοί στον αριθμό ή έχασαν νωρίς τη ζωή τους. Τα υπαρκτά αντίστοιχα έχουν γραφεί από πρωταγωνιστές μέλη του ΚΚΕ από την αρχή ή που εντάχθηκαν λίγο αργότερα. Συμμετέχοντας και στον κυρίως Εμφύλιο Πόλεμο και ζώντας περισσότερο από τρεις δεκαετίες εκπατρισμένοι είναι φυσικό να μεταδίδουν επιλεκτικές ή καθοδηγούμενες απόψεις.

Πρώτο χρονολογικά το πόνημα του νομάρχη Λάρισας Ιωάννη Γκότση, Φλόγες στον Όλυμπο, δεν ήταν δυστυχώς διαθέσιμο -ούτε και το αντίστοιχος της Ευαγγελίας Σαμαρά Ευαγγελίας Ανθρώπινο χρέος: αναμνήσεις απ΄ τη ζωή μου.[13] Κυρίαρχο όλων ως προς τον πλούτο των πληροφοριών παραμένει το δίτομο έργο του Λαζάρου Αρσενίου Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, βελτιούμενο συνεχώς από το 1964 που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά. Ο συγγραφέας άντλησε και από προφορικές μαρτυρίες, αλλά στάθηκε επιλεκτικός σε ό,τι σκίαζε την ηρωική εικόνα των πρώτων ανταρτών. Η κριτική στελέχους του τοπικού ΚΚΕ ότι έγραψε ακούγοντας «ένα σωρό ψευτιές και φαντασίες»,[14] δεν έχει αντιστοιχηθεί με το περιεχόμενο.

Στο ίδιο μήκος κύματος πλέει και το βιβλίο του δικηγόρου Θεοδώρου Καριπίδη Εαμική Εθνική Αντίσταση –Δεκέμβρης 1944 (Δεκεμβριανά) –Εμφύλιος Πόλεμος 1946-49, πλούσιο κι αυτό σε πληροφοριακό υλικό. Ενδιαφέρουσα τουλάχιστον ως προς τη ροή του λόγου είναι τέλος η εργασία του πολιτικού πρόσφυγα Χαράλαμπου Σουβλή Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας (Μπούλκες –Τασκέντη).

Στην αντίπερα όχθη καταλογραφούνται τρία έργα: Η Περιπέτεια με τους αντάρτες, 1943-44 του Βρετανού αρχαιολόγου Νίκολας Χάμμοντ. Πρόκειται για την οπτική ενός ξένου, που η σχέση του με τους Έλληνες ενόπλους ήταν μάλλον διφορούμενη: αντιπαλότητα προς τους αρχηγούς, φιλία με τους αντάρτες. Η έκδοση του Δημητρίου Παλιούρα Στο Δεύτερο Πλατάνι, αναφερόμενη με πάθος και σε καπεταναίους του ΕΛΑΣ Ολύμπου. Στο μέσον μάλλον στέκεται το έργο του Αθανασίου Παπανικολάου Η Γιαννωτά: ιστορία, γεωγραφία, λαογραφία. Ο συγγραφέας, υπεύθυνος της Επιμελητείας Του Αντάρτη του χωριού του γνώριζε πρόσωπα και πράγματα, από τα οποία κατέγραψε ελάχιστα σε ορισμένες εκ των υστέρων συρραμμένες σελίδες. Η ανάγνωση παρόμοιων με τις ειρηθείσες εργασιών είναι αναγκαία διότι οι εαμικές μαρτυρίες υπερτερούν. Περίπου δώδεκα προς μία.[15]

Δύο είναι τα βασικά πληροφοριακά περιοδικά και φιλοεαμικά: η Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση με εκδότη τον Θεόδωρο Καλλίνο, τον πρώτο μόνιμο αξιωματικό που υποστήριξε ενεργά τους αντάρτες του Ολύμπου και η Εθνική Αντίσταση που ανήκει ιδεολογικά στο ΚΚΕ. Απευθυνόμενα σε ομοϊδεατική συλλογικότητα ληπτών, παρέχουν λεπτομέρειες που ίσως δεν θα δημοσιεύονταν αν επρόκειτο να τυπωθούν σε βιβλία ευρύτερης κυκλοφορίας.

Από το διαδίκτυο αρύονται διάφορες μαρτυρίες, παράγωγες μερικές φορές αχνής γνώσης, σφοδρών επιθυμιών ή αχανούς φαντασίας. Ευτυχώς κάποτε με πυρήνες αλήθειας. Αναφορές π.χ. για τον «κώδικα δημογύφτου»,[16] ένα χάρτη δηλαδή με τη βοήθεια του οποίου ανακαλύπτει κανείς λίρες κρυμμένες από τον κομουνιστή Κωνσταντίνο Γυφτοδήμο ή Καραγιώργη. Ακόμη ιστορίες για δίμετρους ληστές και «ουρά», που αναρροφούσαν ανθρώπινο αίμα πριν φονευθούν από αντάρτες του ΕΛΑΣ.[17] Στην πρώτη περίπτωση ηχούν την σημαντική προσφορά των Συμμάχων στους αντάρτες. Συγκεκριμένα ομιλούν για 40.000 χρυσές λίρες σε διάστημα δύο ετών, τις οποίες αιτούσε ο αναφερόμενος Καραγιώργης, γραμματέας της ΚΟ του ΚΚΕ Θεσσαλίας, αναγκαίες όχι μόνο για την ύπαρξη του ΕΛΑΣ αλλά και για την εξύψωση του κύρους «του ΚΚΕ και του ΕΑΜ».[18]

Στην επόμενη ιστορία διαφαίνεται η πολιτική των ανταρτών προς τους ληστές που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τους κανόνες τους όπως ο κοντός, φαρδύς κι αγριοπρόσωπος Βλάχος που άκουγε στο όνομα Πίσας[19] και η προσπάθεια εξιλέωσης όσων ληστών εντάχθηκαν στους αντάρτες. Φυσικά η παραμέριση των ληστών δεν σταμάτησε όπως συνήθως κατά κόρον επαναλαμβάνεται την «κλεψιά ως δια μαγείας», αφού ποτέ δεν έπαψε στα ανταρτοκρατούμενα μέρη. Δύο παραδείγματα αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: στην πεδινή Γεράνεια όπου το ΚΚΕ διέθετε «ευρύτερη επιρροή»[20]γυναίκα είχε οικειοποιηθεί ξένα οπωρικά,[21] ενώ στο γειτονικό Σαραντάπορο τρεις άνδρες είχαν κλέψει 20 πρόβατα. Τα δρακόντεια μέτρα του ΕΛΑΣ εναντίον των κλεπτών σίγουρα ελάττωσαν αλλά δεν εξάλειψαν τις παρανομίες. Έχει διαπιστωθεί εξ αρχαιοτάτων χρόνων ότι ο θάνατος ως μέσο τιμωρίας «δεν σταματά το έγκλημα».[22]

Με επιτόπιες εξερευνήσεις του χώρου και ιδιαίτερα με συναντήσεις με αυτόπτες μάρτυρες εισχωρεί ο ερευνητής σε άλλη διάσταση. Από την άνεση της ανάγνωσης πηγών περνά στο πεδίο ακρόασης ανθρώπων όπου αντλεί, αν είναι ικανός, πλούτο πληροφοριών, αντιθετικών αρκετές φορές και πάντα έντονα χρωματισμένων. Στον ανυποψίαστο στρατευμένο προσφέρεται μόνον η βιτρίνα και στον άτολμο αποκλειστικά το περικάλυμμα.

Λεπτομέρεια χάρτη όπου εικονίζεται η μεταπολεμική Βόρεια Θεσσαλία. Οι περισσότεροι ορεινοί οδοί που καταγράφονται εδώ ήταν ανύπαρκτοι στη δεκαετία του ΄40. Στο ανάγλυφο του εδάφους και στην ανθρωπογεωγραφία οφείλονταν η συγκέντρωση κάθε είδους αρνητών της εξουσίας στην περιοχή. Κόντος Σ.-Φυλακτός Δ., Θεσσαλία, Αθήνα, χ.χ.

Εν αντιθέσει με τα έγγραφα, οι προφορικές πηγές συστέλλονται ή διαστέλλονται και η αλήθεια εμπλέκεται αδιαχώρητα με το ψεύδος. Στο χωριό του Ολύμπου Πύθιο (παλαιότερα Σέλος) ο ΕΛΑΣ είχε εκτελέσει φθινόπωρο του 1942 δύο κατοίκους ως «συνεργάτες» των Ιταλών, γεγονός που αποφεύγεται σε παλαιότερες πηγές, ενώ στις σημερινές αποσιωπάται. Η σχετική συνομιλία όμως με οποιονδήποτε ηλικιωμένο κάτοικο αποκαλύπτει πολλά και η πολιτική επικοινωνία, τα οφέλη της καθημερινότητας ή οι έντυποι δισταγμοί κρίνονται άκρως αδύναμοι μπροστά στην προφορική ροή του λόγου. Το αμάλγαμα που προκύπτει από τη γνώση του χώρου, τη βάσανο και κριτική μίξη των γραπτών πηγών με τις συνεντεύξεις στο πλαίσιο της λογικής λογίζεται ως μεταϊστορικός λόγος. Απαραίτητος σε κάθε ευγενή θεράποντα της Κλειώς.

ΟΙ ΠΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ
Είναι βεβαίως επαινετό κατόρθωμα η εύρεση όσο το δυνατόν περισσότερων πηγών, αλλά Ιστορία δεν ορίζεται η συλλογή των. Ένα επιπλέον γνώρισμα του καλού επιστήμονα είναι η βαθιά γνώση του περιβάλλοντος κόσμου. Π.χ. η βρώση και η πόση προσφέρεται σήμερα από τους περισσότερους χωρικούς αφιλοκερδώς στους ξένους, την πρώτη φορά από περιέργεια ή ειλικρινή διάθεση φιλοξενίας. Έπειτα το αντίτιμο είναι μάλλον απαραίτητο. Μετά ο εθελοντισμός περιορίζεται και η πίεση είναι απαραίτητη, γιατί εκτός από πληροφορίες ζητούνταν ρούχα, χρήματα ή όπλα.

Τρία ήταν τα κράτη στον Όλυμπο στην αρχή της Κατοχής, δύο ημερήσια κι ένα νυχτερινό: η Ελληνική Πολιτεία μέσω των τοπικών αντιπροσώπων της, χωροφυλάκων, αγροφυλάκων, δασοφυλάκων και κοινοταρχών -οι τελευταίοι δεν έφεραν όπλο. Οι Ιταλοί στρατιώτες που επισκέπτονταν την περιοχή για μικρά χρονικά διαστήματα αποσυρόμενοι μετά στη βάση τους. Και οι φυγόδικοι ή δραπέτες των φυλακών, που κινούνταν με καταπληκτική άνεση στο λιγοστό ή καθόλου φως.

Η Ελληνική Πολιτεία αντιμετώπιζε επιπλέον δυσκολίες ως προς την τήρηση των εντολών της από το καλοκαίρι του 1941, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να ανθίστανται σθεναρότερα στην επιπλέον φορολόγηση της σοδειάς τους. Προσπαθούσαν προσπαθώντας με κάθε τρόπο να πείσουν τους επόπτες, συνήθως αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού,[23] ότι διέθεταν λιγότερα από όσα είχαν παράγει. Η Χωροφυλακή απέφευγε να συνεργαστεί με τον κατακτητή και δεν συνελάμβανε με την ίδια παλαιά ζέση τους παρανόμους, ιδιαίτερα τους κομουνιστές. Οι χωροφύλακες «απομακρύνθηκαν σκόπιμα για να μου δώσουν τη δυνατότητα να φύγω», γράφει στέλεχος του ΚΚΕ Τυρνάβου.[24] Στο Λιτόχωρο μάλιστα οι αντάρτες μπαινόβγαιναν το βράδυ με τη συνεργατική ανοχή της,[25] ενώ τα αποσπάσματα των ανδρών της που εξέδραμαν στην ύπαιθρο εναντίον των ανταρτών επαφίονταν φιλικά μαζί τους. Ακόμα και ο ίδιος ο διοικητής της ΥΧ Ελασσόνας.[26]

Επόμενη ήταν η ιταλική παρέμβαση. Διόριζαν έμπιστα σ’ αυτούς πρόσωπα ή, καλύτερα, παρευρίσκονταν οι ίδιοι, όπως στις αρχές του 1942 κατά τη συλλογή του γάλακτος,[27]αφού οι κάτοικοι δήλωναν κάθε μέρα όλο και λιγότερη ποσότητα. Άρχισαν λοιπόν οι εξαναγκασμοί και η χρήση βίας, όχι όμως τόσο εκτεταμένης όσο αναφέρεται στις πηγές, αφού σύμφωνα με μαρτυρία του σταθμάρχη Καρυάς «ακούγαμε χίλια δυο για τη βάρβαρη και ληστρική συμπεριφορά των Ιταλών».

Ένα από τα αποτελέσματα των φημών ήταν η περαιτέρω διάσταση της Χωροφυλακής από την Ελληνική Πολιτεία και βέβαια η όξυνση με τους Ιταλούς. Ερμηνεύεται έτσι κατά ένα μέρος η ευκολία που οι χωροφύλακες εντάχθηκαν στο αντάρτικο αρκετά νωρίς, από τις 17 Οκτωβρίου 1942 και μετέπειτα.[28] Άλλη αιτία εστιάζεται στην ποιότητα των ανδρών, αφού ορισμένοι δεν ήταν μόνιμοι, αλλά είχαν καταταγεί στο Σώμα επιστρατευμένοι για τη συλλογή της σοδειάς.[29] Ο κυριότερος όμως λόγος ήταν η προσμονή της άφιξης Συμμάχων στο πεδίο, την οποία υπόσχονταν Έλληνες πράκτορές τους.

Στη φορολογία της Ελληνικής Πολιτείας, των ληστών, των Ιταλών κι αργότερα των Γερμανών προστέθηκαν το 1942 άλλες τρεις. Ιδιώτες πλαστογραφούσαν κρατικά ή ιταλικά έγγραφα απαιτώντας γεννήματα ή ζώα. Κομουνιστές ζητούσαν αγαθά για τους κρατουμένους της Ακροναυπλίας,[30] ενώ νιόφερτοι ένοπλοι που δήλωναν με μισόλογα ως ανήκοντες στην ίδια ιδεολογία απαιτούσαν παρομοίως. Οι κάτοικοι παρά τα εκ του αντιθέτου λεγόμενα δεν ήταν ευδιάθετοι να τα προσφέρουν. Μάλιστα σ’ ένα χωριό είχαν συστήσει στους αντάρτες να «φύγουν το ταχύτερο», γιατί θα ειδοποιούσαν τους Γερμανούς.[31] Οπότε οι νεήλυδες ένοπλοι, που δεν γνώριζαν «πώς μπορεί να ετοιμαστεί ένα πρόβατο για ψήσιμο»,[32] αναγκάζονταν να τα λάβουν «αντάρτικα»[33] με έναν απλό, αλλά μη επιτρεπτό τρόπο. Συνταίριαξαν με ληστές που πεπειραμένοι ως γέρικοι λύκοι ξέκοβαν κρυφά και καθημερινώς ζώα από τα κοπάδια, όταν δεν συνόδευαν φανερά την απαίτησή τους για γάλα, τυρί ή ψωμί με ραπίσματα.[34]

Αν η τροφοδοσία τους χαρακτηρίστηκε «άνετη»,[35] ήταν διότι στη δίαιτά τους συμπεριλαμβάνονταν καθημερινά ψητό κρέας, ώστε «το είχανε πια συχαθεί».[36]Πράγματι «περίπου 20 αρνιά» ψήθηκαν σε σύναξη των πρώτων ανταρτών,[37] έτσι ώστε η ρήση «κάθε Αντάρτης κι ένα σφαχτό»[38] δεν ήταν καθόλου υπερβολική. Αντιθέτως στο όρος Κίσαβος όπου έλλειπαν οι ληστές το φαγητό των πρώτων ανταρτών ήταν πενιχρό.[39] Σθεναρά αντίθετοι στην αφιλοκερδή προσφορά τροφίμων, γεννημάτων και συνακόλουθα όπλων στους αντάρτες ήταν οι Σαρακατσάνοι τσελιγκάδες,[40] με αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να στελεχώσουν επί Κατοχής αντιεαμικές αντιστασιακές οργανώσεις όπως η ΠΑΟ Κοζάνης[41] είτε να ηγηθούν μεταπολεμικά αντικομουνιστικών αποσπασμάτων.[42]

Οι ληστές κρίνονταν ως η χειρότερη μάστιγα. Διέθεταν από χαρακτήρα ή ανάγκη υπέρμετρη αγριότητα, την οποία επέτεινε η γραφική εμφάνισή τους, ιδιαίτερα η μαύρη φουστανέλα. Επαφιόμενοι μαζί τους οι καταδιωκόμενοι κομουνιστές εκτός από τη μέθοδο πορισμού τροφίμων υιοθέτησαν και την εμφάνισή τους:

Με μακριά γένια και μάλια, βρώμικοι από την απλησιά και τις κακοχίες παρουσίαζαν μια εικόνα τρόμο στο λαό που τους έβλεπε για πρώτη φορά και τους θεορούσε και αυτούς ίδιους με τις ομάδες των ληστών… Ο κάθε αντάρτης …κουβαλούσε μαζί του διπλές χατζάρες (μαχαίρες), βούρδουλα, μαγκούρα με κλίτσα και σχοινί…»
γράφει εαμίτης χωρικός.[43] Αναφέρεται μάλιστα πως ο αρχηγός των ανταρτών του Ολύμπου έφερε την «κεντημένη σε ξύλο πιξαριού κοντόκανη αραβίδα του [ληστάρχου] Φώτη Γιαγκούλα».[44] Αν όχι την ίδια, σίγουρα παρόμοια στολισμένη.

Φυγόδικοι και ληστές χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή από τους αντάρτες σε αποστολές θανάτου.[45] Εφοδιασμένοι με χειροβομβίδες κι εντεταλμένοι να εκτελέσουν συγκεκριμένους «Λεγεωναρίους».[46] Η χρήση τους ως εκτελεστικών οργάνων εγκρίθηκε διότι οι πρώτοι αντάρτες ήταν ανοργάνωτοι κι άπειροι -οι ομάδες τους δεν είχαν ακόμη τίτλο. Ίσως κι επειδή έλειπαν (επαρκείς) αποδείξεις ενοχής των μελλοντικών θυμάτων. Σ’ αυτές τις ανεπίσημες εκτελέσεις συμπεριλαμβάνονται προφανώς οι βραδινοί φόνοι ενός αγρότη, ενός κτηνοτρόφου και του υιού του, ελληνόφωνοι όλοι τους, στα Δελέρια Τυρνάβου,[47] για τις οποίες δυστυχώς δεν πλεονάζουν οι λεπτομέρειες. Επρόκειτο πιθανώς για ατομικές διαφορές. «Πάντοτε προσωπικά» τα αίτια σύμφωνα με την ύστερη γνώμη ενός καλού γνώστη της εποχής.[48]

Άλλοι ένοπλοι που συνεβλήθησαν με τους επαναστάτες ήταν οι «Παπούδες», ονομαζόμενοι από το μεγαλύτερο ηλικιακά μέλος τους, έναν 50χρονο αγρότη από το Λιτόχωρο, πρώην λοχία στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας.[49] Ο ηγέτης τους έφθασε μόνον ως το αξίωμα του ομαδάρχη στον ΕΛΑΣ, καθώς «οι γνώσεις και οι ικανότητές του ήταν περιορισμένες». Πιθανώς και η υπακοή του. Έχασε τη ζωή του το 1947[50] μάλλον ως αντάρτης του ΔΣΕ. Και οι τρεις διακρίνονταν για την εμφάνισή τους: «είχαν αφημένα μαλλιά και γένια, δεμένες κορδέλες στο κεφάλι κι ήταν εξοπλισμένοι καλά με σταβρωτές αρμαθιές από σφαίρες μυδραλίου στα στήθια, κυάλια και ντύσιμο στρατιωτικό»[51] κι αργυροκαπνισμένα τσαπράζια[52] επίσης. Μαζί τους και ο μικρός γιο ενός. Λέγεται ότι τέτοιοι άνδρες παρανομούσαν ως «φοροφυγάδες»» εξ αιτίας της εξαιρετικής τους φτώχειας,[53] αλλά δεν διαθέτει ο γράφων υποστηρικτικά δεδομένα.

Αν κι ο ακριβής λόγος της φυγοδικίας των είναι άγνωστος, για ένα μέλος τους από τα ορεινά της Εορδαίας που ξεχείμαζε στην Ελασσόνα, Αρβανιτόβλαχο πιθανώς, σημειώνεται ότι δεν δίσταζε για κλοπές μουλαριών και βοδιών με πεδίο δράσης που εκτεινόταν από τον Όλυμπο ως την Αλβανία.[54] «Σωστό θηρίο» ο Εορδεύς έβαζε κάτω όλους τους αντάρτες σε αγώνες πάλης που διοργανώνονταν στο λημέρι τους,[55] στην πανοραμική θέση Μπιχτέσ(ι) του οικισμού Καρυά. Πιθανότατα χρημάτισε κι αυτός ομαδάρχης στον ΕΛΑΣ, αλλά όχι συγκροτηματάρχης έπειτα στο ΔΣΕ όπου κι εφονεύθη.

Ποιμένας από την Ελασσόνα, διωκόμενος από δικαστήρια ήταν τόσο ταχύς που τον αποκαλούσαν «αυτοκίνητο». Η μαύρη φουστανέλα του ήταν πάντα λερωμένη, κάτι σύνηθες στους ενόπλους του βουνού. Με συμπατριώτες του απαλλοτρίωναν κι έψηναν μοσχαράκια. Χάρη σ’ αυτόν «λίπωσαν τα άντερά μας» αναφέρει συνάδελφός του αντάρτης του ΕΛΑΣ.[56]
Παρόμοια ενδυματολογική εμφάνιση διέθετε κι άλλος επαναστάτης, Βλάχος από το Λιβάδι.[57] Δικασμένος για φόνο είχε δραπετεύσει όταν κατέφθασαν οι Γερμανοί κι εξασκούσε το επάγγελμα του ιδιωτικού αγροφύλακα στα πατατοχώραφα του χωριού του. Από τσέλιγκα που τον είχε φιλοξενήσει είχε απαλλοτριώσει τα «καλά τσαρούχια» του.[58]Όμως δεν παρέλειπε με κίνδυνο της ζωή του να τροφοδοτεί κρυφά ομάδα Βρετανών και Κυπρίων στρατιωτών που είχαν ξεμείνει στην περιοχή από τον Απρίλιο του 1941.[59] Στις αρχές του 1943 ανέλαβε σωματοφύλακας του αρχηγού των ανταρτών του ΒΑ Ολύμπου, επειδή διέθετε ψυχραιμία, γρήγορη σκέψη και ταχύτητα στη χρήση των όπλων ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν κι ένα «εξαιρετικό μισογιατάγανο» που έφερε κάτω από την «κοντοκάπα» του.[60] Άνδρας με το ίδιο επώνυμο σκοτώθηκε το 1946 ως αρχηγός ομάδας των ΟΔΕΚ (Ομάδων Δημοκρατικών Ενόπλων Καταδιωκόμενων)[61] στα Χάσια σε επίθεση εναντίον του Στρατού.[62] Πιθανώς επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο.

Μαύρη φουστανέλα φορούσε κι ένας λυγερός 23χρονος ελληνόφωνος αντάρτης. Είχε γεννηθεί στα ορεινά των Γρεβενών και συμμετείχε σε ομάδα που δραστηριοποιούνταν σε κλοπές αλόγων.[63] Σύμφωνα με μέλος μετακατοχικού αντικομουνιστικού αποσπάσματος ο ειρημένος συμμετείχε σε απαγωγές ατόμων που διέθεταν περιουσία.[64] Δραπετεύοντας από τις φυλακές επέστρεψε στον Όλυμπο και προσελήφθη στην πρώτη ομάδα των ανταρτών.[65] Ωκύπους κι άριστος σκοπευτής λέγεται ότι πατούσε με τις αρβύλες του τον κοινοτάρχη της Σκαμνιάς που δέρνονταν από συναδέλφους του αντάρτες.[66] Έπειτα από επιτυχημένη θητεία στον ΕΛΑΣ ως «συγκροτάρχης» στον Κόζιακα[67] φυγοδίκησε το 1945 και λίγο μετά εντάχθηκε στις ΟΔΕΚ (Ομάδες Δημοκρατικών Ενόπλων Καταδιωκόμενων) και τον ΔΣΕ όπου ανέλαβε πάλι διοικητής συγκροτήματος στα Χάσια στην αρχή και λόχου μετέπειτα. Με τέτοιο παρελθόν μέσα στη φύση ήταν φυσικό να παραμελεί την κομουνιστική οργάνωση στο τμήμα του.[68] Σκοτώθηκε το καλοκαίρι του 1947 στην πολιορκία των Γρεβενών.[69]
Εκτός από φυγόδικους και ληστές οι κομουνιστές διατηρούσαν επαφές και με άνδρες του Συμμαχικού Εκστρατευτικού Σώματος που είχαν απομείνει στην περιοχή. Με έφηβο γαλανομάτης, που ενώ ισχυριζόταν ότι ήταν Αυστραλός αποκαλύφτηκε Κρητικός «τυχοδιώκτης» που φυλακίστηκε μεταπολεμικά για αρκετά χρόνια. Αναμφισβήτητα ξένοι ήταν ένας Ινδός που τον φώναζαν Γιάννη, ο Νεοζηλανδός αξιωματικός Σλημ ή Σλήμης,[70] ο θαρραλέος Βρετανός ταγματάρχης «Ερίκκος»,[71] κατά κόσμον Χένρυ Χιλλ, που υιοθετώντας την εμφάνιση των ληστών με κάπα, (κόκκινη) γενειάδα, πιστόλι, χαντζάρα, γκλίτσα, άγριος αλλά με τη «φήμη μεγάλου πλακατζή».[72] Επίσης ο Αυστραλός λοχίας Ρίγκλεϋ[73] κι ένας Κύπριος ονόματι «Μιχάλης».[74] Αυτός μάλλον ήταν ο άνδρας που με το ψευδώνυμο «καπετάν Χάρος» έδρασε από το φθινόπωρο του 1942 ως ομαδάρχης ενόπλου τμήματος των αντιεαμικών ανταρτικών οργανώσεων ΥΒΕ/ΕΚΑ (Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος/Εθνική Κοινωνική Άμυνα) των αξιωματικών της Κοζάνης.[75]

Στην άλλη πλευρά του Ολύμπου, την ανατολική, περιθάλπονταν επίσης ξενόφωνοι στρατιωτικοί από τον Ιωάννη Στάθη, έφεδρο υπολοχαγό που αργότερα εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Δυτικής Μακεδονίας με το ψευδώνυμο Κατσαντώνης,[76] και τον γεωπόνο Θεόφιλο Βαή από την Κατερίνη, ομαδάρχη ύστερα των ΥΒΕ/ΕΚΑ Πιερίων κι οπλαρχηγό αντικομουνιστικού Σώματος στο Κιλκίς.[77] Η μομφή των αντιπάλων του ότι είχε προδώσει ξένους στρατιώτες που διαφύλαγε δεν έχει διασταυρωθεί.

Στους ενόπλους του Ολύμπου εντάχθηκαν επίσης πεινασμένοι ορφανοί,[78] ποιμένες με δόσεις πατριωτισμού ή αγάπης των περιπετειών[79] και καταδιωκόμενοι για άλλες αιτίες όπως ηλικιωμένος οικογενειάρχης από την Τσαριτσάνη, πρώην μετανάστης στην Αμερική, αρνηθείς την παράδοση του κυνηγητικού του όπλου.[80] Επίσης νεαρός πυγμάχος της Ελασσόνας, μάλλον επειδή ραπίστηκε από Ιταλό λοχία μπροστά σε δύο κορίτσια.[81]Ακόμη άνδρας που έκοβε τηλεφωνικά σύρματα[82] για δική του χρήση ή έπειτα από επαναστατική εντολή. Φυσικά και διψασμένοι για δράση όπως 40χρονος οδηγός λεωφορείων από τη Λάρισα, εθελοντής νωρίτερα στη Μικρά Ασία. Φαφλατάς κατά μια μαρτυρία, συνήθιζε να φέρει στη μέση του μία χαντζάρα εκτός από το οπλοπολυβόλο της ομάδας.[83] Τον Ιανουάριο του 1943 εισέβαλε στο οροπέδιο Κοζάνης σαν καπετάνιος ομάδας του Ολύμπου, δικάζοντας κι εκτελώντας ανθρώπους με την κατηγορία συνεργασίας με τους Ιταλούς –παρόμοια είχαν πραχθεί και στο χωριό Πύθιο. Χάνοντας τα πόδια του στα Δεκεμβριανά ως οδηγός ιταλικού άρματος του ΕΛΑΣ συνελήφθη και φυλακίστηκε. Έπειτα από τη λήξη της ποινής μετανάστευσε στο εξωτερικό.

Από τα αναφερόμενα διαφαίνεται ότι όχι περισσότεροι από πέντε, όλοι από την Τσαριτσάνη κι ένας μόνον από το Δομένικο, είχαν καταφύγει στον νότιο Όλυμπο διωκόμενοι εξ αιτίας της κοσμοθεωρίας τους. Ακόμα όμως και γι’ αυτούς η τεκμηρίωση είναι ελλιπής. Ήταν όλοι τους μάλλον δηλωσίες, αλλά μόνον ένας τους το έχει παραδεχτεί.[84] Η εγγραφή πως «πολλοί από αυτούς [τους πρώτους αντάρτες] είταν… μέλη και στελέχη του ΚΚΕ»,[85] δεν έχει διασταυρωθεί. Σίγουρα όμως ένας 39χρονος καπνεργάτης είχε κρατηθεί από τη Χωροφυλακή ως υπαίτιος προπολεμικού συλλαλητηρίου στην Ελασσόνα. Δεν είχε εξοριστεί όμως επί Μεταξά[86] και πολέμησε στην Αλβανία.[87] Επί Κατοχής μετοίκησε στο Βόλο για εργασία, αλλά «αδυνατώντας να πιάσει δουλιά» επέστρεψε στην Τσαριτσάνη και πήρε επαφή με τους «καταδιωκόμενους.[88] Χρημάτισε αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στο Υπαρχηγείο του ΕΛΑΣ Ολύμπου και καπετάνιος λόχου προς τα Ζαγόρια, εφόσον άλλαξε το ψευδώνυμό του σε Ζαγοριανός. Ενταχθείς αργότερα στον ΔΣΕ, μάλλον ως πολιτικός, εκπατρίστηκε στην Τσεχοσλοβακία.

Αν είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας είναι άγνωστο, αλλά πολύ πιθανό, διότι στην Τσαριτσάνη μόνο δύο από τους «4.500 χιλιάδες κατοίκους» δεν είχαν αρνηθεί τον κομουνισμό[89] και οι δύο εργάζονταν κομματικά στη Λάρισα. Στην απαίτηση αυτή είχε προφανώς υποκύψει κι ο 35χρονος αρχηγός των πρώτων ανταρτών του Ολύμπου, αφού παρόλο που εξορίστηκε για ένα διάστημα επί Μεταξά, πολέμησε τελικά στην Αλβανία ως «βοηθός διμοιρίτου» μάλιστα[90] αποκτώντας πολεμική εμπειρία.[91] Απόφοιτος Γυμνασίου, κι οικονομικά ευκατάστατος[92] διατηρούσε άλογο ιππασίας, το οποίο επίταξαν οι Ιταλοί,[93] μια σοβαρότατη αιτία εξόδου στο βουνό. Έχοντας τα περισσότερα προσόντα από όλους κι επιπλέον «πολιτικό κριτήριο»[94] εκλέχτηκε με τα ψευδώνυμα Ζωντανός αρχικά και Μερκέζης ύστερα αρχηγός της ομάδας των πρώτων ανταρτών. Παρέμεινε αρχηγός «έπειτα από πρόταση» στελέχους του τοπικού ΚΚΕ[95] ακόμα κι όταν βγήκε στο βουνό μόνιμος υπολοχαγός του Στρατού, που διακρινόμενος για τον «αυθόρμητο ενθουσιασμό» του είχε τρώσει τη μυστικότητα της οργάνωσης των αξιωματικών Λάρισας.[96]

Ο ειρημένος διέδιδε ότι ήταν συνταγματάρχης του Στρατού,[97] παρομοίως με τον Αθανάσιο Κλάρα ή Άρη Βελουχιώτη που όμως προτιμούσε όμως χαμηλότερο ψευδότιτλο, ταγματάρχης μόνον του Πυροβολικού.[98] Αξιοποιούσαν αμφότεροι προπαγανδιστικές ή επιθυμητές φήμες για την προσέλευση στον Όλυμπο Ελλήνων αξιωματικών, συνταγματαρχών[99] και στρατηγών ακόμα.[100] Αργότερα ανέλαβε καπετάνιος της ΙΧ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με το υποβλητικό παρωνύμιο Σµόλικας. Το 1945 κατέφυγε στο Μπούλκες όπου ήρθε σε σύγκρουση με τους πολιτικούς του ΚΚΕ.[101] Επιστρέφοντας στην Ελλάδα σκοτώθηκε στον Όλυμπο με το αξίωμα του συγκροτηματάρχη. Δεν ήταν χρήσιμος όσο επί Κατοχής.
Τόσο οι Ιταλοί όσο και το κράτος παρέλειπαν, τουλάχιστον αρχικά, τις διώξεις των κομουνιστών, πόσο μάλλον των δηλωσιών. «Ούτε καν τους προσέχουν» αναφέρει τοπικός ερευνητής.[102] Σε έτερη πηγή μαρτυρείται ότι οι «καταδιωκόμενοι το έπαιζαν «σε δύο ταμπλώ»,[103] δηλαδή εμφανίζονταν την ημέρα αλλά όχι το βράδυ ή το αντίθετο. Η διφορούμενη στάση ήταν μάλλον αιτία της ενασχόλησης ορισμένων με την αγορά όπλων, για τα οποία δεν έχει απολύτως διευκρινιστεί αν τα συνέλεγαν προς πώλησιν ή τα αποθήκευαν για μελλοντική εξέγερση. Προφανώς δεν τα αγόραζαν για την οργάνωση του ΚΚΕ των πόλεων, αφού μόνο πιστόλια που αποκρύβονταν εύκολα και στη χειρότερη περίπτωση αυτόματα, προτιμούσαν οι πολιτικοί, που εξάλλου δεν εμπιστεύονταν τους δηλωσίες. Η δραστηριότητα αυτή πάντως μαθεύτηκε, προδομένη από τους «βασιλόφρονες» της Τσαριτσάνης,[104] και οι Ιταλοί εντείνοντας την προσοχή τους αιχμαλώτισαν έναν κοιμώμενο τα βράδια μέσα στο χωριό και τον φόνευσαν στην προσπάθειά του να δραπετεύσει.[105] Έκτοτε οι «καταδιωκόμενοι» έλαβαν αυστηρότερα μέτρα ασφαλείας κι αποσύρθηκαν από τον περίγυρο του χωριού.

Η ημιπαράνομη ομάδα διευρύνθηκε και με άλλα πρόσωπα όπως έναν 32χρονο αγρότη, απόφοιτο του τοπικού Γυμνασίου[106] κι έναν έφεδρο υπαξιωματικό,[107] συνομήλικο περίπου του πρώτου, που δεν ήταν κομουνιστές.[108] Ο πρώτος χρημάτισε καπετάνιος συντάγματος του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο με το ψευδώνυμο Μετσοβίτης και στο ΔΣΕ υπηρέτησε ως επιτελάρχης ταξιαρχίας. Ο δεύτερος με το παρωνύμιο Φώντας από αρχηγός συγκροτήματος του ΕΛΑΣ εντάχθηκε στις ΟΔΕΚ[109] κι έπειτα στο ΔΣΕ ως διοικητής τάγματος. Το 1948 πέρασε στη διαθεσιμότητα του Αρχηγείου Θεσσαλίας του ΔΣΕ,[110]χρεωμένος ίσως με στρατιωτική ήττα ή επειδή δεν ήταν κομουνιστής. Το επόμενο έτος έχασε τη ζωή του.[111]
Άλλοι εν όπλοις συνάδελφοί τους από το οροπέδιο Ελασσόνας και περιοχή Τυρνάβου ήταν:

33χρονος καπετάνιος λόχου ΕΛΑΣ και συγκροτηματάρχης ΔΣΕ. Αυτοκτόνησε κυκλωθείς από το Στρατό το 1947 ή απλώς πέθανε.[112]
Το πρωτοπαλίκαρο της ομάδας, με μαύρη φουστανέλα, 26 χρονών. Ως καπετάνιος λόχου αργότερα στον ΕΛΑΣ Πηλίου ενέδρευσε Γερμανούς έξω από το χωριό Δράκεια -υπέστη αντίποινα. Σκοτώθηκε το 1947 ως συγκροτηματάρχης του ΔΣΕ.[113]
Στέλεχος του τοπικού ΚΚΕ,[114] επιμελητής της πρώτης ομάδας και σύνδεσμός της με τη Λάρισα. Τα ίχνη του έκτοτε χάνονται οπότε δεν αναφέρεται συνήθως στους πρώτους αντάρτες.[115]
Εργάτης 26χρονος. Καπετάνιος λόχου του ΕΛΑΣ και στο ΔΣΕ διοικητής ταξιαρχίας, για την ακρίβεια «συνταγματάρχης πεζικού».[116] Αιχμαλωτίστηκε κι εκτελέστηκε μαζί με την αντάρτισσα σύζυγό του.
32χρονος οδηγός, παντρεμένος με παιδί.[117] Μετά από την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ φυλακίστηκε. Σκοτώθηκε το 1946 ως μέλος των ΟΔΕΚ.[118]
Εργάτης, έφεδρος υπαξιωματικός κι οπλοπολυβολητής στον Ελληνικό Στρατό. Το «μυαλό» της ομάδας κι αναπληρωτής αρχηγού.[119] Καπετάνιος τάγματος του ΕΛΑΣ. Στις ΟΔΕΚ διοικητής Αρχηγείου Ολύμπου[120] και στρατιωτικός διοικητής ταξιαρχίας του Αρχηγείου Θεσσαλίας με το αξίωμα του αντισυνταγματάρχη,[121] με το οποίο κι εφονεύθη.
Βλάχος αγρότης που άφησε τη θαλπωρή της οικογένειας.[122] Κατά μια πηγή εκτελέστηκε από τους συντρόφους του με τη μομφή των οικονομικών ατασθαλιών.[123]
Βλάχος κτηνοτρόφος. Είχε κατηγορηθεί αρχικά ότι «συνεργάστηκε με τους Ιταλούς» ως προς την επίταξη ζώων. Έπειτα «πήγε με το αντάρτικο». Το 1945 «έγινε μπουραντάς».[124]

Στον Όλυμπο (πού ακριβώς όμως είναι άγνωστο) κατατάχτηκε ως αντάρτης Σεπτέμβριο 1942 και άτεκνος Τραπεζούντιος πρόσφυγας από την Άρδασσα Εορδαίας. Ίσως για λήψη τεχνογνωσίας. Έπειτα επέστρεψε στην περιοχή του.[125] Ποιοι από τους πρώτους αυτούς αντάρτες ήταν αρχειομαρξιστές, δεν έχει διασταυρωθεί.[126]

Η ΔΡΑΣΗ
Αυτό που συνήθως διαφεύγει της προσοχής είναι ότι η μαζική αντίσταση εναντίον του κατακτητή από τους ενόπλους του Ολύμπου δεν ήταν αυθόρμητη, αλλά είχε επιβληθεί με εξωτερική εντολή. Αιτία της δημιουργίας της πρώτης ομάδας ανταρτών λογίζεται η απόφαση απόδρασης κομουνιστών κρατουμένων από το Σανατόριο της Πέτρας στα μέσα του καλοκαιριού του 1942, για την οποία χρειαζόταν ένοπλοι, αφού υπήρχε η πιθανότητα σύγκρουσης με τη φρουρά της Χωροφυλακής. Για τη δημιουργία της κινήθηκε γνώστης του τόπου και των εθίμων, κάτοικος παλαιότερα της Τσαριτσάνης και στέλεχος του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, ο Ευάγγελος Βασβανάς. Η επιχείρηση επέτυχε χάρις στη συμμετοχή νησιώτη χωροφύλακα που αφήνοντας τη φρουρά εντάχθηκε στους πρώτους αντάρτες. Συμμετοχή του περιέργως σε ορισμένες πηγές αγνοείται.[127]

Ο χωροφύλακας διψούσε για δράση ή είχε καταπιεζόταν από τους ανωτέρους του, αφού είχε ζητήσει να κόψουν το αυτί του διοικητή Σταθμού Χωροφυλακής Λιβαδίου που είχε συλληφθεί από τους αντάρτες.[128] Πιθανότατα ο ίδιος είχε βοηθήσει υποστηρικτικά αντάρτη, όταν ο τελευταίος δίσταζε μέχρι αρνήσεως να εκτελέσει κατόπιν λαχνοφορίας απαχθέντα αντίπαλό τους.[129] Αν κι ο έγκλειστος στο Σανατόριο ηγέτης του ΚΚΕ Ιωάννης Ιωαννίδης είχε επιλέξει να φύγουν μόνο 5-6 άνδρες, τελικά έφυγαν 13. Οι περισσότεροι παρέμειναν,[130] ίσως διότι μια μαζική απόδραση θα προκαλούσε την άμεση επέμβαση του κράτους ή των κατακτητών και θα εντοπίζονταν χωρίς μεγάλη δυσκολία, αφού οι οργανώσεις του ΚΚΕ, αδύνατες, ανοργάνωτες ή και ανύπαρκτες, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να τους αποκρύψουν.

Επρόκειτο για την πρώτη εμφάνιση ανταρτών, κατόπιν κομουνιστικής εντολής, σε όλη την Ελλάδα του 1942[131] -καθαρόαιμοι πρώτοι είχαν βγει το 1941 στη Μακεδονία. Έπειτα οι ένοπλοι όκνευαν χωρίς «καμμιά δράση»,[132] καθώς οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ/ΚΚΕ αρνιούνταν την επίσημη εμφάνισή τους, όχι χωρίς σοβαρούς λόγους. Οκτώ μόνον άτομα, ήταν ολίγιστα για επιθέσεις εναντίον του κατακτητή, για την ευόδωση των οποίων ούτε σχετική πείρα υπήρχε ούτε κανείς είχε διάθεση να την αποκτήσει: «Ε ρε Θόδωρε τώρα ασκήσεις μας χρειάζονται» είχε παραπονεθεί ομαδάρχης ανταρτών σε μόνιμο αξιωματικό που είχε προσφερθεί να τους εκπαιδεύσει.[133] Αν και ο οπλισμός τους ήταν «αστείος»,[134] μπορούσαν με την αρωγή του εδάφους να αφοπλίσουν ή να χτυπήσουν μεμονωμένα άτομα ή ομάδες Ιταλών και χωροφυλάκων, πράγμα που επιθυμούσαν,[135] αλλά αυτό θα σήμαινε την επέμβαση της Ελληνικής Πολιτείας ή των κατακτητών σε περίοδο όπου δεν υπήρχαν «μετόπισθεν, προεκπαίδευση και βάσεις ανεφοδιασμού».

Μερική άποψη της πλατείας του χωριού Πύθιο, όπου καταδικάστηκαν σε θάνατο από ανταρτοδικείο ο πατέρας του κοινοτάρχη κι ο αγροφύλακας. Διακρίνεται το σπίτι και το μπαλκόνι από όπου ομίλησε ο «Διοικητής των ανταρτών του Ολύμπου» στα τέλη Αυγούστου του 1942

Έπειτα ελάχιστοι εμπιστεύονταν όσους ενόπλους δήλωναν αντάρτες. Κατ’ αρχήν δεν τους ξεχώριζαν από τους ληστές ή τους κάθε είδους παρανόμους. Όπως τεκμαίρεται από το «Δεκάλογο του Αντάρτη»,[136] κείμενο που τυπώθηκε αργότερα και προφανώς δεν αντιστοιχεί επακριβώς στους κανόνες που τους συνείχαν, οι οπλισμένοι της περιοχής δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα την πειθαρχία, τον λαό και τους συντρόφους τους. Δεν ήταν γενναίοι, ιδεολόγοι, λογικοί και σεμνοί κι ακόμη πείραζαν τόσο τις ξένες περιουσίες όσο και τις γυναίκες των άλλων.

Έμμεσα όπως ήδη ειπώθηκε, οι αντάρτες δρούσαν μέσω ορισμένων ληστών. Την περίπτωση όμως ενός Βλάχου ιδιοκτήτη λεωφορείων ανέλαβαν οι ίδιοι, εξασφαλίζοντας την άδεια του τοπικού καθοδηγητή, ο οποίος νωρίτερα τους είχε ορκίσει «στο όνομα του Κόμματος και της Πατρίδας».[137] Το θύμα βλήθηκε πισώπλατα με αυτόματο τόμσον και πιστόλι έξω από καφενείο του Συκουρίου τον Απρίλιο του 1942[138] -στους Εμφυλίους Πολέμους οι άνθρωποι δείχνουν «μεγάλη εφευρετικότητα και σε ύπουλες επιθέσεις και σε ανήκουστες αντεκδικήσεις» έγραφε ο Θουκυδίδης.[139] Ήταν ο πρώτος νεκρός αντίπαλος των ανταρτών, αλλά όχι ο τελευταίος καθώς λίγο αργότερα άλλοι 22 συγχωριανοί του είχαν την ίδια τύχη.[140] Ως αιτία θανάτου έχει αναφερθεί η συμβολή του στη σύλληψη της ΚΟ του ΚΚΕ του χωριού του.[141]

Η επίσημη όμως άδεια δράσης εναντίον των «λεγεωναρίων» ελήφθη την 21η Ιουνίου του 1942. Φαίνεται απότοκη «συγκεκριμένου σχεδίου», στην εξύφανση του οποίου παρίστατο και ο ηγέτης του Γραφείου Θεσσαλίας του ΚΚΕ κι «εκπρόσωπος» παράλληλα της ΚΕ του ΕΑΜ.[142] Προφανώς οι οδηγίες ελήφθησαν από την Αθήνα.
Δεύτερος στο κομποσχοίνι των θυμάτων της επανάστασης ήταν κάτοικος Τσαριτσάνης, θεωρηθείς προδότης καταδιωκόμενου στους Ιταλούς.[143] Η αφαίρεση της ζωής του έλαβε χώρα στις 29 Ιουνίου στην ύπαιθρο του χωριού Γόννοι με θύτη αντάρτη ντυμένου με τη στολή του εργάτη θερισμού.[144] Η ιατρική δήλωση πως ο θάνατος είχε προέλθει από ηλίαση[145] παραπέμπει σε δέσιμό του κι έκθεση. Έτερη πηγή μαρτυρεί ότι «προδότης» ήταν άλλο πρόσωπο,[146] πιθανώς κλητήρας, τον οποίο φόνευσαν 5 μήνες αργότερα μέσα στο χωριό του.[147] Η σύγχυση της αληθείας των γεγονότων αυξάνεται.

Οι ανεπίσημες εκτελέσεις πολιτών συνεχίστηκαν ως τον Αύγουστο του 1942, όταν στο λημέρι των ανταρτών κατέφθασε απεσταλμένος της ΚΕ του ΚΚΕ φέροντας έγκριση για επιθέσεις εναντίον κατακτητών[148] και για επίσημες πια εμφανίσεις. Στις ίδιες οδηγίες πιστεύεται ότι εγκιβωτιζόταν η διευθέτηση ζητήματος, παρομοίου με την υπόθεση του μεγαλοκτηματία της νότιας Θεσσαλίας Μαραθέα, που ζημίωνε πολιτικά το ΕΑΜ: ένοπλοι του Κάτω Ολύμπου είχαν εισβάλει στο αγρόκτημα του Γεωργίου Παπαγεωργίου στη Γυρτώνη Τυρνάβου, πυροβόλησαν δύο επιστάτες κι αποχώρησαν απαλλοτριώνοντας υλικά, τρόφιμα και ζώα. Τα κριτήρια των φόνων ήταν προσωπικά σύμφωνα με τη γνώμη συγχωριανού του,[149] ενώ αντάρτης ανέφερε πως συνέβησαν για να παραδειγματιστεί ο αφέντης που είχε αρνηθεί να «βοηθήσει υλικά την οργάνωση».[150]

Οι πρώτες επίσημες εμφανίσεις των ανταρτών του ΝΔ Ολύμπου έλαβαν χώραν στα ορεινά χωριά Σκαμνιά και Κοκκινοπλός και στο πεδινό Πύθιο αρχάς φθινοπώρου του 1942, αφού ξύρισαν τα γένια για να φαίνονται «πολιτισμένοι».[151] Στο πρώτο χωριό συγκέντρωσαν τον κόσμο στην πλατεία κι εκεί έδειραν τον ηλικιωμένο κοινοτάρχη, που καθώς έπεφτε αντάρτης τον πατούσε στο πρόσωπο με τα άρβυλα. Ο εαμικός τύπος αποκρύπτοντας τον δαρμό έγραψε ότι είχε εκτεθεί σε «αντιπατριωτικές πράξεις».[152] Προφορική μαρτυρία βεβαιώνει ότι είχε κατηγορηθεί από συγχωριανούς του ως ιταλόφιλος λόγω των διαμαχών για την κτήση της τοπικής εξουσίας.[153] Φαίνεται ότι η τελευταία πληροφορία αληθεύει, διότι έπειτα από την ίασή του με επάλειψη βουτύρου στο σώμα, ο (εκπεσών) πρόεδρος παρέμεινε στο χωριό. Ήταν μία από τις συνήθεις τιμωρίες που επέβαλαν οι αντάρτες: «απ΄ τσ΄ αντάρτες ξύλο, κι απ΄ τσ΄ αντάρτες σκοτωμοί».[154]

Στο Πύθιο οι αντάρτες φέρθηκαν σκληρότερα, ίσως διότι οι στόχοι τους ήταν αυτή τη φορά Βλάχοι ποιμένες. Συνάθροισαν πάλι τους κατοίκους στην πλατεία, αλλά επειδή ο κοινοτάρχης διέφυγε, συνέλαβαν τον πατέρα του και τον αγροφύλακα που καταγόταν από τον Κοκκινοπλό. Έπειτα από λόγους, φαγοπότι κι επαναστατικά άσματα έστησαν «λαϊκό δικαστήριο» με κατήγορο αντάρτη και καταδίκασαν σε θάνατο τους δύο συλληφθέντες. Αποχωρώντας τους πήραν μαζί τους, αφήνοντας όμως τα σκηνώματά τους έξω από το γειτονικό χωριό Καλύβια. Η διπλή εκτέλεση, με την εξαίρεση εαμικού εντύπου της Αθήνας αναφερόμενη με ασαφείς γενικότητες, αποσιωπήθηκε εντελώς τόσο στις πηγές της εποχής όσο και σε ύστερες αναμνήσεις, ακόμη και τοπικών συγγραφέων.

Έπειτα ο πρόεδρος επέστρεψε στο χωριό, όχι όμως και ο γυμνασιόπαις γιος του που κατέφυγε για προστασία στις ένοπλες αντικομουνιστικές ομάδες της ΥΒΕ/ΕΚΑ Κοζάνης. Η ιταλική επέμβαση συνίστατο στη σύλληψη ενός χωρικού ως πληροφοριοδότη των ανταρτών και στο φόνο πατέρα ενός αντάρτη από την Τσαριτσάνη, ο οποίος τους είχε επιτεθεί με δρεπάνι, όταν πυρπολούσαν ως αντίποινα το σπίτι του.[155] Αν είχαν φονεύσει τον πρόεδρο, εκπρόσωπο της εξουσίας, ίσως τα αντίποινα θα ήταν χειρότερα.
Παρόμοιοι φόνοι, «εγκλήματα» κατά την άποψη Βρετανού συνδέσμου,[156] δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί. Σαράντα επτά άτομα είχαν εκτελέσει οι αντάρτες στις περιφέρειες Αγυιάς, Τυρνάβου κι Ελασσόνας ως τις αρχές Μαρτίου 1943 σύμφωνα με μαρτυρία.[157]Προφανώς τα θύματα, αν συνυπολογιστούν κι άλλα που είτε δεν καταγράφτηκαν είτε φονεύτηκαν στα όρια άλλων επαρχιών, ξεπερνούν τη μισή εκατοντάδα. Η μόνιμη κατηγορία εναντίον τους είναι η συνεργασία με τους Ιταλούς, αλλά λεπτομερείς αποδείξεις ποτέ δεν προβλήθηκαν. Η άποψη ότι επρόκειτο για συμβολικούς φόνους εγκληματιών και κακομοίρηδων[158] είναι αμάρτυρη κι αναληθής, αφού τα θύματα στην πλειονότητά τους ήταν κρατικοί αξιωματούχοι ή μέλη της τοπικής εξουσίας, «κάμποσοι πρόεδροι κοινοτήτων».[159]

Οι γνωστές ως τώρα εκτελέσεις ιταλόφιλων ή αντιφρονούντων μέχρι την άνοιξη του 1943 -οι περισσότερες δεν αναφέρονται επισήμως-[160] είναι εκτός των ειρημένων:
Άνδρας στο χωριό Μαγούλα κι άλλος στο ίδιο χωριό με την κατηγορία του ζωοκλέπτη.[161]
Άνδρας με το επώνυμο Μπραγιώτης[162] κι άλλος από το Μέγα Ελευθεροχώρι.[163]
«Κόκκινη κορδέλα» πέρασαν σύμφωνα με την θανατική ορολογία της εποχής[164] σε δύο ελληνόφωνους ποιμένες από τους Φιλιππαίους Γρεβενών που ξεχείμαζαν στους Λόφους. Και σε άνδρα του τελευταίου χωριού με την κατηγορία ότι συμμετείχαν μαζί με τον εχθρό σε ανεύρεση κρυμμένων όπλων και γεννημάτων.[165]
Τρεις Αρβανιτόβλαχοι μεγαλοτσελιγκάδες έξω από ναό του χωριού Βουβάλα Ελασσόνας και δύο συγγενείς τους έπειτα από απηνή καταδίωξη τους στην Κοζάνη και τα Γρεβενά τον Ιανουάριο του 1943.[166]

Πολίτης από τους Γόνους Λάρισας που κατοικούσε δίπλα στην Καραμπιναρία.[167]
«Βλαχολεγεωνάριος» από το Άργος Ορεστικό, καταφυγών στην Τσαριτσάνη ως «καταδιωκόμενος πατριώτης».[168]
Άνδρας στο χωριό Τέμπη τον Αύγουστο του 1942.[169]
Τέσσερις «λεγεωνάριοι» από το χωριό Ανατολή Κισσάβου.[170]
Ο κοινοτάρχης του Πυργετού, επειδή «συγκέντρωνε και για το σπίτι του» τρόφιμα που προορίζονταν για τους Ιταλούς[171] κι ομοιόβαθμός του στο Μεγάλο Χαλίτσι στις 21.3.43.[172]

Ο Υπενωμοτάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής που, ενώ συζητούσε να βγει αντάρτης, εκτελέστηκε από «εξτρεμιστικά στοιχεία» εξ αιτίας της προπολεμικής του δράσης εναντίον των κομουνιστών.[173] Πιθανότατα όμως επειδή καταδίωκε το λαθρεμπόριο. Και φυσικά τους αντάρτες, τους οποίους προφανώς αδυνατούσε να ξεχωρίσει από τους ληστές.
Ένας αγρότης κι ένας χωροφύλακας στη Δεσκάτη μέσα σε καφενείο.[174]
Ο αγροφύλακας, γαμπρός στην Κρυόβρυση[175] κι ένας συνάδελφός του επίσης.[176] Οι αγροφύλακες αποτελούσαν έναν από τους πρώτους στόχους των ανταρτών, διότι εξ επαγγέλματος γνώριζαν πολύ καλά την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της οπότε ή έπρεπε να υποκύψουν ή να εκλείψουν.
Ο αρχηγός της ΕΟΝ στον Τύρναβο τον ίδιο μήνα.
Γυναίκα στο χωριό Κοκκίναι.[177]

Γερμανός μηχανικός μαζί με τη γυναίκα του που είχαν συλληφθεί κι ανακριθεί[178] δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Προφανώς υπήρχε φόβος ότι, αν τους ελευθέρωναν, θα κατέδιδαν οικίες και πρόσωπα. Πού άλλωστε να τους φυλακίσουν; Δεν υπήρχε ελεύθερη περιοχή. Ούτε κι οργάνωση.
Η βία επιτεινόταν από τη γενική ανώμαλη κατάσταση κι ως ένα βαθμό ήταν απόρροια της πρωτόγονης ψυχοσύνθεσης χωρικών που έφεραν όπλα. Δήλωνε καθαρά ότι το αρτιγέννητο κράτος των ανταρτών, του οποίου οι κανόνες βρίσκονταν ακόμη υπό διαμόρφωσιν, δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησής του. Παράλληλα έλυνε βασικά ζητήματα όπως η επιμελητεία, η υποστήριξη του κόσμου και η αριθμητική διεύρυνση. Στο εξής τα διατροφικά αγαθά θα προσφέρονταν ή, καλύτερα, θα επιτάσσονταν χωρίς σθεναρή αντίδραση. Στο ίδιο πλαίσιο ανήκει η ζήτηση όπλων και πυρομαχικών από τους χωρικούς όπως επίσης και διάφορα εφόδια ή χρήματα με τη μέθοδο των εράνων ή κατόπιν απευθείας απαίτησης. Έτσι εξηγείται σε μεγάλο της μέρος η αφειδής ενίσχυση πολιτών στο αντάρτικο, αφού παραδίδεται ότι την άνοιξη του 1943 ένα και μόνο συγκρότημα διέθετε 650 κιλά λάδι, 2,5 τόνους σιταριού κι ένα μεγάλο κοπάδι ζώα.[179] Τα πλούσια αγαθά της Θεσσαλίας δεν απολάμβαναν μόνον οι αντάρτες του Ολύμπου, ήταν αμελητέος ο αριθμός τους, αλλά και οι πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ άλλων περιοχών, της πτωχής Ηπείρου π.χ. και ιδιαίτερα των πόλεων, ιδιαίτερα της Αθήνας και του Πειραιά όπου οι ανάγκες ήταν «πολύ μεγάλες». Τοπικό στέλεχος των ανταρτών είχε σημειώσει ευφυώς: «υπάρχουν …συνδρομητές μόνο του ΕΑΜ και όχι ΕΑΜίτες».[180]

Περισσότερο πλήττονταν οι έμποροι. Για να επιβιώσουν «προσφέρανε ό,τι τους ζητούσες». Ένας μάλιστα, δωρητής ήδη 10 ζευγαριών αρβύλων, είχε χλευαστεί από τον αρχηγό των ενόπλων του Ολύμπου: «να του ρίξετε ακόμα 40 ζευγάρια».[181] Οι δυστροπούντες χαρακτηρίζονταν «μαυραγορίτες»[182] και τα προϊόντα μαζί με τα αυτοκίνητά τους κατάσχονταν. Αναγκαστική υποταγή, αλλιώς έπρεπε να εξασκήσει κανείς το επάγγελμά του στη ζώνη του εχθρού. Ή να λάβει όπλα κατά των ανταρτών με ή χωρίς την υποστήριξη του κατακτητή.

Με τους φόνους διαρρηγνυόταν η ουδετερότητα των χωρικών. Ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα ή το σθένος να εγκαταλείψουν τον τόπο τους αν δεν συμφωνούσαν, οι πολλοί παρέμεναν και προσέκειντο φιλικά ή, τουλάχιστον, εξυπηρετικά προς το ΕΑΜ. Όπως εξομολογείται κάτοικος της ευρύτερης περιοχής: «φοβούμενοι να μη χαρακτηριστούμε αντιδραστικοί, γίναμε σύντροφοι χωρίς να το θέλωμε».[183]
Καθώς τα αντίποινα των κατακτητών θεωρούνταν δεδομένα, ορισμένοι από τους πληγέντες, πένητες όντες, θα κατατάσσονταν στον αντάρτικο στρατό ή θα δραστηριοποιούνταν ως σύνδεσμοι, ειδικότητα που σπάνιζε.[184] Φυσικά μετά τα αντίποινα οι χωρικοί εξάπτονταν και σε δύο περιπτώσεις, στην Καρυά και την Τσαριτσάνη, επιτέθηκαν στις οικογένειες των ανταρτών να τις λυντσάρουν.[185] Πράξη που δεν τελεσφόρησε, διότι η σπάθη των ανταρτών ήταν συνεχώς επικρεμάμενη. Η άποψη ότι η συμμετοχή των Θεσσαλών στην Αντίσταση ήταν «καθολική»[186] είναι αμαρτύρως γενικόλογη.

Οι αντάρτες του Ολύμπου όπως έπραξε και σε όλα τα μέρη δεν εξουδετέρωσαν βιαίως «Λεγεωναρίους» και «προδότες», αλλά και οργανώσεις αντίστασης όπως η «Φιλική Εταιρεία» της Λάρισας, επαφιόμενη με την Μέση Ανατολή. Ο υπολοχαγός Ανδρέας Μπεζεριάνος συνελήφθη προσελθών για στρατολόγηση στη Φιλική Εταιρεία και προσχώρησε στον ΕΛΑΣ απειλούμενος με «συνέπειες» αν πιανόταν ξανά.[187] Σ’ αυτή την οργάνωση πιθανόν συμμετείχε και δάσκαλος από τον Αμπελώνα, που «διωκόμενος από τους αντάρτες» ανέλαβε αργότερα επικεφαλής του τοπικού παραρτήματος της αντικομουνιστικής οργάνωσης ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσεως.[188]
Παρομοίως και η ευκατάστατη οικογένεια Ράπτη από τη Ροδιά Τυρνάβου, κάτοχος ιδιόκτητων βοσκοτοπίων στον Κάτω Όλυμπο. Συγκρουόμενος εμπορικά με ευνοημένους από τους Ιταλούς τυροκόμους, ο Νικόλαος Ράπτης καταδιώχτηκε από τους κατακτητές[189] κι άρχισε να στρατολογεί άνδρες[190] για τις «εθνικές ομάδες»,[191]κατ’ άλλους για τον ΕΔΕΣ.[192] Χωρίς την τόλμη του ΚΚΕ εξ αιτίας του χαρακτήρα, της κοινωνικής θέσης ή μίας διαφορετικής κοσμοθεωρίας. Συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και κρατήθηκε επί τρίμηνο με αποτέλεσμα η οικογένειά του να αναστείλει κάθε φανερή δράση. Κατατάχτηκε μετά στους αντάρτες ως επιμελητής,[193] πιθανόν κατόπιν προτροπής των Συμμάχων αλλά σίγουρα διότι δεν μπορούσε αλλιώς.

Μεγαλύτερο διάστημα κρατήθηκε Αθηναίος υποπλοίαρχος, που είχε φθάσει στον Όλυμπο μαζί με μία γυναίκα για να συναντηθεί με αντάρτες, πιθανόν της Φιλικής Εταιρείας, και να τους συνδέσει με τη Μέση Ανατολή.[194] Από την περιοχή διώχτηκε επίσης ίλαρχος του Στρατού που κι αυτός είχε επιχειρήσει να ιδρύσει ένοπλη οργάνωση.[195] Τα επιχειρήματα των κομουνιστών ανταρτών προς τους άλλους ενόπλους ήταν απλά: «ή με μας ή με τους Ιταλούς» όπως είχε δηλώσει σε ανεξάρτητη ομάδα ενόπλων με ηγέτες αξιωματικούς τοπικός αρχηγός του ΕΛΑΣ.[196]

Η αναφερθείσα Φιλική Εταιρεία δυστύχησε επίσης εξ αιτίας ατυχών συγκυριών, (τυχαίων;) συλλήψεων αγγλόφιλων αξιωματικών της[197] από τους Ιταλούς κι έλλειψης επικοινωνιών. Κατά μία μαρτυρία ο μετέπειτα στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης είχε έρθει ως τη Λάρισα για να αναλάβει την ηγεσία των μη εαμικών ανταρτών του Ολύμπου, αλλά δεν συνάντησε κανέναν. Στους αντάρτες της Φιλικής Εταιρείας προφανώς κατευθυνόταν μέρος της βρετανικής βοήθειας και πιθανόν οι άνδρες του συμμαχικού κλιμακίου που έπεσε στον Όλυμπο. Αλλά βρέθηκε τελικά στα χέρια του ΕΛΑΣ[198] και παρέμεινε, αφού οι μη εαμικές οργανώσεις δεν είχαν καμία τύχη ή διάθεση για ενεργή δράση. Η γνώμη ότι στη Θεσσαλία έδρασε μόνο το ΕΑΜ ως αντιστασιακό κίνημα[199] είναι αληθής, μόνον αν γίνει παραδεκτό ότι ήταν απότοκη της βίαιης μονοπώλησης του αγώνα.

Ο ΕΧΘΡΟΣ
Αν και η εντολή για επιθέσεις εναντίον των κατακτητών δόθηκε στο τέλος του καλοκαιριού του 1942, η πρώτη σύγκρουση έλαβε χώρα στο χωριό Λιβάδι των Πιερίων τρεις μήνες αργότερα, όταν μία ολιγομελής ομάδα Ιταλών το επισκέφτηκε για λήψη τροφίμων κι ενεπλάκη απροετοίμαστη σε μάχη την οποία είχε εξ ανάγκης ανεχτεί ή διστακτικά επικροτήσει η τοπική ελίτ. Αν και Βλάχοι οι κάτοικοι του Λιβαδίου, με διασπορά σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις δεν ένιωθαν τίποτα άλλο εκτός από Έλληνες. Μισούσαν εν σώματι τους Ιταλούς και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους είχαν ζητήσει να υπαχθούν στη γερμανική ζώνη κατοχής.[200]
Κατά την ανταλλαγή των πυρών εφονεύθη ένας Ιταλός. Οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν, γυμνώθηκαν κι εκτελέστηκαν έξω από το χωριό, εκτός από έναν διαφυγόντα. Οι αντάρτες έστειλαν επιστολή στο στρατιωτικό διοικητή τη Λάρισας ότι σε περίπτωση αντιποίνων οι ζωές των κρατουμένων θα αφαιρούνταν.[201] Έτσι οι Ιταλοί, όταν μετά ήρθαν ενισχυμένοι στο χωριό, έκαψαν μόνον τις οικίες των ολίγων ανταρτών, παρόλο που στο δρόμο έχασαν ένα αυτοκίνητο και τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς του ΕΛΑΣ.[202]

Ο ναός της Αγίας Τριάδος στον εγκαταλειμμένο σήμερα οικισμό Σκαμνιά. Στο προαύλιό του οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν συγκεντρώσει τους χωρικούς για να παραδειγματιστούν από τον ξυλοδαρμό του κοινοτάρχη τον Αύγουστο του 1942

Η πολιτική της ανοχής δεν συνεχίστηκε. Έπειτα από άλλη θανατηφόρα ενέδρα των ανταρτών στο Δομένικο οι Ιταλοί προέβησαν σε μαζικές εκτελέσεις. Το ίδιο και στην Τσαριτσάνη, όπου είχε μεσολαβήσει κι «ανταλλαγή πυρών» με την «ομάδα δράσης» του χωριού.[203] Η αναταραχή προκάλεσε εκκαθαριστική επιχείρηση Γερμανών και γερμανοντυμένων Ελλήνων εθελοντών από τη Θεσσαλονίκη στην ιταλοκρατούμενη ζώνη του Ολύμπου άνοιξη 1943. Πυρπολήθηκαν ολόκληρα χωριά, όμως δεν συναντήθηκαν Γερμανοί κι αντάρτες, αφού οι τελευταίοι φρόντισαν να αποσυρθούν προς φύλαξιν και περαιτέρω οργάνωσιν στην Πίνδο, όπου έμειναν για όλη σχεδόν τη διάρκεια της Κατοχής.
Έχει ήδη φανεί ότι οι σοβαρότεροι αντίπαλοι των «καταδιωκόμενων» του Ολύμπου πριν από τους Ιταλούς αλλά και μετέπειτα ήταν δίγλωσσοι ομοεθνείς, που προσονομάζονταν «Λεγεωνάριοι».[204] Η οργάνωση που ανήκαν ή υποτίθεται ότι ανήκαν ήταν η «Ρωμαϊκή Λεγεών»[205] -στα Γρεβενά παραδίδεται ως «Ρουμανική Λεγεών.[206] Με τέτοιας λογής ενόπλους μία μόνον και μοναδική φορά συνεπλάκησαν οι αντάρτες του Ολύμπου το φθινόπωρο του 1942 έξω από το χωριό Αργυροπούλι. Οι πρώτοι έχασαν ένα μέλος τους,[207] αλλά ανταπόδωσαν εκτελώντας ένοπλο πολίτη από τα Δελέρια, τον οποίο είχαν αιχμαλωτίσει κοιμισμένο, έκαψαν δύο σπίτια κι έδειραν μία ηλικιωμένη γυναίκα.[208]Ποτέ άλλοτε ως τον Απρίλιο του 1943 δεν συναντήθηκαν ξανά, αν εξαιρεθούν δύο αψιμαχίες στα Καμβούνια και τα Βέντζια της Δυτικής Μακεδονίας, όπου φονεύθηκαν δύο μέλη της οικογένειας Δημαρέλη, γεγονός που έχει αναφερθεί.

Το πολιτικό σκέλος της Λεγεώνας δημιουργήθηκε το 1941 με την προτροπή ή ανοχή των Ιταλών από Σαμαριναίο μεγαλέμπορο και υποστηρίχτηκε από μέλη της λαρισαϊκής και γρεβενιώτικης δίγλωσσης ελίτ, γιατρούς, δικηγόρους που ενώ ήταν πρώην κομουνιστές κατέληξαν «έμποροι κάθε ιδέας»,[209] εκπαιδευτικούς των «ρουμανικών σχολείων» και νεοδιορισμένους κοινοτάρχες.[210] Όλοι τους εθελοντικά. Μόνη εξαίρεση βίαιης στρατολόγησης η χειροδικία εναντίον ιατρού, μέλους της οικογένειας Ράπτη, επειδή είχε αρνηθεί.

Η Λεγεώνα διευρύνθηκε στις αρχές του 1942, όταν τις επιτροπές για τη συλλογή του γάλακτος στη Θεσσαλία και τη Φθιωτιδοφωκίδα διόρισαν οι Ιταλοί αντί της Ελληνικής Πολιτείας. Με την οργάνωση αυτή ερωτοτρόπησαν επόπτες της επίταξης ζώων[211] και γεννημάτων και διαμοιρασμού αλατιού προς ίδιον όφελος, δηλαδή για να πληρώνουν λιγότερο ή καθόλου. Έπειτα καθώς το γάλα κατευθυνόταν στα τυροκομεία δημιουργήθηκαν τριβές μεταξύ των ιδιοκτητών τους, εννοείται και των επαγγελματικά εξαρτώμενων από αυτούς, για το ποιος θα αναλάβει την εργολαβία. Σίγουρα πρώτευαν οι έχοντες καλές σχέσεις με τους Ιταλούς.

Στην οικονομική διαμάχη οφείλεται κυρίως η επιλογή στρατοπέδων. Μέλη της οικογένειας Ράπτη παραμερισμένα από την τυροκομική πολέμησαν τους Ιταλούς, ενώ οι νέοι ασπάζονταν εξ ανάγκης ή κλίσης προς την εξουσία τους κατακτητές. Σημαίνον παράδειγμα των αντιθέσεων αλλά και της συγχύσεως της εποχής ευκατάστατος μεγαλοαγρότης, κτηνοτρόφος και τυρέμπορος χωριού του Τυρνάβου: αν και διορίστηκε κοινοτάρχης ο γιος του εντάχθηκε στους αντάρτες.
Παρόμοιο παράδειγμα η προσχώρηση στη Λεγεώνα 54χρονου Αρβανιτόβλαχου κτηνοτρόφου από τη Γράμμουστα, κατοίκου χωριού της Λάρισας.[212] Παντρεμένος, χωρίς παιδιά, μίσθωνε βοσκοτόπια από την οικογένεια Ράπτη.[213] Προσπάθησε στην να ηγηθεί της Λεγεώνας σε όλη τη Θεσσαλία, αλλά απέτυχε και φοβούμενος τον ΕΛΑΣ μετοίκησε στη Λάρισα. Επρόκειτο για μια φυσική κατάληξη, αφού η απειθαρχία των αντιεαμικών ενόπλων ήταν αξιοσημείωτη. Όπως μαρτυρεί χωρικός για τους Λεγεωναρίους, «όλοι διοικούσαν και όλοι χτυπούσαν εδώ πέρα».

Το καλοκαίρι του 1943 χάνοντας την αίγλη που είχε ή θεωρούσε ότι είχε συνελήφθη από τους αντάρτες με την αρωγή νεαρής κοπέλας, διαπομπεύτηκε και πέθανε κατά τις φήμες «από το φτύσιμο».[214] Στην πραγματικότητα βασανίστηκε δεμένος και «πέθανε στο δρόμο» όπου αφέθηκε προς παραδειγματισμόν άθαπτος.
Μέλη της Λεγεώνας είχαν λάβει από νωρίς άδεια οπλοφορίας από τους Ιταλούς, αλλά το στρατιωτικό της σκέλος, αν εξαιρεθεί μία κίνηση έμμισθης κατάταξης Βλάχων στην «ιταλικήν χωροφυλακήν»,[215] εμφανίστηκε αργά, το Φεβρουάριο του 1943. Από το καλοκαίρι όμως του 1942 υπήρχαν ασύνδετες ομάδες «Λεγεωναρίων» χωρίς όμως λογότυπο και στολές. Προφανώς οι ένοπλες δίγλωσσες αυτές ομάδες δημιουργήθηκαν εξ αιτίας της αιματηρής δράσης των ανταρτών, γι αυτό εμφανίστηκαν μόνο στη Θεσσαλία κι όχι στη βλαχοβριθή Μακεδονία όπου υπήρχαν μεν καταδιωκόμενοι κομουνιστές, ανάμεσά τους κι ένας ληστής, αλλά δεν είχαν εκτεθεί με φόνους. Στη Μακεδονία επίσης οι τριβές μεταξύ των κατοίκων ήταν λιγότερες, διότι στην κατάρτιση των επιτροπών φορολογίας των γεννημάτων συμμετείχε και η Αγροτική Τράπεζα.
Η ιδεολογία, η κοινωνική θέση, το επάγγελμα και το πάθος για εξουσία -ο καιροσκοπισμός και το συμφέρον εμφιλοχωρούν παντού- αποτελούσαν κίνητρα ένταξης μελών της τοπικής εξουσίας στη Λεγεώνα. Ελάχιστοι συνεβλήθησαν μαζί της επειδή είχαν εξοριστεί ως ύποπτοι ιταλοφιλίας το 1940. Η πλειονότητα για καθαρά προσωπικά. Ελληνόφωνος 27χρονος ποιμένας από τα Γρεβενά που παραχείμαζε σε χωριό της Ελασσόνας είχε καταδώσει στους Ιταλούς τον αγροφύλακα, με τον οποίον είχαν προϋπάρξει τριβές, ως κάτοχο όπλων. Όταν το χειμώνα μετοίκησε στα πεδινά, αρνήθηκε να πληρώσει τον οφειλόμενο φόρο για τη χρήση κοινοτικών βοσκών χωρίς να είναι ο μοναδικός.[216]Κυκλοφορώντας έπειτα ένοπλος μαζί με τους Ιταλούς και με «ταυτότητα Λεγεωναρίου» κατηγορήθηκε ότι είχε σκοτώσει έναν χωροφύλακα στο Δομένικο το Φεβρουάριο του 1943.[217]
Περισσότερο ίσως ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία άλλου Λεγεωναρίου από την ίδια περιοχή, που είχε εκτοπιστεί το 1940. Ντυμένος ως Ιταλός επιλοχίας τραυματίστηκε από τον ΕΛΑΣ σε ενέδρα. Λίγο πριν από την πτώση των Ιταλών κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Όταν το επόμενο έτος δικάστηκε, υποστήριξε ότι οι αντάρτες είχαν αφαιρέσει την περιουσία του και είχαν απαγάγει την αδελφή του,[218] γεγονότα που δυστυχώς δεν έχουμε λεπτομερέστερη εικόνα.

Στην απόφαση του «επιλοχία» να συμπορευθεί με τον εχθρό συνέβαλε ίσως η εκτέλεση μέσα σε χωράφι Αύγουστο 1942 ομόγλωσσου συγχωριανού του από τους αντάρτες του Ολύμπου. Το θύμα είχε μεσολαβήσει για αγορά όπλων από τους καταδιωκόμενους, αλλά θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη ληστεία που υπέστησαν οι τελευταίοι από τους πωλητές. Έπειτα από το φόνο επτά άνδρες με όπλα κάτω από τις κάπες αναζητούσαν τους ενόχους.[219] Μάλλον ήταν συγγενείς.

Προφανώς παρόμοιοι φόβοι συνείχαν κι άλλους σε χωριά που οι αντάρτες είχαν εκτελέσει κόσμο, αλλά ισχυρές προσωπικότητες να τους οργανώσουν σε ένα σύνολο δεν ευρέθησαν. Ένας από τους πρώιμους αρχηγούς τους αποδείχτηκε ακατάλληλος κι ένας από τους λόγους εκτός της δεδομένης απειθαρχίας ήταν η εξωτερική του εμφάνιση: «λίγο κουτσός, σωματώδης…με μπότες…, περίστροφο, γκλίτσα…και γυαλιά»,[220] ντυμένος με την παραδοσιακή βλάχικη στολή, ένας «καπετάν τίποτας» κατά την ύστερη άποψη ενός εν όπλοις συναδέλφου του.[221] Καθώς δε η πρώτη (και μοναδική) ένοπλη περιοδεία των Λεγεωναρίων είχε στεφθεί με αποτυχία, για μία αποτελεσματική αντίδραση εναντίον των ανταρτών έπρεπε να ζητηθεί η αφειδής ενίσχυση των Ιταλών, τους οποίους οι άνδρες της περιοχής (Βλάχοι ή Γκρέκοι) είχαν πολεμήσει κι αντιμετώπιζαν ως ξένους και πρόσκαιρους.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
«Βιβλικές βυζαντινές μορφές αγίων» χαρακτήρισε αργότερα τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου εαμίτης φωτογράφος, εντυπωσιασμένος από την εμφάνισή τους: κάπες, τσαπράζια, τσαρούχια με φούντες και πρόκες, γενειάδες που «κατρακυλούσαν σαν αφρισμένοι καταρράκτες» και μουστάκες «σαν σπαθιά μυτερά».[222] Έτσι τους έβλεπαν κάτοικοι της πόλης με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, εγνωσμένη φιλική προκατάληψη ή ευπιστία σε φήμες που διαδίδονταν με μυθώδη ταχύτητα.

Η άποψη ότι στην Ήπειρο «σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικές αγροτικές κοινωνίες όντως έβλεπαν στους ενόπλους αυτούς «εν δυνάμει» υπερασπιστές της φτωχότερων στρωμάτων»[223] δεν τεκμηριώνεται για τον Όλυμπο ούτε για τη Δυτική Μακεδονία, περιοχές που μελετήθηκαν. Σίγουρα υποστήριζαν τους ληστές όσοι ωφελούνταν από τις παράτυπες πράξεις τους, αλλά δεν εκθειάστηκαν αυτοί μπροστά στον γράφοντα από κανέναν χωρικό αυτόπτη μάρτυρα, αγρότη ή ποιμένα. Για την πλειονότητα των ξωμάχων οι φανεροί ληστές ήταν αποκρουστικοί επειδή βρίσκονταν κυριολεκτικά στο έλεός των. Οι ιστορίες ηρώων άλλων εποχών δεν παύουν «να θέλγουν τους Έλληνες αστούς».[224]
Κατά τη μαρτυρία αντιπάλου του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ «οι τεμπέληδες, οι μπεκρήδες, οι διωκόμενοι για κλοπές και οι χαρτοπαίκτες» ήταν εκείνοι που πήραν όπλα χωρίς δισταγμό υπέρ των ανταρτών και αυτοί περισσότερο από άλλους είχαν χειροκροτήσει την ομιλία στο χωριό Βερδικούσια αρχηγού ομάδας ανταρτών του Ολύμπου που είχε υποσχεθεί «μοίρασμα των χωραφιών και των κοπαδιών… τα πάντα σε ίσα μέρη». Ο πρώτος ακροατής που έφερε αντίρρηση χαστουκίστηκε από τους φουστανελοφόρους.[225] Ήταν, έστω εμπαθώς κι ετεροχρονισμένα δοσμένη, μία εικόνα της πρακτικής των πρώτων ανταρτών κατά τη διάρκεια των επίσημων εμφανίσεών τους στα χωριά.

Σε άλλες όμως περιπτώσεις στη Σκαμνιά π.χ., στο Πύθιο και μακρύτερα στα χωριά Αιανή, Καισαρειά και Σιάτιστα της Κοζάνης, οι αντάρτες του Ολύμπου είχαν φερθεί με ζορμπαλίκι. Στη βία οι χωρικοί υποκλίνονταν από φόβο, αλλά οι πολλοί δίσταζαν να την εφαρμόσουν άμεσα και φανερά. Αυτό αποτελεί μέρος της εξήγησης, γιατί η επανάσταση δεν εύρισκε «τους ήρωες που είχε ανάγκη».[226] Αυτός ο φόβος υπέφωσκε σ’ όλη την περίοδο της Κατοχής, αν γίνει πιστευτή η πληροφορία ότι παρά τις αντιγνωμίες που εξέφραζαν οι χωρικοί μεταξύ τους, λ.χ. σχετικά με το διαμοιρασμό της συμμαχικής βοήθειας, «κανένας δεν έφερνε αντίρρηση» στην «Οργάνωση» που λάβαινε μεν λίρες, αλλά τις κατακρατούσε προς ίδιον όφελος.[227]

Η συμπεριφορά των πρώτων ανταρτών όπως και το περιεχόμενο των λόγων τους εντασσόταν μεν σε μία δύσκολη εποχή, αλλά παράλληλα ήταν απότοκη προσωπικών αντιλήψεων των μελών ή στελεχών της επανάστασης, οι οποίες εξαρτώνταν από τη μόρφωση, τον χαρακτήρα, αλλά και τον τρόπο ερμηνείας των οδηγιών που έρχονταν από τα ανώτερα κλιμάκια. Σχεδόν όλοι οι αντάρτες είχαν φοιτήσει σε Δημοτικά Σχολεία, αλλά τα επαγγέλματά τους δεν σχετίζονταν με τα Γράμματα. Γι’ αυτό τα αξιώματά τους στον ΕΛΑΣ, όταν έλαβε τη μορφή του τακτικού στρατού, ήταν χαμηλά ή συνδεδεμένα με πολιτικές ανάγκες.
Οι κάθε λογής παράνομοι κι «εξτρεμιστές» που οδοιπόρησαν μαζί τους συνεισέφεραν στη μείωση των δισταγμών και στην ανοχή, αν όχι την αποδοχή της βίας. Όταν είχε φθάσει το πρώτο κλιμάκιο της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΒΣΑ) στον Όλυμπο, οι αντάρτες υπέκλεψαν ένα βαρέλι με αυτόματα.[228] Οι χωρικοί ήταν απρόθυμοι να προσφέρουν χωρίς αντίτιμο τροφή και διάφορες υπηρεσίες όπως παράδοση όπλων, πληροφορίες, μεταφορές σημειωμάτων κλπ, οπότε ο άμεσος ή έμμεσος εξαναγκασμός τους ήταν απαραίτητος για την επιβίωση των ανταρτών του Ολύμπου, αλλά κι άλλων επαφιόμενων ομάδων. Η κατάθεση για «εθελοντικές εισφορές των πλουσίων» στους αντάρτες[229] είναι αναληθής, εκτός αν ιδωθεί ως προϊόν καταναγκαστικού φόβου και στην περίπτωση που χρονολογηθεί από το καλοκαίρι του 1943 και μετά, όταν με την αρωγή της ΒΣΑ, από την οποία οι «χορηγοί» ανέμεναν σύγχρονες ή μεταπολεμικές ανταμοιβές.

Στο ιδεολογικό καμβά βρίσκουμε μιαν άλλη αιτία για την περιορισμένη αποδοχή των ανταρτών του Ολύμπου. Κάτω από την έκκληση για ενότητα διαφαινόταν η μονοπώληση της αντίστασης. Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε συγκρουστεί με άλλες οργανώσεις που ούτε εξαναγκασμό χρησιμοποιούσαν ούτε προέβαιναν σε επιτάξεις τροφίμων, αφού διέθεταν δικούς τους ή συμμαχικούς πόρους. Οφείλονταν προφανώς στη συγκυρία, στις προδοσίες και στην έλλειψη τόλμης που η Φιλική Εταιρεία δεν δραστηριοποιήθηκε ενεργότερα στο πεδίο.
Στον Λόγο της επανάστασης οφειλόταν επίσης η ουδέτερη στάση ή η εναντιότητα των τοπικών παραγόντων, αφού οι αντάρτες εκτός από την απελευθέρωση της χώρας ορκίζονταν και στο «Κόμμα» παλεύοντας για τη «λευτεριά στο λαό». Αυτό μεταφραζόταν σε πρακτικό επίπεδο ότι όσοι δεν είχαν περιουσία επιτρέπονταν να την αποκτήσουν χωρίς κόπο λαμβάνοντάς την από άλλους μέσω του ισάξιου μοιράσματος των αγαθών. Στην επιθυμία όσων δεν είχαν αγαθά κι επιθυμούσαν να τα αποκτήσουν ή όσων δεν βρίσκονταν στο προσκήνιο και φλέγονταν να αναδυθούν οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η έκρηξη της βίας και οι σοβαρές μομφές εναντίων γειτόνων ή συγχωριανών. Η άμεση συμμετοχή στον Αγώνα καθόριζε επίσης εν πολλοίς την αποκάθαρση των προπολεμικών δηλωσιών κομουνιστών από το μίασμα του «προδότη» και την ένταξή τους στις οργανώσεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ.[230]
Ένα πρόβλημα που απασχολούσε τους καθοδηγητές του εαμικού αντάρτικου ήταν η ομογενοποίηση των διαφορών όχι μόνον όσον αφορά στους διάφορους ενόπλους αλλά και σε θεωρητικά ζητήματα. Η επιτυχής ονομασία ΕΛΑΣ μεταφραζόταν διττά: οι πολιτικοί του ΕΑΜ αρέσκονταν στον τίτλο «Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός», ενώ οι στρατιωτικοί του ΕΛΑΣ στον αντίστοιχο «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός». Αναφερόμενοι οι πρώτοι αρχικά για τον ΕΛΑΣ «της πόλης και του βουνού»[231] είχαν επιλέξει ως πεδίο σύγκρουσης με τους κατακτητές τις συνηθισμένες αντιπαραθέσεις της πόλης, με απεργίες π.χ. και στάσεις εργασίας, και δευτερευόντως την ανοιχτά ένοπλη ύπαιθρο. Η τελευταία ελεγχόταν δυσκολότερα λόγω της απόστασης από το κέντρο κι επειδή όσοι συμπαθούσαν ή συνοδοιπορούσαν με τον κομουνισμό είχαν μηδίσει.

Η σύγχυση επιλογών αποκαλύπτεται στην ονομασία των πρώτων ανταρτών του Ολύμπου, οι οποίοι προβληματίζονταν ως προς το συλλογικό τους όνομα απαραίτητο για να διαχωρίζονται από τους ληστές. Ο προσδιορισμός ένοπλες ομάδες του ΕΑΜ[232] ήταν γενικός, ενώ η ονομασία «Ελεύθεροι Σκοπευτές»[233] εκπορευόταν μάλλον από λογίους. Οι ίδιοι οι αντάρτες σύμφωνα με μία καλά πληροφορημένη πηγή ονομάζονταν στην αρχή «7η ομάς».[234] Τον Σεπτέμβριο του 1942 μετατράπηκαν διαφόρως σε: «Ανταρτικό Σώμα Ολύμπου», «αντάρτες της Ελασσώνος» και τελικά σε «Αντάρτες του Ολύμπου»[235] όπως αυτοτιτλοφορήθηκαν οι ίδιοι ένα μην αργότερα. Ο τύπος του ΕΑΜ Μακεδονίας, που επικοινωνούσε με την Αθήνα, τους ενέτασσε όλους στον ΕΛΑΣ, στον Εθνικό δηλαδή, αλλά και συνάμα Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.[236]

Στην έλλειψη ομογενοποίησης εντασσόταν κατά μια οπτική οι βίαιες πράξεις των ανταρτών, φαινόμενο σύνηθες στη χώρα,[237] τις οποίες επέτεινε η σκληρότητα που χαρακτήριζε την κοινωνία της υπαίθρου, σκληρότητα που είχε ενταθεί με την δύσκολη επιβίωση επί Κατοχής. Στην απαίτηση των Βρετανών για βελτίωση της εικόνας του ΕΛΑΣ οφείλονται προφανώς οι μεταθέσεις σε άλλες μονάδες μερικών πρώτων ανταρτών του Ολύμπου, δυσμενείς όμως μόνον κατ΄ επίφασιν αφού ιατρός-αντάρτης του Κισάβου αναβαθμίστηκε σε καπετάνιο συντάγματος.[238] Αλλά και για να λησμονηθούν περαιτέρω τριβές με τους χωρικούς, από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί αρκετά ζώα χωρίς να υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι οι κάτοχοί τους συνεργάζονταν με τον κατακτητή. Στις τριβές αυτές οφείλεται κατά ένα μέρος ο δισταγμός των κατοίκων για την ενεργή υποστήριξη του αντάρτικου.

Δύο παραδείγματα δεικνύουν το λόγου το αληθές: από το χωριό Γεράνεια, μία από τις «μικρές Μόσχες»[239] της Ελλάδας, στον μόνιμο ΕΛΑΣ υπηρέτησαν μόνο 6 άνδρες, εκ των οποίων οι 3 ήταν μέλη της ΕΠΟΝ,[240] ποσοστό δηλαδή 1,12% επί του συνόλου των κατοίκων, που ενδέχεται να μειωθεί, αν διαπιστωθεί ότι μερικοί από αυτούς κατατάχτηκαν λόγω της πενίας μετά από την πυρπόληση του χωριού τους από τους Γερμανούς. Το Παλαιόκαστρο, οικισμός ισάριθμων κατοίκων, είχε προσφέρει στον ΕΛΑΣ ακόμη λιγότερους αντάρτες, 4 μόνο άνδρες, ποσοστό 0.75% περίπου επί των κατοίκων.[241]

Ο πρωταρχικός λόγος που οι πρώτοι αντάρτες του Ολύμπου έλαβαν τεχνογνωσία από τους ληστές, τους οποίους ενέταξαν στη δύναμή τους, ήταν η επιβίωση. Απαιτώντας ενεργή οικονομική και ηθική στήριξη προχώρησαν σε ενοχλήσεις κι εκτελέσεις πολιτών και μελών της τοπικής αρχής με το επιχείρημα της συνεργασίας με τους κατακτητές. Στα θύματα δεν δίνονταν καμία ευκαιρία υπεράσπισης, οπότε οι θάνατοι λογίζονται διαβλητοί και βέβαιες αποδείξεις ελλείπουν. Σ’ αυτές τις ενέργειες των ανταρτών οφείλεται εν μέρει ο εξοπλισμός μεμονωμένων πολιτών υπό τη σκέπη ή ανοχή των Ιταλών και η δημιουργία αργότερα του στρατιωτικού σκέλους της Λεγεώνας. Απείθαρχοι, ανοργάνωτοι και φέροντας το μίασμα της (πρώιμης) συνεργασίας με τον κατακτητή, το οποίο επέτεινε η διγλωσσία τους, οι Λεγεωνάριοι δεν είχαν καμία τύχη στη σύγκρουσή τους με τους αντάρτες.
Ο ΕΛΑΣ κατέθεσε μεν επισήμως τα όπλα το 1945, όμως με ανεπίσημη εντολή, ως μέσο πίεσης ή και αναμονής νέας εξέγερσης, τα καλύτερα κρύφτηκαν -στην εξεταζόμενη περιοχή «ήταν αρκετά για να εξοπλιστούν 1300 -1500 άνδρες».[242] Έτσι αρκετά στελέχη της επανάστασης δυσκολεύονταν να επιστρέψουν στην πρότερη ζωή τους είτε λόγω των πρότερων πράξεων της οργάνωσής τους είτε εξ αιτίας της αναμενόμενης απώλειας της ισχύος που είχαν αποκτήσει επί Κατοχής. «Από αραλίκι και καπετάνιος που άρπαζε και διέταζε…, να γίνει τώρα εργάτης, τσοπάνος, αγρότης, χουσμετιάρης, όπως πρώτα;» αναρωτιέται αντίπαλός τους.[243]

Πράγματι οι πιέσεις, αγγαρείες, αρπαγές αγαθών, κρατήσεις (πραγματικές, υπερθεματισμένες ή φανταστικές) κι εκτελέσεις που υπέστησαν οι κάτοικοι από τους αντάρτες είχαν ως αποτέλεσμα σωρεία δικαστικών αγωγών, ένα «βιομηχανικό όργιο μηνύσεων κατά των αγωνιστών» κατά την άποψη στελέχους του ΕΛΑΣ,[244] από τις οποίες οι μηνυτές προσδοκούσαν οικονομική ή ηθική δικαίωση. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που οι περισσότεροι από τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου φυγοδικούσαν[245] εντός ή εκτός της χώρας. Ορισμένοι προτίμησαν την καταφυγή στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Μερικοί που εμφανίστηκαν φυλακίστηκαν για ένα διάστημα. Για έναν από τους πρώτους υπάρχει αδιασταύρωτη πληροφορία ότι όντας αντάρτης του ΔΣΕ παραδόθηκε και κατατάχτηκε στα ΜΑΥ του χωριού του.[246]

Οι υπόλοιποι κρύβονταν και κάτω από τον, επίσης επιτυχημένο, τίτλο «Αυτοάμυνα» αναζητούσαν τροφή, πληροφορίες, ασπίδες προστασίας προσμένοντας ένα νέο αντάρτικο. «Ιδίως τις νύχτες… βρίσκονταν σε επιφυλακή»,[247] μια έκφραση δεόντως εξωραϊστική για τα «νυχτερινά γιουρούσια» εναντίον αντιφρονούντων,[248] χωροφυλάκων ή τμημάτων στρατού. Τα κηρύγματα και οι απειλές για «να εξουδετερώσουν τον παραδοσιακό συντηρητισμό»[249] ανήκαν στο παρελθόν.
Στα πεπραγμένα λοιπόν της Κατοχής, ιδιαίτερα των πρώτων ανταρτών, οφείλονταν κατά ένα μέρος η ανώμαλη κατάσταση που επιχωρίαζε το 1945, έτος που, ενώ το κράτος επούλωνε τις πληγές του, ένοπλοι φυγοδικούσαν προκλητικά, ενώ αντίπαλοί τους επιζητούσαν εκδίκηση. Ο κυρίως Εμφύλιος Πόλεμος δεν άργησε να ξεσπάσει με τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου να ξεκινούν πάλι από την αρχή. Αλλά παρά την αποκτηθείσα πείρα το τοπίο ήταν αυχμηρό: δεν υπήρχαν κατακτητές για να εναντιωθούν ως πατριώτες όπως είχαν πράξει μερικά χρόνια νωρίτερα, αλλά ένα ελληνικό κράτος που στοχεύοντας στην ομαλή πολιτική ζωή είχε προκηρύξει εκλογές.

Πρακτικά ανακοίνωσης στο συνέδριο Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’40. Μια κριτική αποτίμηση: ιστοριογραφική συζήτηση, μεθοδολογικές προτάσεις, ερευνητικά πεδία. Διοργάνωση Δικτύου Μελέτης Εμφυλίων Πολέμων. Αμφιθέατρο Νομαρχίας Καβάλας 2-5 Ιουλίου 2009

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΧΕΙΑ
Kings College London, Military Archives,
-GB99, Woodhouse, box 1-2, 1/1/7 και 10/B6/2/34/B6
Public Record Office (PRO)
-FO 371/37201/R2332, Conditions in Greece 1943
ΓΕΣ/ΔΙΣ
-Ιστορικά Έργα: Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, τ. 2-9, Αθήνα 1996
Ειρηνοδικείο Γρεβενών
–Εκθέσεις έτους 1945
Εκθεση Δράσης Οργάνωσης ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ Κεντρικής και Δυτ. Μακεδονίας, https://stratistoria.wordpress.com/1945/02/23/19450223-eoea-edes-k-d-makedonias/
Κουζινόπουλος Σπύρος, «Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της κατοχής», Καστανιώτης, Θεσσαλονίκη 19862
Πρωτοδικείο Γρεβενών
–Βουλεύματα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 1946 -47
– Πρακτικά Δικών 1945
Ριζοσπάστης 1943
ΒΙΒΛΙΑ
Hammond Nicholas, Περιπέτεια με τους αντάρτες, 1943 -44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982
Mazower Mark, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, μετ. Κώστας Κουρεμένος
Αβέρωφ Γεώργιος, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα, 1948
Αρσενίου Λάζαρος, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τ. Α΄, Ιταλική κατοχή, «έλλα», Λάρισα, 19993
Αυγουστής Γιώργος, Κατοχικές μνήμες 1943 -1944, Ελασσόνα, 1997
Βακουφάρη Κωνσταντίνα, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση (1941- 1944), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2003 (διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας)
Βαφειάδης Μάρκος, Απομνημονεύματα (1944 –1946), τ. Γ΄, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985
Βερέμης Θάνος –Κολιόπουλος Γιάννης, Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα, 2006
Βήττος Χρήστος, Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο, ιστορική μελέτη δεκαετίας 1940 –1950, Art of Text, Θεσσαλονίκη, 2000
Βραχνιάρης Χρήστος, Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας, Πανόραμα, Αθήνα, 1983
Γεωργίου Βάσος (επιμ.), Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, τ. Α΄, Αυλός, Αθήνα 1979
Δορδανάς Ευστράτιος, Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941 -1944, διδακτορική διατριβή στο ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2002
Ζαρογιάννης Γιώργης, Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση (ΕΛΑΣ) 1940 -1944, Τολίδης, Αθήνα χ.χ
Ήρωες και Μάρτυρες, Παπακωνσταντίνου, Αθήνα χ.χ. (ανατύπωση από έκδοση της «Νέας Ελλάδας» στη Ρουμανία το 1952)
Θεοδοσιάδης Σταύρος, Η Πίνδος ομιλεί: η Εθνική Αντίστασις 1941 –1944, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2000, επιμ: Νίκος Καλογερόπουλος
Θουκυδίδης, Ιστορία, βιβλίο τρίτο, Κάκτος, Αθήνα 1991
Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως 1941 –44, Κωσταράκος, Αθήνα, 1962
Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2000 (πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα Ιστορίας), https://blogs.sch.gr/thankall/?page_id=553
Καλλιανιώτης Θανάσης, «Οι αντικομουνιστές καπετάνιοι στη Δυτική Μακεδονία (1942 -1949)», Οι άλλοι καπετάνιοι, επιμ: Νίκος Μαραντζίδης, Αθήνα, Εστία 2005, 201-295
Καλλίνος Θόδωρος, Ενότητα, πολεμικά γεγονότα –γραπτά, τ. Α΄ Αθήνα, 1978
Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση –Δεκέμβρης 1944 (Δεκεμβριανά) –Εμφύλιος Πόλεμος 1946-49, Σύγχρονη Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996, επιμ: Λευτέρης Λάλος, Θωμάς Χατζηκακίδης, Νίκος Καρβούνης
Μαραντζίδης Νίκος, Οι μικρές Μόσχες: πολιτική και εκλογική ανάλυση της παρουσίας του κομμουνισμού στον ελλαδικό αγροτικό χώρο, Παπαζήσης, Αθήνα, 1997
Μαργαρίτης Γιώργος, Από την ήττα στην εξέγερση, Ελλάδα: Άνοιξη 1941 –Φθινόπωρο 1942, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1993
Μελετζής Σπύρος, Με τους αντάρτες στα βουνά, Μελετζής –Παπαδάκης, Αθήνα 19843
Μπαλής Δημήτριος, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981
Μπλάνας Γιώργης, Εμφύλιος πόλεμος 1946 –1949, όπως τα έζησα, Αθήνα, 1976
Μπολτσής Πέτρος, Αναμνήσεις απ΄ τη ζωή κι απ΄ τον αγώνα, Αθήνα, 1986
Παλιούρας Δημήτριος, Στο Δεύτερο Πλατάνι, [Ελασσόνα] 19982
Πανάγος Θόδωρος, Αυτά έχουν τα υπόγεια, μη γελάς!, η καθημερινή ζωή στην Αντίσταση, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Παπαγεωργίου Γ., Παραλειπόμενα της εθνικής αντίστασης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981
Παπαγιάννης Σταύρος, Τα παιδιά της Λύκαινας, οι «επίγονοι» της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941 –1944), Σοκόλης, Αθήνα 20042
Παπανικολάου Αθανάσιος, Η Γιαννωτά: ιστορία, γεωγραφία, λαογραφία, Ελασσόνα, 1982
Προκόβας Κώστας, «Αριστοτέλης Παρασκευάς (1914-2002)», Ο λόγος του συλλόγου 8/12 (2006) 12[εφημερίδα των Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης]
Πρωτόπαπας Σαράντης, Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941 –1944, Αθήνα, 1978, επιμ. Ν. Μάργαρη
Σακαλής Αλέκος, Μνήμες, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1998
Σαρακατσάνης Δημήτρης, «Στην ανατολική Θεσσαλία» Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση8-10 (1987-8) 12-24
Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία…», ό.π.
Σουβλής Χαράλαμπος, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας (Μπούλκες –Τασκένδη), «Στους κάμπους βροντάει το κανόνι…), Λάρισα 1984
Τζεκίνης Χρήστος, Πέρα από τον Όλυμπο, ένα Χρονικό της Αντίστασης στη Ναζιστική Κατοχή 1941 -44, Ειδική Εκδοτική, Αθήνα, 1992
Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας,, Λάρισα 2004
Χατζηπαναγιώτου Γιάννης, Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη (Εθνική και Κοινωνική), Δωρικός, Αθήνα, 19823
Χατζής Θανάσης, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Δωρικός, Αθήνα, 19822
Χουρίδης Βασίλης, Κατοχή, γεγονότα περιόδου 1941 –44 στην Ελασσόνα, Θεσσαλονίκη 1985
ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Antoniou Giorgos-Marantzidis Nikos, The Greek Civil War Historiography, 1945-2001, Toward a New Paradigm, 2003, http://www.columbia.edu/cu/history/gha/cjh/2003_4.htm
Geronymo (2005), «[σχόλιο]», http://www.larissafc.com/forum/archive/index.php?t-316.html
Kalyvas Stathis “Red Terror: leftist violence during the occupation”, After the war was over, reconstructing the family, nation, and state in Greece, 1943 –1960, Princeton: Princeton University Press, 43 –83 ed. Mark Mazower
Madcat, Μωρά με ουρά!!!, 2006, http://old.zortal.gr/article.php?sid=543
Rocco74 (2006), Οι κρυμένοι θησαυροί του ΕΛΑΣ και των Άγγλων, http://www.metafysiko.gr/forum/showthread.php?t=885
Stevens John, «Report on Present Conditions in Central Greece», British Reports on Greece 1943 –44, επιμ: Lars Baerentzen, Museum Tusculanum Press, Copenhagen 1982, 1-46
Αζέλης Αγαθοκλής, «Τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Μιχαήλ Κοσβύρα από την Αγναντιά Καλαμπάκας: μια πρώτη προσέγγιση», Τρικαλινά 23 (2003) 165
Ανδρώνης Σ., «το Παλαιόκαστρο Ελασσόνας στην Κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση», Ελασσονίτικα Γράμματα 10 (2000) 21
Αρσενίου Λάζαρος, «Τα κύρια χαρακτηριστικά της θεσσαλικής Αντίστασης», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, σ. 59-62
Γεμενής Κωνσταντίνος, «Η Ρωμαϊκή Λεγεώνα 1941-1943: ιστορικές καταβολές, δράση, απομυθοποίηση», ανακοίνωση σε συνέδριο οργανωμένο από την Εταιρεία Συλλογής Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων ν. Λάρισας με τίτλο Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944: ύπαιθρος και πόλη, άνθρωποι, Λάρισα 25.11.06
Γκανάτσιος Δημοσθένης, «Μόνο ο αέρας και το νερό είναι δικά σας: το χωριό Γεράνεια στην Εθνική Αντίσταση», Ελασσονίτικα Γράμματα 2 (2000) 40-44
Γουλούλης Σταύρος, «Η μέρα μετά την «καταχνιά» της Κατοχής: η εικόνα της υπαίθρου στον νομό Λάρισας (πλην επ. Φαρσάλων) Μάρτιος 1945 (Αρχείο Δημ. Χατζηγιάνη)», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941-1944, σ. 210-223
Γούναρης Βασίλης, Οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940, https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/viewFile/5756/5495.pdf
Ζαγγλές Δημήτρης, «Από την Αντίσταση στη Δυτική Μακεδονία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 5-7 (1986-7) 66
Ζιάρας Ιωάννης, «Ζιάρας Ιωάννης», Εν Μικροβάλτω (Ιαν. 2007) 18
Ζιώκας Ζήσης, «Η πορεία ανάπτυξης του αντάρτικου Νοτίου Ολύμπου», Εθνική Αντίσταση 104 (1999) 84
«Ημερολόγιο του Γεωργίου Ι. Οικονόμου –Γρίβα», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση τ. 5-7/1986
Καλλίνος Θεόδωρος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8-10 (1977-8) 2
[Καλλίνος Θεόδωρος], «Στη Δυτική Θεσσαλία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8-10 (1987-8) 23
Καλλίνος Θεόδωρος, «Το ξεκίνημα του εαμιικού αντάρτικου στη Θεσσαλία –οργανωτικά ζητήματα», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, σ. 63-68
Καλτέκης Γιάννης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος (1912 -1940)», Η Τσαριτσάνη, Κοινότητα Τσαριτσάνης, Λάρισα, 1989, επιμ: Γιάννης Αδάμου
Κηπουρός Κώστας, «Αναμνήσεις από τον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας», Εθνική Αντίσταση, 37 (1983Β)
Κηπουρός Κώστας, «Αναμνήσεις από τον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας», Εθνική Αντίσταση 35 (1983Α) 40
Κολιόπουλος Ιωάννης, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800: το έθνος, η πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων, τ. Α,. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000
Κόντος Σ.-Φυλακτός Δ., Θεσσαλία, Αθήνα, χ.χ.
Κουτσιμανής Ελευθέριος Η ιστορία της Κρυόβρυσης (Πουλιάνας), 2004, http://www.geocities.com/kriobrisi/page4.htm
Λέφας Ιωάννης, «Το κάψιμο της Καρυάς, Σκαμνιάς, Κρυόβρυσης το 1943», Σελίδες από την ιστορία της Καρυάς, Λάρισα, 1995
Μιστάρας Στέφανος, «Ευθύμιος Μιστάρας: «Ο πατέρας των όπλων» της Εθνικής Αντίστασης στη Θεσσαλία», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, 185-97
Μιχαλέας Δημήτρης, «Οι πρώτοι αντάρτες στον Όλυμπο», ΕΑΜ Αντίσταση 20 (1992) 7
Μπουροζίκος Χρυσόστομος, «Ιστορικό αυτόγραφο», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8–10 (1987-8) 19
Ξυνός Θανάσης, «Η Τσαρίτσανη στην Εθνική Αντίσταση», Εθνική Αντίσταση 42 (1984) 114
Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη..», ό.π., σ.
Οικονόμου Γιάννης, «Οι πρώτοι αντάρτες στον Όλυμπο», Εθνική Αντίσταση, 29 (1981) 33
Πάικος Νίκος, «Συναδέλφωση αποσπάσματος χωροφυλακής και ανταρτών του Ολύμπου σε μια ενέδρα», Εθνική Αντίσταση 37 (1983) 66-7
Παλάσκας Κ., «Η ακριβής αλήθεια για την πρώτη ανταρτοομάδα στον Όλυμπο 1941-44», Εθνική Αντίσταση 92 (1996) 79
Σαµαράς Χρήστος, «Η πρώτη αντάρτικη οµάδα στον Όλυµπο», Εθνική Αντίσταση 107 (2000) 56
Σάββας Μιχαήλ, «Η 4η Διεθνής, ο πόλεμος και το «Πριν»», http://thessaloniki.indymedia.org/front.php?lang=el&article_id=24106
Τζ. Μ., «Βροντερό «παρών» από εκατοντάδες αντιστασιακούς στο Μπεχτέσι Καρυάς Ολύμπου», Ελασσονίτικα Γράμματα 10 (2000) 15
Τζούκας Βαγγέλης, «H κοινωνική ληστεία και η παράδοση ανταρσίας. Ληστές και αντάρτες στη δεκαετία 1940-50», Δερμεντζόπουλος Χρήστος-Νιτσιάκος Βασίλης (επιμ.), Όψεις του λαϊκού πολιτισμού: μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, Πλέθρον, Αθήνα 2007, 143-156
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Ελευθερία, όργανον του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου Μακεδονίας 1942 -44, στο Κουζινόπουλος Σπύρος, «Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της κατοχής», Καστανιώτης, Θεσσαλονίκη 19862
Ελληνικός Βορράς 1962, ημερησία πρωινή εφημερίς της Θεσσαλονίκης, ιδρ: Π. Ξ. Λεβαντής, διευθ: Β. Α. Μεσολογγίτης
Η Φωνή της Εθνικής Αντίστασης, μηνιαίο όργανο του παραρτήματος Γρεβενών της ΠΕΑΕΑ, Ιούλιος 1997
Θεσσαλονίκη 1965, η μεγάλη απογευματινή εφημερίς της Βορείου Ελλάδος, εκδότης Ι. Κ. Βελλίδης
Μακεδονία, η πρώτη πρωινή εφημερίς εν Θεσσαλονίκη, διευθ: Ι. Κ. Βελλίδης 1945
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Γ. Γ. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στην Ελασσόνα το 2004
Ζ.Δ. Δάσκαλος. Συνέντευξη στην Αθήνα το 1992
Κ. Γ. Συνέντευξη στην Άρδασσα Εορδαίας το 2002
Λ. Χ. Αγρότης. Συνέντευξη στα Δελέρια το 2007
Μ. Α. Κλητήρας. Συνέντευξη στη Νέα Συκαμινέα το 2007
Μ. Α. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στην Ελασσόνα το 2004
Μ.Ε. Αγρότης. Συνέντευξη στο Πύθιο το 2004
Μ.Σ. Αγρότης. Συνέντευξη στη Γυρτώνη το 2007
Ν. Ι. Αγρότης και κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στο Λιβάδι το 2007
Σ. Ι. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στη Νέα Συκαμινέα το 2007
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μπολτσής Πέτρος, Αναμνήσεις απ΄ τη ζωή κι απ΄ τον αγώνα, Αθήνα, 1986, σ. 21
[2] Public Record Office (PRO), FO 371/37201/R2332, Conditions in Greece 1943, various telegrams, most secret, 10.3.43
[3] Kings College London, Military Archives (KCLMA,), GB99, Woodhouse, box 1-2, 1/1/7 και 10/B6/2/34/B6. Επίσης «Ημερολόγιο του Γεωργίου Ι. Οικονόμου –Γρίβα», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση τ. 5-7/1986, σ. 79. Ακόμη Hammond Nicholas, Περιπέτεια με τους αντάρτες, 1943 -44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982, σ. 36
[4] Ζαρογιάννης Γιώργης, Αναμνήσεις από την Εθνική Αντίσταση (ΕΛΑΣ) 1940 -1944, Τολίδης, Αθήνα χ.χ., σ. 64
[5] Μπλάνας Γιώργης, Εμφύλιος πόλεμος 1946 –1949, όπως τα έζησα, Αθήνα, 1976, σ. 301-3
[6] Μιστάρας Στέφανος, «Ευθύμιος Μιστάρας: «Ο πατέρας των όπλων» της Εθνικής Αντίστασης στη Θεσσαλία», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, σ. 195
[7] Hammond, Περιπέτεια, σ. 25 και Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π. σ. 80-1. Επίσης Μπαλής Δημήτριος, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σ. 32
[8] Βακουφάρη Κωνσταντίνα, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση (1941- 1944), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2003 (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας)
[9] Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 66
[10] Δορδανάς Ευστράτιος, Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941 -1944, διδακτορική διατριβή στο ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 215 και Λέφας Ιωάννης, «Το κάψιμο της Καρυάς, Σκαμνιάς, Κρυόβρυσης το 1943», Σελίδες από την ιστορία της Καρυάς, Λάρισα, 1995, σ. 157-9
[11] Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως 1941 –44, Κωσταράκος, Αθήνα, 1962, σ. 164-8
[12] Αρσενίου Λάζαρος, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τ. Α΄, Ιταλική κατοχή, «έλλα», Λάρισα, 19993, σ. 111
[13] Σαμαρά Ευαγγελία Ανθρώπινο χρέος: αναμνήσεις απ΄ τη ζωή μου, Διογένης, Αθήνα 1986
[14] Βαφειάδης Μάρκος, Απομνημονεύματα (1944 –1946), τ. Γ΄, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1985, σ. 327, όπου αφήγηση του Γ. Κουτσομάρκου στελέχους ΚΚΕ από την Τσαρίτσανη
[15] Antoniou Giorgos-Marantzidis Nikos, The Greek Civil War Historiography, 1945-2001, Toward a New Paradigm, 2003, http://www.columbia.edu/cu/history/gha/cjh/2003_4.htm
[16] Rocco74 (2006), Οι κρυμένοι θησαυροί του ΕΛΑΣ και των Άγγλων, http://www.metafysiko.gr/forum/showthread.php?t=885
[17] Madcat, Μωρά με ουρά!!!, 2006, http://old.zortal.gr/article.php?sid=543
[18] Μπλάνας, Εμφύλιος, όπ., σ. 303
[19] Κηπουρός Κώστας, «Αναμνήσεις από τον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας», Εθνική Αντίσταση, 37 (1983Β) 74
[20] Μαραντζίδης Νίκος, Οι μικρές Μόσχες: πολιτική και εκλογική ανάλυση της παρουσίας του κομμουνισμού στον ελλαδικό αγροτικό χώρο, Παπαζήσης, Αθήνα, 1997, σ. 221
[21] Γκανάτσιος Δημοσθένης, «Μόνο ο αέρας και το νερό είναι δικά σας: το χωριό Γεράνεια στην Εθνική Αντίσταση», Ελασσονίτικα Γράμματα 2 (2000) 44
[22] Θουκυδίδης, Ιστορία, βιβλίο τρίτο, Κάκτος, Αθήνα 1991, μετ: Αν. Γεωργοπαπαδάκος, σ. 93
[23] Mazower Mark, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η εμπειρία της Κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, μετ. Κώστας Κουρεμένος, σ. 81
[24] Σουβλής Χαράλαμπος, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας (Μπούλκες –Τασκένδη), «Στους κάμπους βροντάει το κανόνι…), Λάρισα 1984, σ. 24
[25] Παπαγεωργίου Γ., Παραλειπόμενα της εθνικής αντίστασης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σ. 48, 223
[26] Ξυνός Θανάσης, «Η Τσαρίτσανη στην Εθνική Αντίσταση», Εθνική Αντίσταση 42 (1984) 114 και Κηπουρός, Αναμνήσεις, 37/1983Β, σ. 72
[27] Αβέρωφ Γεώργιος, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήνα, 1948, σ. 125
[28] Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση –Δεκέμβρης 1944 (Δεκεμβριανά) –Εμφύλιος Πόλεμος 1946-49, Σύγχρονη Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996, επιμ: Λευτέρης Λάλος, Θωμάς Χατζηκακίδης, Νίκος Καρβούνης, σ. 93-6
[29] Ζιώκας Ζήσης, «Η πορεία ανάπτυξης του αντάρτικου Νοτίου Ολύμπου», Εθνική Αντίσταση 104 (1999) 84
[30] Σουβλής, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας, ό.π., σ. 95
[31] Παπαγεωργίου, Παραλειπόμενα, ό.π., σ. 65
[32] Κηπουρός Κώστας, «Αναμνήσεις από τον ΕΛΑΣ Θεσσαλίας», Εθνική Αντίσταση 35 (1983Α) 40
[33] Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως, σ. 164
[34] Σ. Ι. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στη Νέα Συκαμινέα το 2007
[35] Χατζηπαναγιώτου Γιάννης, Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη (Εθνική και Κοινωνική), Δωρικός, Αθήνα, 19823, επιμ: Μπάμπη Κλάρα, σ. 108
[36] Μελετζής Σπύρος, Με τους αντάρτες στα βουνά, Μελετζής –Παπαδάκης, Αθήνα 19843, σ. 13
[37] Καλλίνος Θεόδωρος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8-10 (1977-8) 2
[38] Μπουροζίκος Χρυσόστομος, «Ιστορικό αυτόγραφο», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8–10 (1987-8) 19
[39] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 24
[40] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 42 και Σαµαράς Χρήστος, «Η πρώτη αντάρτικη οµάδα στον Όλυµπο», Εθνική Αντίσταση 107 (2000) 56
[41] Ζαγγλές Δημήτρης, «Από την Αντίσταση στη Δυτική Μακεδονία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 5-7 (1986-7) 66
[42] Γ. Γ. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στην Ελασσόνα το 2004
[43] Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2000 (πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα Ιστορίας), σ. 46
[44] Οικονόμου Γιάννης, «Οι πρώτοι αντάρτες στον Όλυμπο», Εθνική Αντίσταση, 29 (1981) 33
[45] Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 141
[46] Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως, ό.π., σ 164
[47] Λ. Χ. Αγρότης. Συνέντευξη στα Δελέρια το 2007
[48] Παπανικολάου Αθανάσιος, Η Γιαννωτά: ιστορία, γεωγραφία, λαογραφία, Ελασσόνα, 1982, σ. 87
[49] Παλάσκας Κ., «Η ακριβής αλήθεια για την πρώτη ανταρτοομάδα στον Όλυμπο 1941-44», Εθνική Αντίσταση 92 (1996) 79
[50] Πρωτόπαπας Σαράντης, Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941 –1944, Αθήνα, 1978, επιμ. Ν. Μάργαρη, σ. 47
[51] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 40
[52] Μελετζής, ό.π., σ. 14
[53] Παπαγεωργίου, Παραλειπόμενα, ό.π., σ. 123, 128
[54] Μ. Α. Κλητήρας. Συνέντευξη στη Νέα Συκαμινέα το 2007. Επίσης Σ. Ι. συνέντευξη, .ό..π.
[55] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 164
[56] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 119-20, 163
[57] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 39
[58] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 128
[59] Πάικος Νίκος, «Συναδέλφωση αποσπάσματος χωροφυλακής και ανταρτών του Ολύμπου σε μια ενέδρα», Εθνική Αντίσταση 37 (1983) 66-7. Επίσης Ν. Ι. Αγρότης και κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στο Λιβάδι το 2007
[60] Πρωτόπαπας, Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, ό.π., σ. 78-80
[61] Γνωστές κι ως ΟΕΚ (Ομάδες Ενόπλων Καταδιωκόμενων) και ΟΔΚ (Ομάδες Δημοκρατικών Καταδιωκόμενων)
[62] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ιστορικά Έργα: Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου (ΑΕΠ), τ. 3, Αθήνα 1996, αρ.15, «Κατάσταση Δραστηριότητας τριμήνου Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1946», Β΄ΣΣ/Α1 προς ΓΕΣ/Α1, Λάρισα 2/1/1947
[63] Σακαλής Αλέκος, Μνήμες, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 1998, σ. 232. Αν ο αναφερόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο με αλογοσούρτη που είχαν συλλάβει οι αντάρτες και αφού τον κακοποίησαν τον υποχρέωσαν να τους συντροφεύει, βλ. Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 83, δεν έχει διευκρινιστεί
[64] Μ. Α. Κτηνοτρόφος. Συνέντευξη στην Ελασσόνα το 2004
[65] Τζ. Μ., «Βροντερό «παρών» από εκατοντάδες αντιστασιακούς στο Μπεχτέσι Καρυάς Ολύμπου», Ελασσονίτικα Γράμματα 10 (2000) 15
[66] Μ. Α. συνέντευξη, ό.π.
[67] Μπουροζίκος, Ιστορικό αυτόγραφο, ό.π., σ. 20
[68] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου, ό.π., αρ. 81, «Συνοπτική κατάσταση συμμοριτών στην περιοχή του Β΄ ΣΣ», Λάρισα 12/3/1947
[69] Η Φωνή της Εθνικής Αντίστασης, μηνιαίο όργανο του παραρτήματος Γρεβενών της ΠΕΑΕΑ, Ιούλιος 1997, σ. 7
[70] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 40-1, 51-3
[71] Ν. Ι. Συνέντευξη, ό.π.
[72] Τζεκίνης Χρήστος, Πέρα από τον Όλυμπο, ένα Χρονικό της Αντίστασης στη Ναζιστική Κατοχή 1941 -44, Ειδική Εκδοτική, Αθήνα, 1992, σ. 110
[73] KCLMA, Woodhouse, ό.π., 1/42
[74] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 51
[75] Καλλιανιώτης, Οι αρχές της Αντίστασης, ό.π., σ. 37-9
[76] Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη (18.3.65) 3
[77] Εκθεση Δράσης Οργάνωσης ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ Κεντρικής και Δυτ. Μακεδονίας, https://stratistoria.wordpress.com/1945/02/23/19450223-eoea-edes-k-d-makedonias/
[78] Ζιάρας Ιωάννης, «Ζιάρας Ιωάννης», Εν Μικροβάλτω (Ιαν. 2007) 18
[79] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 23
[80] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 37 (1983Β), ό.π.
[81] Χουρίδης Βασίλης, Κατοχή, γεγονότα περιόδου 1941 –44 στην Ελασσόνα, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 78-9
[82] Σουβλής, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας, ό.π., σ. 54
[83] Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 187143
[84] Σαρακατσάνης Δημήτρης, «Στην ανατολική Θεσσαλία» Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8-10 (1987-8) 19
[85] Χατζηπαναγιώτου, Η πολιτική διαθήκη, ό.π., σ. 106
[86] Καλτέκης Γιάννης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος (1912 -1940)», Η Τσαριτσάνη, Κοινότητα Τσαριτσάνης, Λάρισα, 1989, επιμ: Γιάννης Αδάμου, σ. 193-4
[87] Τζ,., «Βροντερό «παρών»», ό.π., σ. 16
[88] Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη…», ό.π., σ. 110
[89] Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 325
[90] Καλτέκης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος», ό,π., σ. 194, 203
[91] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 35
[92] Ξυνός «Η Τσαρίτσανη…», ό.π., σ. 109
[93] Αυγουστής Γιώργος, Κατοχικές μνήμες 1943 -1944, Ελασσόνα, 1997, σ. 80
[94] Καλτέκης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος», ό.π., σ. 200
[95] Κηπουρός, «Αναμνήσεις» 1983Α, ό.π., σ. 39
[96] Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 47
[97] Σαμαράς, «Η πρώτη αντάρτικη οµάδα», ό.π., σ. 57 και Βακουφάρη, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 144
[98] Καλλιανιώτης Θανάσης, «Οι αντικομουνιστές καπετάνιοι στη Δυτική Μακεδονία (1942 -1949)», Οι άλλοι καπετάνιοι, επιμ: Νίκος Μαραντζίδης, Αθήνα, Εστία 2005, σ. 202
[99] KCL/MA, GB99, Woodhouse, ό.π., 1/1/7-10
[100] ΔΒΘ, Ελληνικός Βορράς (29.3.62) 1, 7
[101] Ζ.Δ. Δάσκαλος. Συνέντευξη στην Αθήνα το 1992
[102] Καλτέκης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος», ό.π., σ. 201
[103] Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π, σ. 77
[104] Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 325
[105] Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη», ό.π., 110-11
[106] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 108
[107] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 48
[108] Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη», ό.π., 110, 112
[109] ΔΙΣ/ΓΕΣ, ΑΕΠ ό.π., τ. 5/123, Ο.Δ.Κ. /Αρχηγ. Χασίων, Έκθεση -Ιστορία του ΙΙΙ Συγκροτήματος, Σ.Δ/Αρχ. 13/11/1946 και ΔΒΘ, Μακεδονία (30.6.45)
[110] ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ 9/4, «Έκθεση επί της οργανώσεως και διάταξης των συμμοριτών επί πληροφοριών μέχρι την 1 Ιουν 1948», Β΄ΣΣ/Α2 προς Ι-ΙΙ- VΙΙΙ-ΙΧ-Χ-ΧΙ- ΧV Μερ./Α2, Ταξ./Α2, ΔΕΘ, ΤΣΕΚ, ΤΣΕΤ, ΤΣΕΕ, 83-84 Περ./Α2, ΟΑΣ, Λάρισα 1/6/1948
[111] Τζ., «Βροντερό «παρών»», ό.π., σ. 16
[112] Τζ., «Βροντερό «παρών»», ό.π., σ. 15
[113] Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 77 και Μιχαλέας Δημήτρης, «Οι πρώτοι αντάρτες στον Όλυμπο», ΕΑΜ Αντίσταση 20 (1992) 7
[114] Καριπίδης Θεόδωρος, Εαμική Εθνική Αντίσταση, σ. 134
[115] Μιχαλέας, «Οι πρώτοι αντάρτες στον Όλυμπο», ό.π., σ. 6-7
[116] Ήρωες και Μάρτυρες, Παπακωνσταντίνου, Αθήνα χ.χ., σ. 178
[117] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 108 και Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη..», ό.π., σ. 114
[118] ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ, ό.π., 2/123, «Έκθεση -Ιστορία του ΙΙΙ Συγκροτήματος», Ο.Δ.Κ. /Αρχηγ. Χασίων, Σ.Δ/Αρχ. 13/11/1946
[119] Κηπουρός, «Αναμνήσεις», 1983Α, ό.π., σ. 48 και Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 108. Επίσης Μπαλής, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, ό.π., σ. 24
[120] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 51
[121] ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ, ό.π., τ. 9/4 και Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 297. Επίσης Ήρωες, ό.π.,σ. 224
[122] Καλλίνος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», ό.π., σ. 1
[123] Λ. Χ.,συνέντευξη, ό.π.,
[124] Παπαγιάννης Σταύρος, Τα παιδιά της Λύκαινας, οι «επίγονοι» της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941 –1944), Σοκόλης, Αθήνα 20042, σ. 131-2
[125] Κ. Γ. Συνέντευξη στην Άρδασσα Εορδαίας το 2002
[126] Σάββας Μιχαήλ, «Η 4η Διεθνής, ο πόλεμος και το «Πριν»», http://thessaloniki.indymedia.org/front.php?lang=el&article_id=24106
[127] Παπαγεωργίου, Παραλειπόμενα, ό.π., σ. 86
[128] Κηπουρός, «Αναμνήσεις» 37 (1983Β) ό.π.,
[129] Μπαλής, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, ό.π., σ. 55
[130] Γεωργίου Βάσος (επιμ.), Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, τ. Α΄, Αυλός, Αθήνα 1979, σ. 197, 335
[131] Stevens John, «Report on Present Conditions in Central Greece», British Reports on Greece 1943-44, επιμ: Lars Baerentzen, Museum Tusculanum Press, Copenhagen 1982, σ. 6
[132] Χατζηπαναγιώτου, Η πολιτική διαθήκη, ό.π., σ. 106
[133] Καλλίνος, Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία, ό.π., σ. 2
[134] Μπαλής Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, ό.π., σ. 35 και Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 82
[135] Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, ό.π., σ. 326
[136] Καλλίνος Θεόδωρος, «Το ξεκίνημα του εαμιικού αντάρτικου στη Θεσσαλία –οργανωτικά ζητήματα», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, σ. 68
[137] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π. σ. 12-4 και Μπουροζίκος «Ιστορικό αυτόγραφο», ό.π., σ. 19
[138] Σουβλής, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας, ό.π., σ. 33
[139] Θουκυδίδης, Ιστορία, ό.π., σ. 151
[140] Γουλούλης Σταύρος, «Η μέρα μετά την «καταχνιά» της Κατοχής: η εικόνα της υπαίθρου στον νομό Λάρισας (πλην επ. Φαρσάλων) Μάρτιος 1945 (Αρχείο Δημ. Χατζηγιάνη)», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941-1944, σ. 221
[141] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π. σ. 12-4
[142] Καλλίνος Θόδωρος, Ενότητα, πολεμικά γεγονότα –γραπτά, τ. Α΄ Αθήνα, 1978, σ. 57
[143] Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 77
[144] Σουβλής, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας, ό.π., σ. 34
[145] Γεωργίου, Ιστορία της Αντίστασης, ό.π., σ. 285
[146] Χουρίδης, Κατοχή, ό.π., σ. 96
[147] Καλτέκης, «Μεταπελευθερωτική περίοδος», ό.π., σ. 198
[148] Χατζηπαναγιώτου, Η πολιτική διαθήκη, ό.π., σ. 106-7
[149] Μ.Σ. Αγρότης. Συνέντευξη στη Γυρτώνη το 2007
[150] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π., σ. 16, 23
[151] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π., σ. 17 και Μπουροζίκος «Ιστορικό αυτόγραφο», ό.π., σ. 20
[152] Ελευθερία (16.10.42) 4, στο Κουζινόπουλος Σπύρος, «Ελευθερία, η άγνωστη ιστορία της πρώτης παράνομης οργάνωσης και εφημερίδας της κατοχής», Καστανιώτης, Θεσσαλονίκη 19862
[153] Μ. Α. Συνέντευξη ό.π.,
[154] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 90
[155] Βακουφάρη, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 129
[156] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 32
[157] Βακουφάρη, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 151
[158] Μαργαρίτης Γιώργος, Από την ήττα στην εξέγερση, Ελλάδα: Άνοιξη 1941 –Φθινόπωρο 1942, Ο Πολίτης, Αθήνα, 1993, σ. 207
[159] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 187
[160] Γουλούλης, «Η μέρα μετά την «καταχνιά», ό.π.,
[161] Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 187-8
[162] Ιστορία της Εθνικής Αντιστάσεως, ό.π., σ. 168
[163] Γουλούλης, «Η μέρα μετά την «καταχνιά», ό.π., σ. 219
[164] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 134
[165] Μ.Ε. Αγρότης. Συνέντευξη στο Πύθιο το 2004. Επίσης Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 133-6
[166] Ριζοσπάστης (1.1.43) 4
[167] Μπουροζίκος «Ιστορικό αυτόγραφο», ό.π., σ. 21
[168] Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας,, Λάρισα 2004, σ. 131
[169] Γουλούλης, «Η μέρα μετά την «καταχνιά»», ό.π., σ. 221
[170] Χατζής Θανάσης, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, τ. Α΄, Δωρικός, Αθήνα, 19822, σ. 303
[171] Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 55 και Γουλούλης, «Η μέρα μετά την «καταχνιά», ό.π., σ. 220
[172] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 77
[173] Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 55
[174] Πρωτοδικείο Γρεβενών (ΠΓ), Βουλεύματα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 1946 -47, αρ. 246/1946 και 16/1947
[175] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 50
[176] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π., σ. 18
[177] Γουλούλης, «Η μέρα μετά την «καταχνιά», ό.π., σ. 219
[178] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 30, 34
[179] [Καλλίνος Θεόδωρος], «Στη Δυτική Θεσσαλία», Ενιαία Εαμική Εθνική Αντίσταση 8-10 (1987-8) 23
[180] Πανάγος Θόδωρος, Αυτά έχουν τα υπόγεια, μη γελάς!, η καθημερινή ζωή στην Αντίσταση, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996, σ. 18, 26, 57
[181] Κηπουρός, Αναμνήσεις, 1983Α, ό.π., σ. 40
[182] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 161
[183] Αζέλης Αγαθοκλής, «Τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Μιχαήλ Κοσβύρα από την Αγναντιά Καλαμπάκας: μια πρώτη προσέγγιση», Τρικαλινά 23 (2003) 165
[184] Μπαλής, Ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλία, ό.π., σ. 26
[185] Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη..», ό.π., σ. 116
[186] Αρσενίου Λάζαρος, «Τα κύρια χαρακτηριστικά της θεσσαλικής Αντίστασης», Το έπος του ΄40, σ. 59
[187] Καλλίνος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», ό.π., σ. 8
[188] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 55
[189] Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, ό.π., σ. 153-4
[190] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π., σ. 16
[191] KCL/MA, Woodhouse, ό.π., 2/2/1/42
[192] PRO, FO 371 37201/R2332 και Λ. Χ. ό.π., συνέντευξη το 2007
[193] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 307-10 και Λ. Χ. ό.π., συνέντευξη το 2007
[194] Καλλίνος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», ό.π., σ. 8 και Μπλάνας,, Εμφύλιος, ό.π., σ. 307-9
[195] Σαρακατσάνης, «Στην ανατολική Θεσσαλία», ό.π., σ. 22
[196] Μιστάρας, «Ευθύμιος Μιστάρας», ό.π., σ. 193
[197] Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 172-3 και Καλλίνος, «Από την Αντίσταση στη Θεσσαλία», ό.π., σ. 55
[198] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 32
[199] Αρσενίου Λάζαρος, «Τα κύρια χαρακτηριστικά της θεσσαλικής Αντίστασης», Το έπος του ΄40 και η Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944, ΕΔΙΑ ν. Λάρισας, Λάρισα 2004, σ. 59
[200] Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 155
[201] Βακουφάρη, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 130-1. Η ημερομηνία του εγγράφου είναι διαφορετική, αφού Οκτώβριο του 1942 οι αντάρτες δεν είχαν αιχμαλωτίσει κανέναν Ιταλό στρατιώτη
[202] Βακουφάρη Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 130-1, 138
[203] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 173
[204] Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, ό.π., σ. 164 και Ελευθερία (16.10.42) 2. Επίσης Θεοδοσιάδης Σταύρος, Η Πίνδος ομιλεί: η Εθνική Αντίστασις 1941 –1944, ΙΝΒΑ, Κοζάνη 2000, επιμ: Νίκος Καλογερόπουλος, σ. 66
[205] Γεμενής Κωνσταντίνος, «Η Ρωμαϊκή Λεγεώνα 1941-1943: ιστορικές καταβολές, δράση, απομυθοποίηση», ανακοίνωση σε συνέδριο οργανωμένο από την Εταιρεία Συλλογής Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων ν. Λάρισας με τίτλο Εθνική Αντίσταση στη Θεσσαλία 1941 -1944: ύπαιθρος και πόλη, άνθρωποι, Λάρισα 25.11.06
[206] ΠΓ, Πρακτικά Δικών, αρ. 9/1945. Η ονομασία «λεγεώνα των Βλάχων» είναι σύγχρονη και κυκλοφορεί ανάμεσα στους φιλάθλους της Λάρισας, βλ. Geronymo (2005), «[σχόλιο]», http://www.larissafc.com/forum/archive/index.php?t-316.html
[207] Σουβλής, Ο ΕΛΑΣ της Θεσσαλίας, ό.π., σ. 54
[208] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 329, 499-501
[209] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 111
[210] Ειρηνοδικείο Γρεβενών, Εκθέσεις έτους 1945, Έκθεσις 922/1945. Επίσης Βήττος Χρήστος, Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο, ιστορική μελέτη δεκαετίας 1940 –1950, Art of Text, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 101. Ακόμη Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 88
[211] Η άποψη ότι «η φθίνουσα πορεία του χωριού [Κρυόβρυση] ξεκίνησε κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο με τις λεηλασίες και το ζωομάζωμα το 1942 από τους Ιταλούς κατακτητές», βλ. Κουτσιμανής Ελευθέριος Η ιστορία της Κρυόβρυσης (Πουλιάνας), 2004, http://www.geocities.com/kriobrisi/page4.htm δεν έχει ελεγχθεί
[212] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 63-5, 98, 129-30, 268, 287
[213] Λ.Χ. ό.π., συνέντευξη το 2007
[214] Προκόβας Κώστας, «Αριστοτέλης Παρασκευάς (1914-2002)», Ο λόγος του συλλόγου 8/12 (2006) 12
[215] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 89, 133
[216] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 119.
[217] Καλλιανιώτης, Οι Πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία
[218] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 65, 221
[219] Καριπίδης, Εαμική Εθνική Αντίσταση, ό.π., σ. 142-4
[220] Κατά μία άλλη πηγή ήταν «ρωμαλέος …, με ύψος ένα κι εβδομήντα, φαρδύς», βλ. Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 185
[221] Παπαγιάννης, Τα παιδιά της Λύκαινας, ό.π., σ. 184-5, 220, 504
[222] Μελετζής, Με τους αντάρτες στα βουνά, ό.π., σ. 1984:13
[223] Τζούκας Βαγγέλης, «H κοινωνική ληστεία και η παράδοση ανταρσίας. Ληστές και αντάρτες στη δεκαετία 1940-50», Δερμεντζόπουλος Χρήστος-Νιτσιάκος Βασίλης (επιμ.), Όψεις του λαϊκού πολιτισμού: μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, Πλέθρον, Αθήνα 2007, σ. 146
[224] Κολιόπουλος Ιωάννης, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800: το έθνος, η πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων, τ. Α,. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 181
[225] Παλιούρας Δημήτριος, Στο Δεύτερο Πλατάνι, [Ελασσόνα] 19982, σ. 17-8, 23
[226] Μαραντζίδης, Οι μικρές Μόσχες, ό.π., σ. 231
[227] Παπανικολάου, Η Γιαννωτά, ό.π., σ. 89
[228] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 301
[229] Μαργαρίτης, Από την ήττα στην εξέγερση, ό.π., σ. 162
[230] Βραχνιάρης Χρήστος, Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας, Πανόραμα, Αθήνα, 1983, σ. 37
[231] Ριζοσπάστης 5.9.42/1, 1.12.42/2
[232] Ελληνικός Βορράς 28.3.62/3
[233] Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση, ό.π., σ. 62
[234] Ξυνός, «Η Τσαρίτσανη..», ό.π., σ. 115
[235] Βακουφάρη, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, ό.π., σ. 130-1
[236] Ελευθερία (10.9.42) 4, (16.10.42)4 και (17.11.42) 1
[237] Για την Αργολίδα βλ. Kalyvas Stathis “Red Terror: leftist violence during the occupation”, After the war was over, reconstructing the family, nation, and state in Greece, 1943 –1960, Princeton: Princeton University Press, 43 –83 ed. Mark Mazower
[238] Hammond, Περιπέτεια, ό.π., σ. 34 και Ζαρογιάννης, Αναμνήσεις, ό.π., σ. 318
[239] Μαραντζίδης, Οι μικρές Μόσχες, ό.π., σ. 220
[240] Γκανάτσιος, «Μόνο ο αέρας και το νερό είναι δικά σας», ό.π., σ. 43
[241] Ανδρώνης Σ., «το Παλαιόκαστρο Ελασσόνας στην Κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση», Ελασσονίτικα Γράμματα 10 (2000) 21
[242] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 36. Επίσης ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ 2/11, «Δελτία Πληροφοριών επί της δραστηριότητος του Κ.Κ.Ε», ΓΕΣ/Δνση Πληροφοριών προς ΓΕΣ/Α1, Αθήνα 12/6/1945
[243] Παλιούρας, Στο Δεύτερο Πλατάνι, ό.π., σ. 38
[244] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 41
[245] Βερέμης Θάνος –Κολιόπουλος Γιάννης, Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια, από το 1821 μέχρι σήμερα, Καστανιώτης, Αθήνα, 2006, σ. 400
[246] Μ.Α. ό.π., συνέντευξη το 2007
[247] Μπλάνας, Εμφύλιος, ό.π., σ. 48
[248] Παλιούρας, Στο Δεύτερο Πλατάνι, ό.π., σ. 38
[249] Γούναρης Βασίλης, Οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940, σ. 217, https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/viewFile/5756/5495.pdf